
Άρθρο 375 Υπεξαίρεση
- Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.
- Αν η αξία του αντικειμένου στην παρ. 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.
- Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη.
- Με το ξένο πράγμα εξομοιώνεται και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να το πουλήσει, καθώς και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε.
Τι είναι η πράξη της Υπεξαίρεσης
Η υπεξαίρεση, είναι κάθε πράξη που εξωτερικεύεται η πρόθεση του δράστη. Δεν υπάρχει αντικειμενική εξωτερίκευση του σκοπού αλλά η θεωρία της πράξεως εξαρτάται από την πρόθεση του δράστη. Στην ουσία, πρέπει να προκύπτει ότι ο δράστης εκδηλώνει την παραβατική του συμπεριφορά δίνοντας σε άλλους το στίγμα της ιδιοποίησης. Η δε εξωτερίκευση πρέπει να είναι τέτοια η οποία να αποδίδεται με πράξη κοινωνικού περιεχομένου.
Η υπεξαίρεση αποτελεί ουσιαστικά την αποπεράτωση του αδικήματος της κλοπής αποστερώντας το αντικείμενο από τον ιδιοκτήτη του. Αποτελεί προσβολή της ιδιοκτησίας, διότι το αντικείμενο απομακρύνεται οριστικά από αυτόν που του ανήκει. Στο έγκλημα της υπεξαίρεσης το υλικό αντικείμενο είναι η κλοπή, η οποία αποτελείται από: α) το πράγμα, β) να είναι κινητό και γ) ξένο για το δολίως δρώντος όργανο.
Ως ξένο νοείται ένα αντικείμενο το παραμένει στην κατοχή κάποιου με σύμβαση παρακαταθήκης, αντικείμενο το οποίο αγοράστηκε με παρακράτηση κυριότητας έως την ολοσχερής εξόφληση, το χρησιδάνειο με μίσθωση αλλά και με οποιαδήποτε άλλη συμβατική αιτία.
Ή ιδιοποίηση του αντικειμένου από το δράστη προκειμένου να το ενσωματώσει στην περιουσία του, αποτελεί τον σφετερισμό του δικαιώματος της κυριότητας των πραγματικών εξουσιών του κυρίου πρόσθετο πράγμα, αμφισβητώντας την άσκηση αυτών από τον πραγματικό κύριο του πράγματος.
Προκειμένου να είναι η πράξη άδικη ακόμα θα πρέπει και η ιδιοποίηση να είναι παράνομη. Αυτή είναι παράνομη όταν έρχεται σε σύγκρουση με το νόμο δηλαδή όταν πραγματοποιείται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης ασκεί εξουσία καταχρηστικά πάνω στο πράγμα ίδιο- ποιούμενος αυτό χωρίς να έχει δικαίωμα από τον νόμο.
F στην υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της υπεξαίρεσης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί απαιτεί δόλο οποιοδήποτε βαθμό και δεν τιμωρείται εξ αμελείας. Το παράνομο της ιδιοποίησης αποτελεί ειδικό στοιχείο του αδίκου το οποίο προσδιορίζει τον άδικο χαρακτήρα της ιδιοποίησης.
Ποια η ποινή για το έγκλημα της Υπεξαίρεσης
Το έγκλημα της υπεξαίρεσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 2 ετών και σε ειδικές περιπτώσεις με μειωμένη ποινή ή συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παράγραφος ένα του ποινικού κώδικα. επίσης εφαρμόζεται το άρθρο 85 παράγραφος ένα σε περίπτωση διπλής μείωσης της ποινής όταν συντρέχουν αι περισσότεροι λόγοι οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 81 παράγραφος 2 υπάρχει εξάλειψη του αξιοποίνου όταν ο δράστης ικανοποίησε πλήρως τον ζημιωθέντα χωρίς με τη συμπεριφορά του αυτή να βλάψει τρίτον, η ενέργεια αυτή έγινε με τη θέλησή του και πριν από την πρώτη του εξέταση από τις αρχές ανεξαρτήτως εάν η εξέτασή του αυτή έγινε ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος. Στην περίπτωση αυτή εάν υπάρχει πλήρης ικανοποίηση του παθόντος εξαλείφεται πλήρως και το αξιόποινο της πράξεως εάν υπάρχει μερική ικανοποίηση τότε αναλογικά εξαλείφεται και αυτό.
Η έμπρακτη μετάνοια, η οποία μπορεί ναι θα εφαρμοστεί στην περίπτωση που ο δράστης δεν καταφέρει να εξαλείψει το αξιόποινο με τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με το άρθρο 381 παράγραφος 2 του ποινικού κώδικα ακόμα αποτελεί λόγω απαλλαγής από την ποινή και μπορεί να εφαρμοστεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, Ενώ παράλληλα η δυνατότητα μεταστροφής του δράστη μπορεί ναι εφαρμοστεί μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Τέλος ανεξάρτητος πότε θα πραγματοποιηθεί η έμπρακτη μετάνοια, σε κάθε περίπτωση αυτή θα μπορέσει να αποτελέσει ελαφρύ ένδικο της ειλικρινούς μεταμέλειες κατά το άρθρο 84 παράγραφος 2 περίπτωση δ του ποινικού κώδικα το οποίο θα επιφέρει την ελαττωμένη μείωση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83 του ποινικού κώδικα.
Η υπεξαίρεση στη διακεκριμένη της παραλλαγή ορίζεται με κριτήριο αξίες άνω του ποσού των 120.000 €το οποίο μπορεί να είναι και αθροιστικό από επί μέρους πράξεις. Ή από μια και μόνο πράξη από την οποία όμως ο δράστης εξαρχής θα προέβλεπε στο ποσό των 120.000 € σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 2 του ποινικού κώδικα.
Η υπεξαίρεση είναι ένα κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα πλέον σε αντίθεση με τον προγενέστερο ποινικό κώδικα, όπως διωκόταν αυτεπάγγελτα.