
Διαδικασία ενώπιων των Επισκοπικών και Συνοδικών Δικαστηρίων.
Τα παραπτώματα των μελών της Εκκλησίας, εκδικάζονται από Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, στα οποία εφαρμόζονται διατάξεις τόσο του Κανονικού όσο και του Εκκλησιαστικού Δικαίου.
Η πολυετής πείρα μας σε υποθέσεις ανά την Ελλάδα, εγγυώνται το ευμενέστερο αποτέλεσμα, την τήρηση των διαδικασιών σύμφωνα με την εκκλησιαστική δικονομία αλλά και μια Δίκαιη Δίκη.
Δικηγόρος για Εκκλησιαστικό Δίκαιο
Εκκλησιαστική Δικονομία – Ποινικό
Οι δε γνωμοδοτήσεις που εκπονούνται αναλόγως την σοβαρότητα της υποθέσεως, αποτελούν κατευθυντήριες διεξόδους στον Δικαστή Αρχιερέα, ώστε να βοηθηθεί κρίνοντας ορθά την κάθε υπόθεση υπό το κράτος της θεραπείας και όχι της τιμωρίας
Η εκκλησία αποτελεί θεοίδρυτο οργανισμό .Τα μέλη της όμως είναι άνθρωποι και οι διαφορές που αναφύονται ανάμεσά τους χρήζουν ρύθμισης . Η τελευταία γίνεται από ένα σύνολο κανόνων το οποίο σε μεγάλο ποσοστό αποτελεί συνέχεια του βυζαντινού δικαίου και συγκροτεί ένα ιδιαίτερο τμήμα του εκκλησιαστικού δικαίου. Το Κανονικό Δίκαιο. Αυτό, εν αντιθέσει με το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου έχουν τον χαρακτήρα κανονιστικών ρυθμίσεων θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία ,αποτελεί περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αλήθειας, που φανερώνεται εν Αγίω Πνεύματι αυθεντικώς στην Εκκλησία και όχι της πεπερασμένης ανθρωπίνης γνώσεως της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως.
Δικηγόρος για Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο και Εγκλήματα
Με την επέμβαση λοιπόν της εκκλησίας προκειμένου να αποκατασταθεί η αρμονική τάξη και σύμφωνα πάντοτε με όσα ορίζουν οι ιεροί κανόνες, οι επιβαλλόμενες από αυτήν ποινές δεν έχουν χαρακτήρα τιμωρητικό ή εκδικητικό αλλά είναι προϊόν αγάπης και θεραπείας προς το μέλος της ,το οποίο έχει παρεκτραπεί. Άλλωστε, κατά το Νύσσ. 1, το εκκλησιαστικό έγκλημα λογίζεται ως νόσος της ψυχής, πλήττουσα εις τριπλούν αν λάβουμε υπόψιν την διαίρεσή της ψυχής σε λογικό, επιθυμητικό και θυμοειδές, οπότε η ίαση αυτής θα πρέπει να βρίσκει αντίκρυσμα αναλογικά για τα τρια αυτά μελη. Εφόσον μάλιστα, αυτός που παρεκτράπηκε αντιληφθεί το λάθος του, η εκκλησία αναγνωρίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία και πρωτίστως με αγάπη προς τον άνθρωπο μπορεί να χαρίσει ή να τροποποιήσει την ποινή έχοντας πάντοτε έναν παιδαγωγικό η επανορθωτικό σκοπό.
Ειδικότερα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον σωτηριολογικό σκοπό των κανόνων δικαίου των οποίων απώτερος στόχος είναι η σωτηρία της ψυχής των χριστιανών, ο οποίος οφείλει να συνυφαίνεται στενά και με τη θέληση του Θεού. Συνεπώς ο Νομοθέτης έχει υποχρέωση να κινηθεί εντός αυτού του πλαισίου, ενεργώντας πάντως σύμφωνα με ό,τι delege lata (και όχι delegeferenda) έχει θεσπιστεί εκ του Κανονικού Νομοθέτη, επεμβαίνοντας μόνο στην περίπτωση που δεν υφίσταται η δέουσα εναρμόνιση με τη θεία θέληση.
