
Αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί. Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος.
Ποτέ δεν θεωρείται οτι συντρέχει μια απο τις παραπανω περιπτώσεις, αν περασε ολη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. Τα εγκλήματα που τελούνται από ανηλίκους δεν δικάζονται ως αυτόφωρα. Με την παρούσα διάταξη άρ. 242 του νέου ΚΠΔ, ίδια σχεδόν με την προϊσχύσασα 1 άρ. 242 (με απάλειψη μόνον της προηγούμενης παρ. 3, που όριζε ότι τα εγκλήματα που τελούνται διά του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα), ρυθμίζεται γενικά το αυτόφωρο έγκλημα, πότε χαρακτηρίζεται αυτόφωρο και ποια η διάρκεια αυτού.
Από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του Συντ. συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας. Έτσι στο πλαίσιο αυτό της συνταγματικής προστασίας του ατόμου από αυθαίρετες καταδιώξεις και συλήψεις από μέρους της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να γίνει μία σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικό οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η σύλληψη να στηρίζεται σε διάταξη νόμου και β) η σύλληψη να εκτελείται με βάση αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα δικαστικής αρχής και όχι της εκτελεστικής εξουσίας.
Η απαγόρευση αυτή σύλληψης και φυλάκισης κάμπτεται στην περίπτωση των αυτόφωρων εγκλημάτων, ο ορισμός των οποίων γίνεται στην παρ. 1 της παρούσας διάταξης, υπό στενό χρονικό όριο από τη διάπραξη, χάριν της ταχείας αποκατάστασης της έννομης τάξης και της αποτελεσματικότερης προστασίας των έννομων αγαθών, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντ. Επί αυτόφωρων κακουργημάτων και πλημμελημάτων, όχι δε και επί πταισμάτων, που καταργούνται, όπου εφαρμόζεται το άρθρο 409, υποχρέωση να συλλάβουν το δράστη (και όχι απλώς τον ύποπτο δράστη), έχουν, είτε βρίσκονται σε ώρα υπηρεσίας ή όχι, ο εισαγγελέας, οι γενικοί και ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι και κάθε αστυνομικό όργανο, χωρίς να χρειάζεται άδεια του ανωτέρου τους ή παραγγελία εισαγγελέα· οι δε πολίτες, οποιοιδήποτε, παθόντες ή τρίτοι, μόνο δικαίωμα έχουν και όχι υποχρέωση, με περαιτέρω υποχρέωση άμεσης παράδοσής τους στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή ή στον εισαγγελέα. Στα αυτόφωρα επίσης δικαίωμα έχει ο εισαγγελέας να εκδίδει ένταλμα σύλληψης, κατά τα άρθρα 275, 276, 277, δυνάμενος και να το ανακαλεί ή να το καταργεί οποτεδήποτε και το οποίο ισχύει όσο διαρκεί και ο χρόνος του αυτόφωρου αδικήματος, που απώτατο όριο είναι ολόκληρη η επόμενη ημέρα (24 ώρες), από την ημέρα τέλεσης της πράξης, ανεξάρτητα από την ακριβή ώρα τέλεσης, με ανώτερο το 48ωρο. Στο διαρκές έγκλημα ο χρόνος της παρ. 2 αρχίζει από τότε που έπαυσε να υπάρχει η παράνομη κατάσταση.
Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, που συλλαμβάνεται ο δράστης επ’ αυτοφώρω στην τελευταία πράξη, πρέπει να μην εισάγεται στην αυτόφωρη διαδικασία, ούτε για την τελευταία πράξη, γιατί ο καταδικασθείς θα στερηθεί της ενιαίας ποινής. Ο συλλαμβανόμενος επ’ αυτοφώρω δεν δικαιούται άμυνας, αφού η σύλληψή του δεν είναι παράνομη. Επί αυτόφωρων στρατιωτικών τη σύλληψη μπορούν να κάνουν μόνο ο εισαγγελέας και οι κατά τα άρθρα 33, 34 ανακριτικοί υπάλληλοι (άρ. 201 ΣΠΚ και 243 παρ. 2 ΚΠΔ).
