
1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο.
3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
4. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 στρέφονται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει συνολικά τις 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Οι πράξεις αυτές παραγράφονται μετά είκοσι έτη.
(Το ποσό των 5.000.000 δρχ. ισούται με το ποσό των 15.000 ευρώ, και το ποσό 25.000.000 δρχ. ισούται με το ποσό των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Ήδη, το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ της παλαιός διάταξης αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ενώ το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με το άρθρ. 25 του Ν. 4055/2012. Τα εγκλήματα περί τα υπομνήματα προσβάλλουν την αποδεικτική ακεραιότητα του «υπομνήματος». Η τυποποίησή τους σαφώς εξυπηρετεί τη γνησιότητα του εγγράφου, ως κοινωνικού αγαθού και βοηθά στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των έγγραφων αποδείξεων στις συναλλαγές μας. Στο παρόν άρθρο 216 του νέου ΠΚ, περί πλαστογραφίας, κατά την αιτιολογική έκθεση, παραμένει η τυποποίηση ως βασικών πλαστοποιητικών πράξεων της «κατάρτισης», που περιγράφει την εξαρχής «κατασκευή» ενός πλαστού εγγράφου, της «νόθευσης», που περιγράφει την αλλοίωση της υπομνηματιστικής λειτουργίας ενός γνήσιου εγγράφου, και της χρήσης του πλαστού, η οποία όμως δεν αποτελεί πλέον «επιβαρυντική περίσταση»…, αλλά αυτοτελή πράξη, που συρρέει φαινομενικά όταν ακολουθεί την πλαστοποιητική ενέργεια και απορροφάται από αυτή (παρ. 1 και 2).
Η διάταξη αυτή καλύπτει οιοδήποτε έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό. Προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων του δέκατου κεφαλαίου του ΠΚ, κατά την κρατούσα άποψη, θεωρείται η ασφάλεια των έγγραφων συναλλαγών και αποδείξεων ή κατά την ορθότερη άποψη, το υπόμνημα αυτό καθεαυτό, δηλαδή το έγγραφο που παριστάνει κατά τρόπο γνήσιο γεγονότα που μπορούν να έχουν έννομη σημασία, καθόσον η ασφάλεια της απόδειξης αποτελεί το αποτέλεσμα της ποινικής προστασίας του. Εντεύθεν, οι έννομες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν από την κατάρτιση ή νόθευση και την παραπλανητική στη συνέχεια χρήση του πλαστού εγγράφου δεν συνάπτονται αναγκαίως και αναπόφευκτα με την αλήθεια ή μη του περιεχομένου του, αλλά αρκεί για την κατάφαση του εν λόγω, τυπικού και αφηρημένης διακινδύνευσης, εγκλήματος, η δυνατότητα επέλευσης έννομων, κατά την προδιαληφθείσα έννοια, συνεπειών, καθόσον η αλήθεια ή μη του περιεχομένου του πλαστού εγγράφου δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ποινικής τυποποίησης της συγκεκριμένης πράξης, ώστε να συναρτάται και με τις δυνάμενες να επέλθουν έννομες συνέπειες.
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όπως τα ποσά της τρίτης παραγράφου αναπροσαρμόστηκαν κατά ευνοϊκότερο για τους κατηγορούμενους τρόπο, με το άρθρ. 25 Ν. 4055/2012 (και έχουν εφαρμογή και επί προγενέστερων του τελευταίου νόμου πράξεων, κατ’ άρθρ. 2 παρ. 1 ΠΚ), για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση.
Αντικειμενική υπόσταση: Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 216 προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται: α) Εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ) (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, που να το εμφανίζει ότι συντάχθηκε από άλλον, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή β) νόθευση γνήσιου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και γ) επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε.
