
Εκβίαση Άρθρο 385 – Ποινικός Κώδικας
- Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει άλλον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.
- Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 380 ΠΚ.
- Η εκβίαση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον. Αν την παραπάνω πράξη τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή
Η εκβίαση είναι ένα έγκλημα το οποίο στρέφεται κατά της περιουσίας και της ελευθερίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του παθόντος. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εννόμων αγαθών το οποίο αποτιμάται σε χρήμα, το σύνολο των δικαιωμάτων που ανήκουν σε ένα πρόσωπο και πραγματικών καταστάσεων που είναι αποτιμημένα σε χρήμα.
Η βασική μορφή του εγκλήματος της εκβίασης αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ παρ.1 στην πλημμεληματική του μορφή. Σύμφωνα με την διατύπωση του, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της εκβίασης απαιτείται ο δράστης να εξαναγκάσει το θύμα του υποχρεώνοντάς το, να βλάψει μόνος την περιουσία του προκειμένου να αποφύγει μια δυσμενή μελλοντική κατάσταση, ενώ σκοπός του παράλληλα είναι η απόκτηση από το ίδιο το θύμα ή από τρίτο πρόσωπο , η προσπόριση παράνομου περιουσιακού οφέλους.
Στο έγκλημα της εκβίασης απαιτείται ο δράστης να έχει εξαναγκάσει το θύμα στην πράξη, παράληψη ή ανοχή, με βία ή απειλή. Το θύμα δηλαδή θα πρέπει κάτω υπό το κράτος του εξαναγκασμού του δράστη να προβεί σε μια συμπεριφορά η οποία θα επιδράσει αρνητικά στην περιουσία του προκαλώντας την βλάβη και ζημία.
Κατά συνέπεια τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είναι: α) η πράξη εξαναγκασμού, β) ο επηρεασμός στη βούληση του θύματος, γ) η περιουσιακή διάθεση του θύματος ή τρίτου προς τον δράστη και δ) η περιουσιακή ζημία. Μεταξύ των προαναφερόμενων στοιχείων θα πρέπει να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, ενώ παράλληλα απαιτείται και ένα άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, το οποίο είναι η συμπεριφορά του δράστη, να προκαλέσει στον εαυτό του ή σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος. Δεν απαιτείται να είναι ολοκληρωμένη η εκβίαση προκειμένου να επέλθει το όφελος αλλά αρκεί να υπήρξε ζημία. Απαιτείται όμως από τη συμπεριφορά του δράστη να συνάγεται ότι θα μπορούσε να επέλθει περιουσιακό όφελος αντίστοιχο με τη ζημία που προκάλεσε και το όφελος αυτό να είναι παράνομο.
Ως προς τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος η συμπεριφορά του δράστη περιορίζεται σε δύο τρόπους τέλεσης και συγκεκριμένα: α) την βία και β) την απειλή. Η βία αποτελεί όρο της αντικειμενικής υπόστασης και συνάγεται ότι είναι ο εξαναγκασμός του δράστη απέναντι στο υλικό αντικείμενο ή κατά ανθρώπου ο οποίος με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να επηρεάσει την βούλησή του θύματος, προκειμένου να υιοθετήσει το ¨θέλω¨ του δράστη. Η βία αυτή διακρίνεται περαιτέρω σε άμεση εάν είναι επενέργεια σε ανθρώπινο σώμα και σε έμμεση βία εάν αυτή ασκείται κατά ανθρώπου, αλλά μέσω υλικού αντικειμένου.
Η απειλή είναι η εξαγγελία μελλοντικής δυσμενής κατάστασης κατά του θύματος ή τρίτου η οποία με τον τρόπο που παρουσιάζεται από τον δράστη, δημιουργεί την αίσθηση, ότι η επέλευση αυτού του δυσμενούς αποτελέσματος εξαρτάται από την βούληση του δράστη, ο οποίος εξωτερικεύει την απειλή με σκοπό να επηρεάσει την βούληση του θύματος προκειμένου να αποφύγει την δυσμενή μελλοντική κατάσταση διαμορφώνοντας την βούλησή του σύμφωνα με τα ¨θέλω¨ του.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 385 ΠΚ, αναφέρεται η απλή διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος στην κακουργηματική του μορφή. Και εδώ όπως και στο άρθρο 380 ΠΚ, το οποίο αναφέρεται στο έγκλημα της ληστείας, παρατηρούμε ότι με τα ίδια μέσα τελείται και η εκβίαση. Η διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στην ληστεία και την εκβίαση είναι το έννομο αγαθό. Στην ληστεία το έννομο αγαθό είναι η ιδιοκτησία ενώ στην εκβίαση η περιουσία, όπου απαιτείται ζημία αυτής, η οποία προϋποθέτει να έχει οικονομική αποτίμηση. Διακεκριμένη παραλλαγή είναι αν από την εκβίαση, επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη όπου απειλείται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως.
Τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της εκβίασης, είναι ο εξαναγκασμός με βία ή απειλή σε πράξη ή ανοχή. Η βία όπως προαναφέραμε είναι η σωματική βία όπως και στη ληστεία, η απειλή ή πρόκληση ενός παρόντος κακού η οποία προορίζεται να κάμψει την αντίσταση ενός προσώπου που είτε έχει εκδηλωθεί, είτε αναμένεται να εκδηλωθεί στο μέλλον με επίτευξη περαιτέρω σκοπού. Η βία διαφοροποιείται από τη βιαιοπραγία που δεν αποβλέπει κατ’ ανάγκη στην επίτευξη περαιτέρω σκοπού. Η βία διακρίνεται περαιτέρω σε απόλυτη βία η οποία παρεμποδίζει το σχηματισμό βούλησης που αποτελεί στοιχείο της πράξεως, μπορεί να επιτυγχάνει στην παρεμπόδιση μιας ειλημμένης βουλήσεως ενώ παράλληλα υπάρχει σαν βούληση αντιστάσεως η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω βίας. Ως μέσω τέλεσης της πρώτης παραγράφου που περιγράφεται στο άρθρο, μπορεί να είναι η εξαναγκαστική βία η οποία εμποδίζει την πραγμάτωση της σχηματισθείσας βουλήσεως δηλαδή ψυχολογική βία που διακρίνεται από την απόλυτη βία.
Η καταναγκαστική βία δεν περιλαμβάνει επενέργεια στο σώμα αλλά προσλαμβάνει άλλες μορφές. Η βία της παρ. 1 του άρθρ. 385 ΠΚ., μπορεί να είναι και μια μορφή βίας κατά πραγμάτων. Πρόκληση βλάβης σε πράγμα που εξαναγκάζεται ο παθών σε παροχή. Ως απειλή νοείται οποιοδήποτε είδους απειλή. Αυτή διακρίνεται από τη βία διότι δεν συνδέεται με βλάβη του παρόντος αλλά με εξαγγελία μελλοντικής βλάβης.
Το έγκλημα της εκβίασης είναι ένα γνήσιο πολύτροπο έγκλημα και μπορεί να στρέφεται κατά του ίδιου ή κάποιου τρίτου. Η απειλή και η βία πρέπει να αποβλέπουν στην επίτευξη περαιτέρω σκοπού. Το απειλούμενο έννομο αγαθό μπορεί να είναι η τιμή και η υπόληψη, η ιδιοκτησία, η περιουσία ακόμα τα προσωπικά δεδομένα κ.λ.π..
Αποδέκτης της απειλής μπορεί να είναι ο φορέας του εννόμου αγαθού της περιουσίας που προσβάλλεται, ενώ μπορεί να υπάρχει διάσταση του φορέα της απειλής και του περιουσιακού διαθέτη, όπου εδώ έχουμε το φαινόμενο της τριγωνικής εκβιάσεως.
Αποδέκτης του κακού μπορεί να είναι ο φορέας του εννόμου αγαθού κατά του οποίου στρέφεται η απειλή. Μπορεί να είναι ο ίδιος ο απειλούμενος αλλά συνήθως συγκεντρώνονται οι δυο αυτές ιδιότητες στο ίδιο πρόσωπο.
Η απειλή κατά του αποδέκτη δεν είναι αναγκαίο να είναι πραγματοποιήσιμη αλλά αρκεί ότι ο δράστης θέλει να είναι πραγματοποιήσιμη. Αν την απειλή δεν την προσλάβει ως σοβαρή ο αποδέκτης παραμένουμε στο στάδιο της απόπειρας.
Απειλές νόμιμης πράξης είναι όταν ο δράστης απειλεί το θύμα ότι θα προχωρήσει εναντίον του για παράδειγμα σε κάποια κατάσχεση. Αυτό δεν αποτελεί παράνομη απειλή και δεν στοιχειοθετεί το έγκλημα της εκβιάσεως. Κατ’ εξαίρεση όταν είναι μεν απειλή αλλά δεν συνιστά εκβίαση μπορεί να την συνιστά όταν επιδιώκεται άσχετος με την πραγματοποίηση της σκοπός όπου ο δράστης δεν έχει κανένα δικαίωμα.
Το βασικό έγκλημα της εκβίασης στην πλημμεληματική του μορφή, επιφέρει ποινή φυλάκισης από 1-5 έτη και επιπλέον χρηματική ποινή. Σε περίπτωση που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις στο πρόσωπο του δράστη, ή η εκβίαση βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας το πλαίσιο ποινής μειώνεται από 10 ημέρες έως 5 έτη. Περαιτέρω μείωση, μπορεί να υφίσταται, εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός λόγοι μείωσης της ποινής κατά το άρθρ. 83ΠΚ, όπου επιβάλλεται μόνο χρηματική ποινή.
Η εκβίαση είναι ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, έχοντας πενταετή παραγραφή έναρξη της οποίας αποτελεί ο χρόνος συμπεριφοράς, ενώ αδιάφορος παραμένει ο χρόνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος , της ζημίας, της περιουσιακής διάθεσης και το εξαναγκασμού του παθόντος.