Η οργάνωση και η απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης τόσο στην εκκλησία της Κρήτης όσο και στην εκκλησία της Ελλάδος ρυθμίζεται από τις διατάξεις των νόμων 5383/1932 και 4957/2022 οι οποίοι κατά την ψήφιση τους προσπάθησαν να εναρμονίσουν την παράδοση της εκκλησίας με την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης έχοντας επηρεαστεί από το πολιτικό δίκαιο ως προς την διαδικασία αλλά και ως προς τις επιβαλλόμενες από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ποινές οι οποίες δεν έχουν αποκλειστικά πνευματικό χαρακτήρα και κάποιες από αυτές αναφέρονται σε στέρηση μισθού ή συντάξεως και επιβολής προστίμων.
Νομικό Καθεστώς και Εκκλησιαστικά Αδικήματα
Με το ισχύον νομικό καθεστώς η εκκλησία ασκεί εξουσία στα μέλη της αποδοκιμάζοντας τυχόν κολάσιμες πράξεις προερχόμενες εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούν αυτή τους την ιδιότητα κατά τον χρόνο τελέσεως του εκκλησιαστικού αδικήματος το οποίο μπορεί να είναι ελεγκτέο από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, με την επιβολή ποινών, οι οποίες όμως δεν θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με τη στενή έννοια του όρου της ποινής των πολιτικών δικαστηρίων αλλά ούτε του πειθαρχικού ελέγχου. Η εκκλησιαστική δικαιοσύνη είναι ένας ιδιόμορφος κλάδος του Νομικού Δικαίου διότι ο σκοπός της επιβολής της ποινής είναι θεραπευτικός, δηλαδή παιδαγωγικός, το οποίο συνάγεται από τον ρβ’ κανόνα της στ’ οικουμενικής συνόδου ο οποίος αναφερόμενος στις ποινές, τις αποκαλεί ως θεραπεία που επιδιώκει τη Σωτηρία του ασθενούς, Η εκκλησιαστική δικαιοσύνη αποτελεί έκφανση της θείας δικαιοσύνης που συνακόλουθα αποκαλύφθηκε από τον Χριστό, αλλά βιώνεται μέσω της εκκλησίας και διατυπώνεται όταν προκύπτει ανάγκη θεραπείας με χρήση των ιερών κανόνων ερμηνευομένων με ενατένιση στο αποτέλεσμα και στα πλαίσια αυτά φαίνεται να συστέλλεται το περιεχόμενο του προβλέποντος μεγαλυτέρα ποινή για την ίδια πράξη ιερού κανόνος έναντι του κανόνος που ελαφρότερα κρίνει αυτή (τελολογική συστολή κατά την έννοια της φιλοσοφίας του κοσμικού δικαίου)
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Θεολογία συνυπάρχουν και συμπορεύονται η ποιμαντική και η σωτηριολογία. Στο χώρο της ιεράς Παράδοσης επί τη βάσει της οποίας χαράσσεται η πορεία της Εκκλησίας, ενυπάρχουν οι ιεροί κανόνες. Συγκεκριμένα οι ιεροί κανόνες αποτελούν ποιμαντικά κείμενα, τα οποία αφορούν στη ρύθμιση προβλημάτων της Εκκλησίας και στην ορθή καθοδήγηση των μελών της, χωρίς να εκφράζουν κάποιο νομικό πνεύμα, αλλά την ποιμαντική αγωνία και μέριμνα της Εκκλησίας μέσω των ποιμένων της για τη λύτρωση και σωτηρία των μελών της, αλλά και την απομάκρυνση κάθε μορφής σαθρότητας από το σώμα της, διαφυλάττοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την ενότητά της.