Υποκειμενική υπόσταση: Υποκειμενικά απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Εκτός από το σκοπό παραπλανήσεως, που πρέπει να έχει ο δράστης, απαιτείται επί πλέον το πλαστό έγγραφο να μπορεί αντικειμενικά με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να είναι πρόσφορο να παράγει έννομες συνέπειες, το δε γεγονός να προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου ή σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία και είναι αδιάφορο, εάν ο σκοπός της παραπλανήσεως θα επιτυγχανόταν και χωρίς το έγγραφο ή εάν προοριζόταν αυτό για το παρόν ή το μέλλον ή για συγκεκριμένη περίπτωση.
Αμέσως ζημιούμένος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο, του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του.
Κατάρτιση πλαστού εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρ. 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ, υπάρχει όταν εξ υπαρχής συντίθεται έγγραφο, το οποίο δεν υπήρχε πρότερον και το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Έχουμε παραπλάνηση ως προς το πρόσωπο του εκδότη, όταν δημιουργούμε την εντύπωση ότι το έγγραφο προέρχεται από ορισμένο πρόσωπο, ενώ στην πραγματικότητα τούτο προέρχεται από άλλο πρόσωπο, το οποίο έτερο πρόσωπο μπορεί να είναι υπαρκτό ή και ανύπαρκτο. Έτσι έκδοση ανώνυμου εγγράφου δεν αποτελεί κατάρτιση πλαστού εγγράφου, πράγμα που συμβαίνει και όταν τίθεται δυσανάγνωστος υπογραφή ή μονογραφή, από την οποία δεν προκύπτει σαφώς το όνομα, το πρόσωπο του εκδότη, εκτός αν το πρόσωπο του εκδότη προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου ή άλλοθεν ή αν η υπογραφή δεν επιβάλλεται για την έκδοση του συγκεκριμένου εγγράφου.
Πλαστογραφία συνιστά και η χρήση του ίδιου πραγματικού ονόματος του εκδότη, όταν συμπίπτει με το όνομα άλλου, από τον οποίον εμφανίζει ότι προέρχεται το έγγραφο που ο δράστης εξέδωσε.
Κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά και η θέση της σφραγίδας άλλου ορισμένου φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της προέλευσης του εγγράφου από το τελευταίο πρόσωπο.
Η με απειλή του εκδότη θέση της υπογραφής του απειλούμενου επί εγγράφου δεν συνιστά πλαστογραφία, γιατί πρόκειται για γνήσιο έγγραφο.
Στην περίπτωση που καταρτίζεται έγγραφο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά με το δικό τους όνομα, ανεξάρτητα με οποιοδήποτε ψευδές περιεχόμενο, στο οποίο βεβαιώνονται αναληθή πράγματα· από την αναλήθεια του περιεχομένου του δεν υπάρχει «κατάρτιση» πλαστού εγγράφου, με την έννοια που παραπάνω εκτίθεται, γιατί το ζήτημα της γνησιότητας ή μη του περιεχομένου αυτού δεν εξετάζεται στην υλική πλαστογραφία, όπως στη διανοητική πλαστογραφία, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 220 και 242 ΠΚ.
Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος είναι ορισμένο έγγραφο, κατά την έννοια του 15 άρθρου 13 περ. γ’ ΠΚ, όπως το άρθρο 13 τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 Ν. 1805/1988, 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 και 2 παρ. 1 του Ν. 2479/1997, το οποίο μπορεί να είναι ημεδαπό ή αλλοδαπό, δημόσιο ή και ιδιωτικό.
Κατά το άρθρο 13 περ. γ’ ΠΚ, «έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Τέτοιο γεγονός είναι εκείνο που αναφέρεται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, αδιάφορου όντος αν η παραπλάνηση και ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε.
