
Το Κληρονομικό Δίκαιο αποτελεί τμήμα του Αστικού Δικαίου και ρυθμίζεται στο πέμπτο βιβλίο του στα άρθρα 1710 έως 2035, πραγματεύεται τις συνέπειες που επέρχονται από τον θάνατο ενός ανθρώπου. Συγκεκριμένα ρυθμίζει τις διαδικασίες της ολικής ή μερικής διαδοχής της περιουσίας ενός ανθρώπου μετά το θάνατό του όπως επίσης και τα πρόσωπα τα οποία έχουν αξιώσεις από αυτήν.
Η κληρονομιά μετά τον θάνατο, δεν αποτελείται μόνο από ενσώματα αντικείμενα αλλά και δικαιώματα όπως επίσης και οι υποχρεώσεις του θανόντος. Η ατομική ιδιοκτησία η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 17 παρ. 1 του Σ, συνεχίζει να υφίσταται και μετά τον θάνατο του ανθρώπου.
Σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία πρέπει να περιέλθει η κληρονομιά, ο νομοθέτης εκφράστηκε, υπέρ της οικογένειας του κληρονομουμένου αλλά και για την προστασία αυτής με το σκεπτικό ότι αυτά συνθέτουν την οικογένεια του και είναι τα καταλληλότερα προκειμένου να κληρονομήσουν τον θανόντα για να ανατραφούν τα ανήλικα μέλη αυτής και να βοηθηθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.
Αποτελεί σύνηθες φαινόμενο ο κληρονομούμενος κατά τη διάρκεια της ζωής του, να στερείται διάφορες απολαύσεις προκειμένου να διασφαλίσει κάποιες οικονομίες στους απογόνους του και μέλη της οικογενείας του ώστε να διευκολυνθεί η διαβίωσή τους.
Το αστικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι κάθε άτομο έχει δικαίωμα να καθορίζει την τύχη της περιουσίας μετά το θάνατό του, ορίζοντας τους κληρονόμους του. Ανεξαρτήτως των προσώπων που θα ορίσει ως κληρονόμους, τα μέλη της οικογένειάς του υπό προϋποθέσεις έχουν πάντοτε δικαίωμα στην κληρονομιά του θανόντος, όπως επίσης μπορούν να αντιταχθούν στην επιλογή του κληρονόμου από τον θανόντα εάν αυτή είναι αυθαίρετη ή θίγονται οι προσδοκίες που είχε η οικογένεια ενώ παράλληλα και το κράτος μπορεί να γίνει κληρονόμος, όταν δεν υπάρχουν μέλη της οικογένειας του θανόντος προκειμένου να τον κληρονομήσουν, έχοντας την δυνατότητα ακόμα και να επιβαρύνει με φόρους την κληρονομική διαδοχή.
Τα μέλη της οικογένειας του θανόντος μπορούν να έχουν δικαιώματα επί της κληρονομιάς του, με την α) εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή εφόσον το πρόσωπο δεν είχε συντάξει διαθήκη ή β) ως νόμιμοι μεριδιούχοι εάν ο θανόντας είχε προβεί σε επιλογή κληρονόμου αποκλείοντας από την κληρονομιά του ορισμένα μέλη της οικογένειας. Στην περίπτωση αυτή στην κληρονομιά συμμετέχουν μόνο α) ο σύζυγος, β) οι κατιόντες και γ) οι γονείς του κληρονομούμενο σύμφωνα με το άρθρ. 1825 ΑΚ.
Εάν ο κληρονομούμενος έχει αποβιώσει χωρίς διαθήκη, ενεργοποιείται ο θεσμός της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε αφήσει διαθήκη, ο νόμος ρυθμίζει την τύχη της περιουσίας του δεσμεύοντας μέρος αυτής υπέρ των στενών συγγενών και του συζύγου εφόσον αυτοί υπάρχουν, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης των συγγενών του θανόντος.
Υπάρχουν συγκεκριμένες μορφές διάθεσης της κληρονομιάς από τον θανόντα, οι οποίες είναι :α) η διαθήκη, β) η εγκατάσταση κληρονόμου ή καταπιστευματοδόχου και γ) η σύσταση κληροδοσίας.
