Η μαχόμενη αντιμετώπιση δύσκολων ποινικών υποθέσεων, η βοήθεια που παρέχουμε στην Δικαιοσύνη ώστε να διαγνώσει και να ανευρεθεί η αλήθεια, η αφιέρωση χρόνου στην ανεύρεση στοιχείων αλλά και η αντιμετώπιση της κάθε υποθέσεως με σχολαστικότητα, εγγυόνται την αποτελεσματική έκβαση της διαδικασίας με αποτέλεσμα το οποίο θα αποκαταστήσει την οποιαδήποτε αδικία ανάμεσα στις δύο πλευρές δράστη και θύματος.
Ποινικολόγος Αθήνα – Δικηγόρος Ποινικού Δικαίου με Ειδίκευση και Αποτελεσματικότητα
Με το άρθρον 7 § 1 Συντ. καθιερούται και ως συνταγματικώς κανών η βασική αρχή του ποινικού δικαίου, η οποία θεσπίζεται με το άρθρον 1 του Π.Κ., ότι ποινή δεν επιβάλλεται ειμή δι’ εκείνας μόνον τας πράξεις, δια τας οποίας αυτή ρητώς δια νόμου ωρίσθη προ της τελέσεως αυτών. Κατά τον κλασσικόν ορισμόν Ν. Χωραφά, “η ποινή είναι κακόν υπό νόμου τινός απειλούμενον και υπό του ποινικού δικαστού καταγιγνωσκόμενον κατά του δράστου ωρισμένης αδικοπραγίας ως εκδήλωσις ιδιαιτέρας αποδοκιμασίας αυτού υπό της εννόμου τάξεως” (Χωραφά, Ποιν. Δικ. έκδ. 9η, τομ α΄ σελ. 83). Αι επιβαλλόμεναι ποιναί, δια τα προβλεπόμενα υπό του Ποινικού Κώδικος και των ποινικών νόμων εγκλήματα, πρέπει να είναι σύμφωνοι προς την διάταξιν του άρθρου 25 § 1 Συντ., δια της οποίας καθιερούται η αρχή της αναλογικότητος.
Ποινικολόγος Ελευθέριος Χατζηδημητρίου – Ειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο
Το Ποινικό Δίκαιο, είναι το τμήμα εκείνο, με το οποίο έρχεται σε στενότερη επαφή ο κάθε κοινωνός, εφαρμογή του οποίου γίνεται όταν η συμπεριφορά κάποιου, αποκλείει ουσιωδώς, με αυτήν που προτάσσουν οι κανόνες δικαίου, με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλείται εξέγερση της κοινωνικής συνείδησης και ο στιγματισμός του δράστη. Αφορμή συνήθως είναι η σύνδεση της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου με ορισμένα πάθη, εντάσεις και διλήμματα κατά τρίτου.
Στο Ποινικό Δίκαιο, συμπεριλαμβάνονται Κανόνες, οι οποίοι αξιολογούν θετικά ορισμένες αξίες, αρνητικά όταν αυτές προσβάλλονται και σε κανόνες προσταγής, όταν επιβάλλουν σε κοινωνούς ορισμένες συμπεριφορές ώστε να προστατεύονται οι αξίες οι οποίες αποφάνθηκαν θετικά οι αξιολογικοί Κανόνες.
Κατά συνέπεια, αποστολή του ποινικού δικαίου είναι η προστασία μέσω της ποινής των θεμελιωδών αξιών της κοινωνίας διασφαλίζοντας παράλληλα και την κοινωνική ειρήνη οι οποίες ονομάζονται έννομα αγαθά. Η αποστολή του ποινικού δικαίου είναι διττή. Από την μία πλευρά εξασφαλίζεται η προστασία των εννόμων αγαθών και από την άλλη η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων από την καταχρηστική κρατική εξουσία.
Παράλληλα, οι ίδιοι κανόνες αποβλέπουν και στο να περιορίσουν το κράτος από μια καταχρηστική συμπεριφορά σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών στην οποία ενδεχομένως να προβεί με την καταχρηστική χρήση της επιβολής της ποινής.