Ιεροί Κανόνες στο Εκκλησσιαστικό Δίκαιο
Το σύνολο σχεδόν των ιερών κανόνων αναφέρεται σε ζητήματα εκκλησιαστικής ευταξίας, δικαιοδοσιών, του κλήρου, κύρους των χειροτονιών, συμπεριφοράς προς τους αιρετικούς, σε ατομικές παρεκτροπές, σε διαβλητές εκδηλώσεις κληρικών, και άλλα. Οι ιεροί κανόνες, που ορίστηκαν από την ίδια την Εκκλησίας με Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, άλλως η οδός η οποία μας φέρει στην απόκτηση της αυτογνωσίας, είναι θα λέγαμε μέτρα και βοηθήματα για την αποτίμηση της βαρύτητος των παραπτωμάτων, τη θεραπεία και την τελική ίαση των ψυχών από τα πάθη.
Η αξία, το κύρος και το αλάθητο των άνωθι ιερών κανόνων υποδηλώνεται και στον β’ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος οριοθετεί, εκάστοτε κανόνα, αποτρέποντας την παραχάραξη του γράμματος και του πνεύματος, καθώς και την αλλοίωση του περιεχομένου οποιουδήποτε κανόνα.
Η πενθέκτη οικουμενική σύνοδος αφού έλαβε υπόψη της τους κανόνες του μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης θέσπισε συνολικά 102 ιερούς κανόνες και με το ακροτελεύτιο άρθρο της, τον 102ο ιερό κανόνα, προσδιορίστηκε η φύση και ο χαρακτήρας των ιερών κανόνων αναφερόμενη παράλληλα και στον τρόπο προσεγγίσεως του εκκλησιαστικού ασθενούς μέλους της εκκλησίας αλλά και των θεραπευτικών μεθόδων όπως επίσης και στη μέθοδο εφαρμογής των κανονικών επιθυμιών.
Ο εκατοστός δεύτερος ιερός κανόνας διακρίνεται σε τρία τμήματα εκ των οποίων το πρώτο περιλαμβάνει τον ορισμό της αμαρτίας ως ασθένειας και τα κανονικά επιτίμια ως θεραπευτικά μέσα, το δεύτερο τον τρόπο που πρέπει να προσεγγισθεί το μέλος της εκκλησίας το οποίο νοσεί και το τρίτο τη θεραπευτική μέθοδο την οποία θα πρέπει να ακολουθήσει ο ποιμένας προκειμένου να εφαρμόσει τα επιτίμια με σκοπό τη θεραπεία του νοσούντος μέλους της εκκλησίας.
Πρόκειται για έναν πρωτεύοντα κανόνα επιτακτικού δικαίου που εμπεριέχει υψίστης σημασίας αρχές με σημαντικότερη εκείνη της εξατομίκευσης της ποινής, εξασφαλίζουσα στον εκπίπτοντα εκ της εννόμου τάξεως τη μη επιβολή αυστηρότερης της δέουσας ποινής. Κατά την αρχή αυτή οι επίσκοποι, έχοντας λάβει τις από τον Θεό εξουσίες του δεσμείν και λύειν οφείλουν πρωτίστως να προβαίνουν σε εξέταση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της τελεσθείσας πράξης και της προσωπικότητας του εκπίπτοντος και κατόπιν να επιβάλλουν στον αμαρτήσαντα-ασθενούντα την ποινή που του αντιστοιχεί, συνεξετάζοντας και την ετοιμότητά του προς τούτο, ήτοι τη διόρθωση της πράξης του, άρα και τη θεραπεία του, λειτουργώντας ως θεράποντες ιατροί συνάμα με την ιδιότητά τους ως εκκλησιαστικοί δικαστές ή εξομολόγοι.
Εν συνεχεία κατά τον εκατοστό δεύτερο ιερό κανόνα, ο πνευματικός ιατρός οφείλει να λάβει το ρόλο του καλού ποιμένος ο οποίος θα φροντίσει χωρίς ιδιαίτερη αυστηρότητα και σκληρότητα να εμφυσήσει στον αποκλίνοντα εκ της εννόμου τάξεως τις αρχές εκείνες που είναι απαραίτητες ώστε να πάψει να ασφυκτιά από τον αποπνικτικό κλοιό της αμαρτίας του συναισθανόμενος όμως και τον βαθμό της ενοχής του, διατηρώντας τις ισορροπίες. Στο σημείο αυτό ταιριάζει απολύτως η ρήση του Μ. Βασιλείου κατά την οποία «Αμφότερα τοίνυν είδεναι ημάς χρή, καί τα της ακριβείας, καί τα της συνήθειας, ‘έπεσθαι δε,επί των μη καταδεξαμένων την ακρότητα, τω παραδοθέντι τύπω, καθώς ό ιερός ημάς έκδιδάσκει Βασίλειος».
Πρόκειται στο σύνολό του για έναν κανόνα-εκδήλωση της παύλειας αρχής περί μη καταχρηστικής εφαρμογής και καταστρατήγησης του νόμου «καλός ό νόμος, έάν τις αυτώ νομίμως χρήται».
Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως πρόκειται για έναν κανόνα-υπηρέτη της αρχής της νομιμότητας όσο και της αρχής της μη αναδρομικότητας ή της κατ’ εξαίρεση αναδρομικότητας των ιερών κανόνων.
Συμπληρωματικώς, η εξέταση των ιερών κανόνων δια της ποινικής τους φύσεως και η θεώρηση αυτής ως κοινώς αποδεκτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η άμεση ή και όχι, απειλή εκκλησιαστικής ποινής στον εκάστοτε παραβάτη είτε τελέσεως είτε απόπειρας εκκλησιαστικού εγκλήματος εγκαθιδρύει το διττό του χαρακτήρος τους.
Ο σκοπός της Ποινής στο Κανονικό Δίκαιο
Ο σκοπός της ποινής, που αναζητείται στο Κανονικό Δίκαιο ως μέσο προς εξυπηρέτηση αναγκών που αφορούν στην ανθρώπινη συμβίωση, είναι ο σωφρονισμός του παραβάτη που διέπραξε το αδίκημα, η αναμόρφωση του χαρακτήρα του, η ανακοινωνικοποίησή του. Η ποινή λυτρώνει τον αδικημένο, αλλά αποκαθιστά και την κοινωνική ηθική τάξη. Τέλος, συντελεί στον εκφοβισμό και την αποθάρρυνση των επίδοξων εγκληματιών, πράγμα το οποίο αποτελεί μέσο παραδειγματισμού για το κοινωνικό σύνολο. Η Εκκλησία λοιπόν, επέβαλε τις διάφορες απαγορεύσεις – ποινές, τα επιτίμια σε αυτούς που θέλουν να μετανοήσουν, με σκοπό να βελτιωθεί ο ηθικός τους κόσμος. Ωστόσο, επειδή οι Ιεροί Κανόνες θεσπίστηκαν με θεία φώτιση και τιμωρητικά, μετατοπίζουμε στο σημείο αυτό το κέντρο του ενδιαφέροντος στον θεσμό της οικονομίας, της υπό προϋποθέσεις παρέκκλισης από το γράμμα των κανόνων, για να επέλθει η σωτηρία.
Συνοψίζοντας θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα πως οι ιεροί κανόνες προασπίζουν την εκκλησιαστική ενότητα, αλλά και την ορθόδοξη πνευματικότητα, ενεργώντας ως καθοδηγητές προς την ορθοπραξία, αξίες δίχως τις οποίες θα νεκρωνόταν η αλήθεια της χριστιανικής πίστης.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 230_2012 «Περί Εφημερίων και Διακόνων»
Νόμος 2690_1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45_1999)
Περί απονομής Εκκλησιαστικών Οφφικίων εν τη Εκκλησία της Ελλάδος» (Α΄ 300)
Νόμος περί εκκλησιαστικών Δικαστηρίων
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 305_2018 «Περί Εφημερίων και Διακόνων» (ΦΕΚ Α΄ 153_22.8.2018)