
Το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» είναι, στην λειτουργική ουσία του, το να μετατρέπει κάποιος παράνομο χρήμα, που προέρχεται από παράνομες πηγές, σε φαινόμενο σαν «νόμιμο» – φαινομενικά «νόμιμο» χρήμα που φαινομενικά προέρχεται από «νόμιμες πηγές».
Το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» αποτελεί ένα αναγκαίο ή λειτουργικό στάδιο συντέλεσης και τελείωσης των περισσότερων και κυριότερων οικονομικών εγκλημάτων, χωρίς την επιτέλεση ή εκτέλεση του οποίου η τέλεση οικονομικού εγκλήματος θα καθίστατο ανεπιτελής, απρόσφορη, ατελέσφορη και αναποτελεσματική για τον δράστη του οικονομικού εγκλήματος, που, αν δεν προβεί σε νομιμοποίηση, αδυνατεί να αξιοποιήσει ή να αξιοποιήσει πλήρως τα παράγωγα προϊόντα της εγκληματικής δράσης του, με αποτέλεσμα η τέλεση του εγκλήματος να αποβαίνει τελικώς εργώδης αλλά ανωφελής ματαιοπονία. Συνεπώς η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά και συναποτελεί αναγκαίο λειτουργικό στάδιο ενός επιτυχούς οικονομικού εγκλήματος, διότι με την διαδικασία νομιμοποίησης ο δράστης οικονομικού εγκλήματος μπορεί να κρύψει τον παράνομο πλούτο του και να αποφύγει την κατηγορία εναντίον του, την σύλληψη και την καταδίκη του, να επενδύσει τα χρήματα από τις εγκληματικές πράξεις του και να χρηματοδοτήσει, ενδεχομένως, περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητά του.
Σε σχέση με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος υπάρχουν δύο ουσιώδεις αιτιολογικές (αιτιο-λογικές) συνδετικές γραμμές:
Μία αιτιώδης παραγωγική γραμμή που οδηγεί από το βασικό έγκλημα προς το έγκλημα του ξεπλύματος (αυτή είναι η παραγωγική γραμμή).
Και μία αναδρομική αιτιολογική γραμμή που οδηγεί από το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος προς το βασικό έγκλημα, με βάση την οποία το ξέπλυμα μπορεί να οδηγήσει, αναδρομικά, στην αποκάλυψη και ανακάλυψη του βασικού εγκλήματος και στην ανακάλυψη και σύλληψη των δραστών του.
Πρέπει να επισημανθεί ότι για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος υφίστανται διεθνώς μέθοδοι και πρακτικές, οι οποίες, με βάση τον ιδιαίτερο τρόπο τέλεσης (το modus operandi), κατηγοριοποιούνται σε τυπολογίες.