Η Αρχή της Αναλογικότητας
Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία εδράζεται στο άρθ. 25 παρ. 1 Συντ., αποτελεί την κυριότερη δέσμευση του νομοθέτη, σύμφωνα με την οποία η ποινική κύρωση η οποία επεμβαίνει στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη, είναι νόμιμη, εάν είναι αναγκαία, κατάλληλη και ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκει, δηλαδή την προστασία από το έγκλημα. Για παράδειγμα, μια δυσανάλογη βαρεία ποινή η οποία υπερβαίνει ανυπόφορα την βαρύτητα της πράξης, δεν παραβιάζει μόνο την Συνταγματική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 αλλά και του άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ., διότι δεν μεταχειρίζεται τον πολίτη ως φορέα της ανθρώπινης αξίας αλλά ως πράγμα δια μέσω του οποίου ο κρατικός μηχανισμός θέλει να επιτευχθεί ο σκοπός του.
Επίσης επιβεβλημένη τυγχάνει και η εφαρμογή της Αρχής της επικουρικότητας, με βάσει την οποία, δεν επιτρέπεται να απειληθεί ποινή για πράξη, έστω και αν είναι αναγκαία η επιβολή της, παρά μόνο όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με ηπιότερο μέσo. Κατά συνέπεια, η επιβολή της ποινής από ποινικό δικαστήριο, είναι επικουρική έναντι των άλλων μέτρων κρατικού καταναγκασμού. Ο ποινικολόγος Χατζηδημητρίου, διαθέτει πολυετή πείρα σε ποινικά αδικήματα.
Με την ποινή, προσβάλλονται συνταγματικά κατοχυρωμένα αγαθά του δράστη, όπως είναι η ελευθερία, τα οικονομικά αγαθά, η αξιοπρέπεια κλπ. Ενώ παράλληλα, ενσαρκώνεται ο δράστης όχι μόνο την υλική βλάβη την οποία θα υποστεί, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή και απαξίωση. Παράλληλα όμως, υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις στο πρόσωπο του δράστη, όπως καταστροφή του από την έκτιση ποινής φυλάκισης, η στέρηση του χρόνου από την ζωή του, ο περιορισμός της ελευθερίας του, ψυχική λύπη, η οικονομική κατάρρευση, ο στιγματισμός από τον κοινωνικό περίγυρο κλπ.
Η αναγκαιότητα επιβολής της Ποινής
Η αναγκαιότητα επιβολής της ποινής, είναι δικαιολογημένη, στο πλαίσιο του μέτρου που αποσκοπεί η πρόληψη του εγκλήματος που έχει διαπραχθεί, η οποία διαχωρίζεται σε γενική και ειδική πρόληψη. Η υπέρβαση του ορίου, προς τα πάνω, ρητώς απαγορεύεται διότι με αυτόν τον τρόπο, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Επιτρέπεται δε η υπέρβαση του ορίου προς τα κάτω, μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χάρη της ειδικής πρόληψης.
Προϋπόθεση της επιβολής της ποινής, είναι η προΰπαρξη εγκλήματος. Δεν υπάρχει όμως η ίδια εξάρτηση αν αντιστρέψουμε τους δύο αυτούς όρους. Δηλαδή το κάθε έγκλημα δεν προϋποθέτει και μια ποινή. Ενδεχομένως κάποιος δράστης θα μπορούσε να προβεί στην διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, ωστόσο όμως μπορεί να υπάρχουν κάποιοι λόγοι οι οποίοι αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του με αποτέλεσμα να παραμείνει ατιμώρητος και να απαλλαγεί από οποιαδήποτε ποινή.
Τέλος, το ποινικό δίκαιο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την συνταγματική νομοθεσία, εκ της οποίας πηγάζουν πολλές θεμελιώδης αρχές και αποτελούν κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος.
- Η αρχή της νομιμότητας ( nullum crimen, nulla poena sine lege): άρθρ. 7 παρ. 1 Συντ.
- Η αρχή ουδεμία ποινή χωρίς δίκη ( nulla poena sine processu): άρθρ. 96 παρ.1 Συντ.
- Η αρχή ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς πράξη (nullum cymen, nulla poena sine actu): άρθρ. 7 παρ. 1 και άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ.
- Η αρχή της ενοχής (nullum crimmen, nulla poena sine culpa): άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ.
- Η αρχή της αναλογικότητας: άρθρ. 25 παρ. 1 τελευτ. Εδάφιο.