Γραπτό είναι η διά γραφής αποτύπωση νοήματος που προορίζεται να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία. Γραφή δε αποτελεί συνήθως η διά γραμμάτων απαρτιζόντων λέξεις απόδοση ενός νοήματος. Η γραφή, τα γράμματα, είναι σημεία με την παράθεση των οποίων αποδίδονται διάφορα νοήματα. Η κατανόηση του νοήματος γίνεται με την ανάγνωση, αλλά και με βάση τη συμφωνία ή τις συνήθειες. Ο τρόπος θέσης της γραφής δεν έχει σημασία. Αυτή μπορεί να τεθεί με το χέρι του γράφοντος, με γραφομηχανή, με υπολογιστή, με σφραγίδα, με εκτύπωση. Το χρησιμοποιούμενο για τη γραφή εγγράφου υλικό μπορεί να είναι μολύβι, στυλό, μελάνι, χρώμα ή άλλες χρωστικές ή χημικές ουσίες, ή οποιαδήποτε άλλη γραφική ύλη.
Σημείο είναι κάθε άλλη πλην της γραφής ενσωμάτωση εξωτερικευθείσας βούλησης, αποδιδόμενης σε τρίτους. Είναι συνήθως σύμβολο ή παράσταση ή κατ’ άλλο τρόπο συμβολική συνοπτική παράσταση, όπως το ορόσημο (σημεία προθέσεως), με την οποία μπορεί να αποδοθεί ορισμένο νόημα, που μπορεί όμως να γίνει κατανοητό από περισσότερους ανθρώπους και να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, κατά το εν λόγω άρθρο 13γ ΠΚ.
Έγγραφο είναι και κάθε μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα, που έχουν έννομη σημασία. Π.χ. εγγραφή συστήματος ΛΟΤΤΟ στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή πρακτορείου ΟΠΑΠ.
Έγγραφο είναι και το ένσημο και το σήμα, στο οποίο ενσωματώνεται και εκφράζεται το γεγονός της καταβολής συγκεκριμένου χρηματικού ποσού.
Με ιδιαίτερες διατάξεις προστατεύονται στον ΠΚ και τα δηλωτικά αξίας έγγραφα και άλλα μέσα πληρωμής (208), τα νομίσματα (207-215), τα ένσημα (208Γ).
Αποδεικτικά ή μαρτυρικά έγγραφα
Τέτοια έγγραφα είναι εκείνα τα οποία πληροφορούν για γεγονότα που έχουν έννομη σημασία, ακόμα και αν καταρτίστηκαν για απόδειξη άλλου γεγονότος. Λ.χ. όταν μπορεί να χρησιμεύσει για συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου. Αποδεικτικά έγγραφα είναι οι εξοφλητικές αποδείξεις, οι ληξιαρχικές πράξεις, τα εμπορικό βιβλία, τα πρακτικό ΓΣ, το διαμαρτυρικό συναλλαγματικής κ.ό.
Στην έννοια αυτή του εγγράφου περιλαμβάνεται και το αποδεικτικό στοιχείο, που τέθηκε από την αρχή επί του υλικού φορέα του πράγματος, όπως χαρτιού, μεμβράνης, μάρμαρου, ξύλου, πέτρας, υφάσματος κ.λπ., για να εκφράσει κάποια σκέψη ή απόφαση ή συμφωνία, όταν προορίζεται να αποδείξει κάποιο γεγονός που έχει έννομη σημασία. Αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να είναι ένα γράμμα, αριθμός, χρώμα, εικόνα, λέξη, εντομή, ακόμα και υπογραφή, που όταν τίθενται κάπου, τίθενται και προορίζονται να αποδείξουν γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως κυριότητα, νομή ή κατοχή επί ακινήτων, επί κινητών ή επί ζώων, δένδρων και πραγμάτων.
Στην έννοια αυτή του εγγράφου, μετά τη διεύρυνση με τα άρθρα 2 του Ν. 1805/1998 και 23 παρ. 4β του Ν. 1806/1988 και 59 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (περί ΧΑΑ), περιλαμβάνονται όλες οι ηλεκτρομαγνητικές, μαγνητικές και οπτικές εγγραφές, περιλαμβάνεται δε τόσο το τηλετύπημα – τηλετυπικό μήνυμα (telex), που φέρει τους εξωτερικούς τύπους που απαιτούνται για τη νόμιμη υπόστασή του κατά τους κανόνες της τηλετυποεπικοινωνίας, ήτοι αρ. σύνδεσης, κωδικό ονοματοδότη, όνομα καλούντος, το τηλεομοιότυπο (telefax), που διαβιβάζεται σε σταθμό λήψης με πιστή αναπαραγωγή, από απόσταση, κειμένων, σχεδίων ή εικόνων, με τη βοήθεια κατάλληλων τερματικών διατάξεων, όσο και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής.
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου, με μηχανικό τρόπο, ενώ διαφέρουν κατά το ότι το φωτοτυπικό αντίγραφο αναπαρόγεται από μία συσκευή (φωτοτυπικό μηχάνημα), ενώ το τηλεομοιότυπο αναπαρόγεται, από απόσταση, αφού χρησιμοποιηθούν δύο συσκευές τηλεομοιοτυπίας, μία για τη μεταβίβαση και μία για τη λήψη, σε συνδυασμό με τηλεφωνική συσκευή. Επομένως, το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου, εμφανίζεται και στο πιστό τηλεομοιότυπο ή φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και επομένως μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Έτσι και τα έγγραφα αυτά, παρ’ ότι δεν είναι πρωτότυπα, είναι δυνατόν να καταστούν υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού ή νόθευσης). Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Έγγραφο επομένως είναι και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό, στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία, όπως οι μαγνητοταινίες, οι φωτογραφικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, οι φωνοληψίες, οι δίσκοι Η/Υ, οι βιντεοταινίες, τα CDs, τα DVD και οι υλικοί φορείς δεδομένων, εφόσον τα δεδομένα είναι σταθερά ενσωματωμένα και προκύπτει ο εκδότης τους.
Η αποστολή τηλεγραφήματος στο όνομα προσώπου, από το οποίο δεν προέρχεται στην πραγματικότητα, συνιστά κατάρτιση πλαστού εγγράφου.
Μολονότι ο ορισμός του εγγράφου κατ’ άρθρο 13 στοιχ. γ’ αναφέρεται ρητά μόνο στην αποδεικτική λειτουργία αυτού, γίνεται δεκτό ότι υπονοεί λογικό και τα άλλα δύο ουσιώδη εννοιολογικά στοιχεία του, δηλαδή το διανοητικό περιεχόμενο και την ύπαρξη εκδότη, ώστε να μη περιορίζεται μόνο στην έννοια της πλαστογραφίας. Ο εκδότης θα πρέπει να προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο και όχι από αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται εκτός αυτού, ενώ η υπογραφή του στο έγγραφο δεν είναι καταρχήν αναγκαία, εκτός αν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο.
Εκδότης, κατά την κρατούσα πνευματική θεωρία, είναι εκείνος από τον οποίο προέρχεται πνευματικό η δήλωση, το διανόημα που είναι ενσωματωμένο στον υλικό φορέα και όχι αυτός από τον οποίο παράγεται σωματικά.
Η έκδοση ανώνυμου εγγράφου, χωρίς εκδότη, δεν αποτελεί πλαστή κατάρτιση εγγράφου, διότι στην περίπτωση αυτή δεν προκαλείται το φαινόμενο του διαφορετικού εκδότη, όπως και όταν κάποιος υπογράφει το έγγραφο με ένα συνηθισμένο όνομα, χωρίς να θέλει να αναφερθεί σε ορισμένο πρόσωπο (με κρυμμένη ανωνυμία). Υπογραφή του εκδότη όμως με ξένο όνομα, για να υπάρξει κατάρτιση πλαστού εγγράφου, απαιτείται και παραπλάνηση ως προς το πρόσωπο του αληθινού εκδότη. Άρα δεν διαπράττει πλαστογραφία ο εκδότης εγγράφου, που υπογράφει με άλλο όνομα, με το οποίο όμως είναι γενικά ή ευρύτερα γνωστός, λ.χ. με καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ή όταν απλώς αποκρύπτει το πραγματικό του όνομα, λ.χ. όταν υπογράφει ο πραγματικός μισθωτής στο συμβόλαιο μίσθωσης με άλλο ανύπαρκτο όνομα, για να μη γίνει αντιληπτός από τους οικείους του.
