
Άρθρο 372
Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών· και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ενέργεια του ηλεκτρισμού, του ατμού και κάθε άλλη ενέργεια.
Η διάταξη του άρθρου 72 σχετικά με την παραπομπή του υπαιτίου σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και εδώ.
Άρθρο 374 (Διακεκριμένη κλοπή)
Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών.
Αν η κλοπή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.
Άρθρο 377 (Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας)
Αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
Στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου η ποινική δίωξη γίνεται μόνο ύστερα από έγκληση.
Το έγκλημα της κλοπής είναι κοινό θέμα βλάβης, στιγμιαίο υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης το οποίο στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού τις ιδιοκτησίες του παθόντος.
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής προϋποθέτει να συντρέχει υλικό αντικείμενο δηλαδή να υπάρχει ένα κινητό πράγμα, αυτό να είναι ξένο για τον δράστη το οποίο να το κατέχει κάποιος τρίτος έναντι του δράστη και ο δράστης να προβαίνει σε πράξη αφαίρεσης αυτού και περαιτέρω με την συμπεριφορά του να οδηγείται σε παράνομη ιδιοποίηση.
Η έννοια του πράγματος στο εν λόγω αδίκημα, ταυτίζεται με την περιγραφή του άρθρου 9 47 του αστικού κώδικα Το οποίο προσδιορίζεται ως το ενσώματο υλικό αντικείμενο, οι φυσικές δυνάμεις οι ενέργειες και κάθε τι το οποίο μπορεί να είναι δεκτικό εξουσίασης από άνθρωπο. Το εν λόγω έγκλημα προϋποθέτει την μετακίνηση του πράγματος από την παλαιά κατοχή του ιδιοκτήτη στην νέα του δράστη.
Όσο ξένο προϋποθέτει να ανήκει σε κάποιο έτερο πρόσωπο εκτός του δράστη φυσικό ή νομικό εν λόγω ή εν μέρει.
Ως αφαίρεση ακόμα συνάγεται η συμπεριφορά του δράστη με την απομάκρυνση του πράγματος χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου προκειμένου να καταληφθεί οι αρχικοί κάτοχοι από μια νέα η οποία θα είναι από τον δράστη.
Η αφαίρεση η οποία αναφέρεται στο άρθρο της κλοπής, είναι ο κατεξοχήν τρόπος διάπραξης του εγκλήματος. Η αφαίρεση συνιστά ούτε στην κατάλυση της ξένης ενοχής και στην κατάληψη της νέας. Ο δράστης ασκεί φυσηξει εξουσία του πράγματος και η φυσική κυριαρχία αυτή είναι η ταυτοποίηση της κατοχής. Κατά συνέπεια όταν θεμελιώνεται νέα κατοχή από τον δράστη αυτή είναι παράνομη.
Η κατοχή είναι οι θεληματικοί εξουσίαση κάποιου προσώπου έναντι εκείνη τοῦ πράγματος. Η κατοχή ολοκληρώνεται με την αφαίρεση δηλαδή με την πρόσκτηση τοῦ πράγματος και τη μετακίνηση αυτού στη σφαίρα εξουσίες του δράστη.
Κατοχή. Με την έννοια του αστικού δικαίου η κατοχή είναι η φυσική εξουσία του προσώπου σε σχέση με το πράγμα. Δεν συμπίπτει με την έννοια της κυριότητας αντίθεση στο αστικό δίκαιο όπου το συστατικό στοιχείο αποτελεί συστατικό του κυρίου ακόμα στο ποινικό τελεί φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Και κατά συνέπεια αυτός ο οποίος αφαιρεί ξένο πράγμα από άλλον τέλη κλοπή κατά του νόμιμου κατόχου. Η έννοια της κατοχής στο ποινικό δίκαιο συνάγεται με τη φυσική θεώρηση της εξουσίας και όχι κατά πλάσμα δικαίου όπως το αστικό. Η έννοια της κατοχής απαιτεί βούληση. Δηλαδή έχω εξουσία του πράγματος όταν το κατεχω αλλα οταν και εν δυνάμει μπορώ να έχω στην κατοχή μου.
Η υποκειμενική υπόσταση της κλοπής, απαιτεί αφενός για την πραγμάτωση της να συντρέχει δόλος οποιοδήποτε βαθμό και πέρα το να συντρέχει ο σκοπός της παράνομης ιδιοποίησης ως πρόσθετο στοιχείο της υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Ουσιαστικά η υπερχειλής υπόσταση αποτελεί την αποπεράτωση του εγκλήματος έλαια ο δόλος του δράστη πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της αφαίρεσης τοῦ πράγματος, ενώ παράλληλα κατά τον χρόνο που προβαίνει ο ίδιος στην πράξη της κλοπής θα πρέπει να έχει στο μυαλό του και τον σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης .
Η απόπειρα του εγκλήματος της σκοπής, απαιτεί την πλήρωση των υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος αλλά την μη ολοκλήρωση των αντικειμενικών. δηλαδή για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της κλοπής θα πρέπει ο δράστης να τελέσει μόνο τμήμα της αφαίρεσης. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη το νόμο 46 19 κάθε έτος 2010 9 του νέου ποινικού κώδικα ως προς την οριοθέτηση της απόπειρας ναι Οροθετείται μέσα στους όρους η συμπεριφορά του δράστη σε αντίθεση με τον προγενέστερο ποινικό κώδικα η οποία συναγόταν νομολογία ιακα με αποτέλεσμα να υπάρχει υπερβολική διεύρυνση του αξιοποίνου. Έτσι στο άρθρο 42 του ποινικού κώδικα ορίζεται πλέον ότι απόπειρα υφίσταται μόνο όταν αρχίζει η εκτέλεση της πράξης η οποία περιγράφεται στον νόμο.
Συμμετοχική δράση στο έγκλημα της κλοπής μπορεί να υπάρξει μόνο κατά τον χρόνο που τελεί ούτε η πράξη και την ολοκλήρωση της αφαίρεσης πράγματος. Πέραν από αυτήν δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της κλοπής για τον συμμέτοχο.
H κλοπή κατ εξακολούθηση σύμφωνα με το άρθρο 98 του ποινικού κώδικα, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίσταση αντιμετώπισης του εγκλήματος από τον ποινικό νομοθέτη, με την οποία στην περίπτωση πολλών πράξεων ο δράστης θα τιμωρηθεί με μία μόνο ποινή η οποία θα κυμανθεί εντός των ορίων της απειλούμενης ποινής για το βαρύτερο από τα επιμέρους εγκλήματα αφού λάβει υπόψη του τις μερικότερες πράξεις καλλιθέα απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι η επιμέρους πράξεις θα πρέπει να είμαι όμοιες ως προς τις συνθήκες τέλεσης και ο δράστης ναι συμπεριφέρεται με δόλο εξακολουθήσεις προς αυτές έπαιρνε
Η κλοπή μπορεί να πραγματοποιηθεί και με παράλειψη σύμφωνα με παλαιότερη νομολογία του ακυρωτικού μας, υποστηριζόταν η άποψη ότι η κλοπή είναι έγκλημα ενέργειας. Κατά το άρθρο 15 όμως υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ότι κάθε ενέργεια μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη εφόσον ο υπαίτιος είχε ήδη νομική υποχρέωση σε πια πράξη αποτροπής.
Στην κλοπή η ιδιοποίηση είναι στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης ενώ στην υπεξαίρεση αντιθέτως αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης.
Η απόπειρα κλοπής στοιχειοθετείτε όταν κάποιος έχει αποφασίσει να τελέσει έγκλημα. Παλαιότερη διατύπωση σύμφωνα με το άρθρο 42 του ποινικού κώδικα απαιτούσε αρχή εκτέλεσης. Όσο αρχή εκτέλεσης νοείται η αφαίρεση. Όταν η πράξη είναι σε στάδιο αρχή εκτέλεσης τότε έχουμε απόπειρα.
Το έγκλημα της κλοπής στη βασική του μορφή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από 10 ημέρες έως 3 έτη, η χρηματική ποινή. Ενώ στην περίπτωση της διακεκριμένης κλοπής ο νομοθέτης αν ποινή ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή διαμορφώνοντας έτσι το πλαίσιο από ένα έως 5 έτη επιβάλλοντας σωρευτικά και την επιβολή της χρηματικής ποινής.
Το αξιόποινο του εγκλήματος της κλοπής εξαλείφεται εάν ο δράστης σύμφωνα με το άρθρο 3 81 παράγραφος 2, απέδωσε ικανοποίησε πλήρως τον παθόντα, χωρίς να προκληθεί βλάβη τρίτου με τη θέλησή του και πριν εξεταστεί για πρώτη φορά από τις αρχές ως ύποπτος ή κατηγορούμενος ή με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα
Διακεκριμένη κλοπή άρθρο 3 74
Για ορισμένες μορφές νομοθέτης αναβάθμισε τα εγκλήματα από πλημμελήματα σε κακουργήματα. Έτσι το έγκλημα της κλοπής μετατρέπεται από πλημμέλημα σε κακούργημα το οποίο επιφέρει ποινή 10 έτη και χρηματική, αν αφορά πράγμα από το προορισμό σε θρησκευτική λατρεία και όχι μόνο να προορίζεται αλλά να έχει και επιστημονική όπως επίσης και καλλιτεχνική και αρχαιολογική σημασία δηλαδή απαιτεί 2 επιπλέον στοιχεία ακόμα ο υπαίτιος να αφαιρέσει πράγμα καλλιτεχνικής φύσεως, ιστορικής αρχαιολογίας και αντικείμενα με ιδιαίτερη διάσταση που είναι σε συλλογή ή σε ιδιαίτερο ίδρυμα, η αξία των αφαιρεθέντων να υπερβαίνει τα 120.000 € και άνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο.