
Κατά τη διάταξη του άρθ 1763 ΑΚ «Κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί 1) με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη… 2) Με δήλωση που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων» κατά δε εκείνη του άρθρου 1764 του ίδιου κώδικα «Μεταγενέστερη διαθήκη καταργεί με το περιεχόμενό της την προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος που εναντιώνεται σ’ αυτήν». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι κάθε διαθήκη ανακαλείται είτε με σχετική δήλωση του διαθέτη σε μεταγενέστερη διαθήκη του, είτε με δήλωσή του που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων, είτε με μεταγενέστερη διαθήκη του ίδιου, ακόμη και σιωπήρώς, ήτοι χωρίς τη χρήση πανηγυρικών εκφράσεων περί ανακλήσεως της προηγούμενης, όταν το περιεχόμενο της νέας διαθήκης δεν συμβιβάζεται εν άλω ή εν μέρει με το αντίστοιχο της προηγούμενης, η οποία και καταργείται μόνο κατά το μέρος που η νέα διαθήκη εναντιώνεται σ’ αυτήν αφού, λογικά, δεν μπορούν να εκτελεστούν και οι δύο διαθήκες. Εφόσον δε η εναντίωση δεν είναι ολοκληρωτική, οι δύο διαθήκες ισχύουν παραλλήλως ως ενιαία διαθήκη αφού αλληλοσυμπληρώνονται (ΑΠ 1031/03, ΑΠ 540/96 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 870/1987 ΕΕΝ 1988.373, Ν. Παπαντωνίου ΚληρΔ, σελ. 291 επ. εκδ. 1985 Γ. Μπαλή Κληρονομικό Δίκαιο σελ. 83 επ. εκδ. 1965).