Υπογραφή με όνομα άγνωστου ή ανύπαρκτου προσώπου συνιστά πλαστογραφία εγγράφου, αν με τη χρήση του ονόματος αυτού υποδηλώνεται ψευδώς η ύπαρξη προσώπου, στο όνομα του οποίου εκδίδεται το έγγραφο.
Κατάρτιση πλαστού εγγράφου υπάρχει όταν το έγγραφο καταρτίσθηκε επ’ ονόματι 30 άλλου, σαν να εκδόθηκε από αυτόν. Τέτοια δε περίπτωση καταρτίσεως πλαστού εγγράφου υπάρχει και όταν ο δράστης, επικαλούμενος ανύπαρκτο δικαίωμα και εξουσία αντιπροσωπεύσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, υπογράφει κάποιο έγγραφο με το πραγματικό του όνομα, με το λογότυπο της εταιρείας ή με θέση και της σφραγίδας της εταιρείας, για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, ώστε να φαίνεται η τελευταία ψευδώς όμως ως εκδότρια του εγγράφου αυτού.
Σε περίπτωση απόσπασης υπογραφής του εκδότη με υφαρπαγή, με εξαπάτηση ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε, έχουμε κατάρτιση πλαστού εγγράφου, με το δράστη να είναι έμμεσος αυτουργός πλαστογραφίας.
Αν η υπογραφή του φερόμενου ως εκδότη του πλαστού εγγράφου οφείλεται σε ακαταμάχητη σωματική βία που ασκήθηκε κατά του θέσαντος την πλαστή υπογραφή άλλου ή δεν είναι αποτέλεσμα της βούλησής του συνεπεία απειλών που ασκήθηκαν κατ’ αυτού, έχουμε περίπτωση ιδιόχειρης φυσικής άμεσης αυτουργίας, διότι ο δράστης χρησιμοποίησε την ακούσια σωματική κίνηση του εξαναγκασθέντος για την τέλεση της πλαστογραφίας με σωματική βία στην πρώτη περίπτωση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο αποδέκτης των απειλών πειθαναγκάσθηκε να υποκύψει στη θέση της πλαστής υπογραφής τρίτου και επομένως ο εξαναγκάσας είναι φυσικός αυτουργός πλαστογραφίας, η οποία συρρέει αληθινά και με τελεσθείσα εκβίαση, λόγω της ετερότητας των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών.
Αν ο δράστης εξαλείψει την υπογραφή του εκδότη και στη θέση της θέσει τη δική του υπογραφή, καταρτίζει πλέον έγγραφο νέο γνήσιο, που το περιεχόμενό του εμφανίζεται πλέον και είναι δική του βούληση και αυτόν μόνο δεσμεύει και επομένως δεν έχουμε πλαστογραφία· ενδεχομένως δε να έχουμε υπεξαγωγή εγγράφου, λόγω αποδεικτικής εκμηδένησης της αποδεικτικής χρησιμότητας του
εγγράφου αυτού από το οποίο εξάλειψε την υπογραφή του αρχικού εκδότη.
Από την ίδια διάταξη του άρθρου 13 περ. γ’ ΠΚ συνάγεται ότι η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, με την πιο πάνω ευρεία έννοια δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη, με την αποδεικτική δύναμη που έχουν τα έγγραφα, ως μέσα απόδειξης, κατά την πολιτική δικονομία και επομένως δεν είναι απαραίτητο να ερευνάται, αν είναι σύμφωνα με τους κανόνες της. Κατά συνέπεια στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο με την πιο πάνω έννοια, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, βεβαίωση της ακρίβειας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο.
Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Ποινικού Κώδικα / Άρθρο 216. Πλαστογραφία.