Παράλληλα ο νομοθέτης προστατεύει και τους δανειστές του κληρονομούμενου τόσο στα δικαιώματα όσο και στις υποχρεώσεις του, ορίζοντας ότι όποιος αποκτά μερίδιο από την κληρονομιά επιβαρύνεται με τις υποχρεώσεις του κληρονομούμενου μέχρι το ενεργητικό της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 1901 ΑΚ.
Όπως προαναφέραμε το κράτος είναι συμμέτοχος στην κληρονομιά με την κλήση του δημοσίου στην έκτη τάξη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου κατά το άρθρ. 1824 ΑΚ όπως επίσης και με την επιβολή φόρου κληρονομιάς. συγκεκριμένα σύμφωνα με τη διάταξη 972 ΑΚ, όσοι αποβιώνουν χωρίς να έχουν κληρονόμος, τα περιουσιακά τους στοιχεία περιέρχονται στο δημόσιο.
Η διαθήκη αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με εξαίρεση μερικές δικαιοπραξίες εν ζωή ή αιτία θανάτου, που μπορεί να ρυθμίσει την τύχη τις περιουσίες του ατόμου μετά τον θάνατο του. Αποτελεί μονομερής μετακλητή δικαιοπραξία η οποία περιλαμβάνει την δήλωση βουλήσεως του διαθέτη προκειμένου να ρυθμίσει θέματα της κληρονομικής διαδοχής του.
Η δυνατότητα το άτομο να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία του μετά τον θάνατο του, κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθ. 5 παρ. 1 το οποίο αναφέρεται στην εκδήλωση του δικαιώματος της ανάπτυξης της προσωπικότητας και στο άρθρ. 17 παρ. 1 Σ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η διάθεση αιτία θανάτου αποτελεί άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Ωστόσο υπάρχουνε περιορισμοί στην άσκηση αυτού του δικαιώματος οι οποίοι προκύπτουν από την αρχή της προστασίας της οικογένειας αναγνωρίζοντας ο νομοθέτης κληρονομικά δικαιώματα τα οποία δικαιούνται οι συγγενείς, όπως αυτό της νόμιμης μοίρας.
Η δυνατότητα ενός ανθρώπου να συντάξει διαθήκη ασκώντας το δικαίωμα της διάθεσης της περιουσίες του, προϋποθέτει να έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία. Οι περιπτώσεις ανικανότητας ενός ανθρώπου να προβεί στην παραπάνω ενέργεια, περιγράφονται ειδικότερα στο άρθρ. 1719 ΑΚ και στην περίπτωση που συντρέχει μία εξ αυτών επιφέρεται ακυρότητα της μονομερώς δικαιοπραξίας δηλαδή της διαθήκης.
Στην ιδιόγραφη διαθήκη η δικαιοπρακτική ικανότητα πρέπει να υφίσταται από τη στιγμή της έναρξης της γραφής της διαθήκης, μέχρι την ολοκλήρωση και υπογραφή της σύμφωνα με το άρθρ. 1721 ΑΚ. Στη δημόσια διαθήκη η δικαιοπρακτική ικανότητα πρέπει να υφίσταται από την έναρξη της δήλωσης του διαθέτη η οποία είναι προφορική έως και την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης σύμφωνα με το άρθρ. 1730 ΑΚ και τέλος στην μυστική διαθήκη η ίδια ικανότητα πρέπει να υφίσταται από την εγχείρηση του εγγράφου της διαθήκης στο συμβολαιογράφο σύμφωνα με το άρθρ. 1738 ΑΚ, μέχρι και την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης κατά το άρθρ. 1743 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρ. 1733 παράγραφος 2 ΑΚ.
Σύμφωνα με το άρθρ. 1719 ΑΚ, το οποίο προαναφέραμε, ανίκανοι προς σύνταξη διαθήκης οποιουδήποτε είδους είναι: α) όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, β) όσοι τελούν υπό δικαστική συμπαράσταση, γ) όσοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή η οποία επηρεάζει αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησης του διαθέτη και τέλος δ) οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρ. 1723 ΑΚ και συγκεκριμένα όσοι είναι δ1) ανίκανοι για σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης, δ2) όσοι δεν μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφα επειδή έχουν πρόβλημα στην όραση και δ3) όσοι αντιγράφουν χωρίς να αντιλαμβάνονται αυτά τα οποία γράφει.