Η ιδιαιτερότητα της επ’ αυτοφώρω συνοπτικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 417, 218 επ. ΚΠΔ, έναντι της κοινής τοιαύτης, έγκειται μόνο στο ότι αποτέμνεται το στάδιο της προδικασίας και λαμβάνει χώρα συντόμευση της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, αφού η διεξαγωγή της δίκης αμέσως μετά την τέλεση του πταίσματος ή του πλημμελήματος, επί των οποίων επιτρέπεται η διαδικασία αυτή, καθιστά ευχερέστερη τη συγκέντρωση των αποδείξεων και την αποκατάσταση της διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης, η δε στο ακροατήριο συζήτηση κατά τα λοιπά, όπως ορίζεται στο άρθρο 422 ΚΠΔ, γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ που ισχύουν για όλα τα εγκλήματα.
Από τις διατάξεις του ανωτέρω Κώδικα προβλέπεται αυτόφωρη διαδικασία, που έχει ως συνέπεια ότι οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα συνεδριάζει ή μπορεί να συνεδριάσει το αρμόδιο δικαστήριο, του οποίου η αρμοδιότητα προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την κατηγορία, όπως προφορικώς γνωστοποιείται από τον Εισαγγελέα στον κατηγορούμενο, αυτό μπορεί να επιληφθεί της εκδίκασης του αυτόφωρου εγκλήματος και δεν αναφέρεται ούτε προβλέπεται αυτόφωρο δικαστήριο στον ΚΠΔ· για λόγους ρύθμισης της εσωτερικής λειτουργίας τους γίνεται περί αυτού μνεία στους εσωτερικούς κανονισμούς ορισμένων Πρωτοδικείων.
Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το έγκλημα δεν έχει καταληφθεί επ’ αυτοφώρω ή ότι ύστερα και από την αναβολή που έδωσε, σύμφωνα με το άρθρο 426 παρ. 2, οι αποδείξεις δεν είναι επαρκείς, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, δηλαδή στον Εισαγγελέα για την επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Απώτατο χρονικό σημείο που μπορεί να θεωρηθεί ότι το έγκλημα είναι αυτόφωρο και επομένως μπορεί να συλληφθεί ο δράστης, είναι να μην έχει παρέλθει και ολόκληρη η επόμενη ημέρα εκείνης της τέλεσης της πράξης, εκτός αν πρόκειται για διαρκές έγκλημα, οπότε η τέλεση διαρκεί μέχρι να αρθεί η παράνομη κατάσταση.
Ζήτημα συνταγματικότητας και προσβολής της δίκαιης δίκης έχει γεννηθεί αν το έγκλημα μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο μπορεί να εισαχθεί σε αυτόφωρη διαδικασία με σύλληψη του οφειλέτη, ενόψει του ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού, με το άρ. 3 παρ. 1α του ν. 3953/2011, σε εκτέλεση του από 3-5-2010 μνημονίου συνεννόησης, ορίστηκε ότι εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα 20 μηνών επί πλημμελήματος· ήτοι χαρακτηρίστηκε το εν λόγω έγκλημα από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές. Όμως το εθνικό συμφέρον της Χώρας, για εξυπηρέτηση των επιτακτικών εισπρακτικών αναγκών του κατάχρεου Δημοσίου, ενόψει της μεγάλης οικονομικής κρίσης, των αναγκαστικών μνημονίων που έχουν ψηφιστεί και της μαζικής απροθυμίας να πληρώσουν τα χρέη τους, μη έχοντες, αλλά και έχοντες χρήματα, δικαιολογούν την επέκταση της αυτόφωρης διαδικασίας και στα ως άνω οικονομικά εγκλήματα.
Αυτόφωρο είναι το έγκλημα και όταν η πράξη έγινε πρόσφατα· θεωρείται δε ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης, αυτουργός ή συμμέτοχος, δεν καταλήφθηκε τη στιγμή τέλεσης, αλλά καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη, από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Σε περιπτώσεις οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, που διαπράττεται στο διαδίκτυο ή μέσω αυτού και εφόσον προσδιορίζεται επακριβώς η ημεροχρονολογία που διαπράχτηκε, θα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρ. 242 ΚΠΔ και δεν θα θεωρείται ότι συντρέχει αυτόφωρη διαδικασία, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης ή θα θεωρείται ως έγκλημα που τελείται διά του τύπου και θα αντιμετωπίζεται ως διαρκές αυτόφωρο. Στη δεύτερη περίπτωση και εφόσον ο υπαίτιος συλληφθεί και η πράξη εξακολουθεί να υφίσταται στο Διαδίκτυο και υποβληθεί εκ νέου έγκληση ή μήνυση για το ίδιο θέμα, θα αντιμετωπιστεί ξανά με την ίδια διαδικασία.
Πηγή: Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας / Άρθρο 242. Αυτόφωρο έγκλημα.