
Δικηγόρος για Απάτες - Ηλεκτρονική - Τραπεζική
Απάτη 386 π κ.
1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.
2.Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη.».
Το έγκλημα της απάτης, όπως άλλωστε και κάθε άλλο έγκλημα το οποίο αναφέρεται στο ειδικό μέρος του ποινικού δικαίου, αποτελείται από δύο στοιχεία. Την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Έγκλημα της Απάτης – Βασικά Στοιχεία
Το έγκλημα της απάτης στην αντικειμενική του υπόσταση, περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία. Αυτά είναι: α) την πράξη εξαπάτησης, β) την πλάνη, την πειθώ δηλαδή της οποίας δέκτης μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, γ) την περιουσιακή διάθεση και δ) την βλάβη του παθόντος, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στα παραπάνω στοιχεία, όπως επίσης και με το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου και τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Ωστόσο υπάρχει ένα ακόμα άγραφο στοιχείο στη συμπεριφορά του δράστη. Προκειμένου να υπάρξει τετελεσμένη απάτη, δεν απαιτείται να έχει επέλθει το όφελος στον δράστη, αλλά αρκεί και η ζημία, ενώ παράλληλα απαιτείται η συμπεριφορά του δράστη να είναι πρόσφορη να αποκομίσει περιουσιακό όφελος αντίστοιχο με την ζημία την οποία έχει προκαλέσει.
Ο νέος ποινικός κώδικας αναφέρει ρητά πλέον, ότι σκοπός του δράστη πρέπει να είναι η αποκόμιση αυτού ή άλλου, παράνομου περιουσιακού οφέλους από τη βλάβη της περιουσίας.
Ως αντικειμενική προϋπόθεση είναι το όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης να προέρχεται από την περιουσία του παθόντος και όχι από άλλο πρόσωπο.
Η αντικειμενική υπόσταση περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία δεν είναι εμφανής εκ πρώτης όψεως. Συγκεκριμένα, η πράξη εξαπάτησης απαιτείται να περιλαμβάνει την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ο δράστης δηλαδή, πρέπει να πείσει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή το θύμα. Από την παραπλάνηση αυτή που θα προκαλέσει ο δράστης, θα πρέπει ο παραπλανηθείς να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και να υποστεί βλάβη στην περιουσία του, δηλαδή να έχει προκληθεί η περιουσιακή διάθεση και να υπάρχει ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην πράξη και στο αποτέλεσμα που θα επέλθει.
Ωστόσο, η προκληθείσα πλάνη, δεν είναι αντικειμενικό στοιχείο. Η πλάνη όμως, μολονότι είναι υποκειμενικό στοιχείο, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης.
Στοιχείο της Αντικειμενικής Υπόστασης στο Έγκλημα της Απάτης
Στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, είναι η παράσταση ψευδούς γεγονότος ως αληθινού. Η έννοια του γεγονότος είναι ότι περιστατικό του παρόντος ή παρελθόντος και αν ακόμα δεν υποπίπτει στις αισθήσεις είναι δεκτικό απόδειξης και μπορεί να ελεγχθεί δικονομικά. Δεν νοείται όμως ως γεγονός, κάτι που συμβαίνει μόνο στον ψυχικό κόσμο του δράστη. Για αυτό η πλάνη όσο είναι στο μυαλό του δράστη, δεν έχουμε την δυνατότητα να γνωρίζουμε αν έχει πραγματοποιηθεί ή όχι ακόμα.
Όταν όμως εξωτερικευτεί λαμβάνει μια εξωτερική υπόσταση και διαπιστώνουμε εκ των πραγμάτων ότι έχουμε μια πλάνη. Η πλάνη είναι εσωτερικό μεν γεγονός και αποκτά αντικειμενική υπόσταση επειδή ο πλανώμενος προβαίνει σε περιουσιακή διάθεση. Η πλάνη δείχνει πως για να υπάρχει απάτη θέλει πνευματική επικοινωνία με φυσικό πρόσωπο, ενώ παράλληλα, πρέπει να οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση. Μπορεί να υφίσταται περιουσιακή διάθεση χωρίς όμως να υπάρχει περιουσιακή ζημία. Για να υπάρχει περιουσιακή διάθεση θα πρέπει η συμπεριφορά ευθέως να οδηγήσει στην περιουσιακή διάθεση. Αν οδηγεί έμμεσα, δεν στοιχειοθετείτε το έγκλημα της απάτης.
Ο Διακεκριμένος Ποινικολόγος Ελευθέριος Χατζηδημητρίου έχει αναλάβει σε δεκάδες υποθέσεις την έγκληση για κακουργηματική απάτη.
Υπό τον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα, ως γεγονός αναφέρεται το γεγονός του παρόντος ή του παρελθόντος και έτσι αποκλείονταν τα εσωτερικά γεγονότα και κατ’ επέκταση αποκλειόντουσαν επίσης και τα μελλοντικά γεγονότα. Κατά την πάγια νομολογία του ΑΠ, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πράξη εξαπάτησης όταν αναφερόμασταν σε ένα μελλοντικό γεγονός. Εάν όμως η παράσταση του μελλοντικού γεγονότος συνοδευόταν από ισχυρισμούς οι οποίοι ενάγονται στο παρόν ή το παρελθόν τότε υφίσταται πράξη εξαπάτησης.
Άλλη περίπτωση που δεν υπάρχει παράσταση γεγονότος είναι οι διάφορες αξιολογήσεις. Οι αξιολογήσεις εμπεριέχονται σε κείμενα, γνωμοδοτήσεις για παράδειγμα νομικών και οικονομικών μελετών κλπ. Εξαίρεση αποτελεί αν διατυπώσουμε έναν ισχυρισμό που μπορεί να ελεγχθεί τότε αυτό δεν είναι παράσταση γεγονότος.
Στον νέο ποινικό κώδικα δεν ορίζεται η έννοια του γεγονότος. Τα γεγονότα αυτά πρέπει να παρασταθούν με πράξεις εξαπάτησης. Μια συμπεριφορά με την οποία ένα διανόημα περιέχεται σε γνώση άλλου φυσικού προσώπου. Η παράσταση αυτή συγκροτεί μια θετική ενέργεια. Μια θετική συμπεριφορά με τρείς τρόπους δηλαδή παράσταση ψευδών γεγονότων, αθέμιτη απόκρυψη και αθέμιτη παρασιώπηση. Η απάντηση μπορεί να τελεστεί και με τους τρείς τρόπους και κατά συνέπεια η απάτη, είναι ένα πολύτροπο έγκλημα. Οι τρόποι αυτοί μπορούν να υπαλαχθούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ότι με όποιον τρόπο και να την τελέσει κάποιος τότε μόνο ένα έγκλημα υπάρχει. Είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό σε αντίθεση με την πλαστογραφία.
Ένας άλλος τρόπος τέλεσε στο εγκλήματος της απάτης, είναι η απόκρυψη του αληθινού γεγονότος. Με την ενέργεια αυτή δημιουργείται η παράσταση στο θύμα παρέχοντάς του ψευδείς πληροφορίες ενώ με την απόκρυψη του ο δράστης ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίσει το θύμα να προσλάβει τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου γνωρίζει την πραγματικότητα της κατάστασης. Η απόκρυψη η οποία είναι θετική ενέργεια και όχι παράλειψη Συνιστά πράξη εξαπάτησης μόνο όταν αυτή είναι αθέμιτη. Μια συμπεριφορά δηλαδή που ο δράστης δεν νομιμοποιεί λέτε να κάνει. Αθέμιτη είναι μια συμπεριφορά όταν απαγορεύεται από τον ίδιο τον νόμο.
Το επόμενο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, είναι η πειθώ. Θα πρέπει δηλαδή να δημιουργηθεί στο θύμα η πλάνη Ώστε να συνδράμει στο σχηματισμό της βουλητικής απόφασης για την περιουσιακή διάθεση του θύματος. Κατά συνέπεια με την πειθώ θα επιτευχθεί η εξαπάτηση δηλαδή θα επιδράσει στην συνειδησιακή βούληση του αποδέκτη προκειμένου ο δράστης να επιφέρει το αποτέλεσμα που επιθυμεί.
Πράξη της Περιουσιακής Διάθεσης – Άρθρο 386
Η πράξη της περιουσιακής διάθεσης η οποία τυποποιείται στο άρθρο 386 με την πράξη, παράλειψη ή ανοχή θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ελαττωματική βούληση της πλάνης του διαθέτη. Η πράξη ως προς την περιουσιακή διάθεση θα πρέπει να είναι δικαιοπραξία. Θα πρέπει αυτή να επιδρά άμεσα στην περιουσία την οποία θα μεταβάλει αρνητικά. Ως πράξη μπορεί να θεωρηθεί μια θετική ενέργεια ενώ ως παράλειψη θεωρείται μια αδράνεια του πλάνο μενού ο οποίος παραλείπει να ενεργήσει προκειμένου να προστατέψει την περιουσία του. Η ανοχή ερμηνεύεται ως μια μορφή αδράνειας και αυτή.
Προκειμένου να θεωρηθεί η απάτη τετελεσμένο έγκλημα, θα πρέπει να υπάρξει άμεση μεταβολή στην περιουσιακή κατάσταση. Η περιουσιακή ζημία θα πρέπει να υπόκειται σε μείωση της αξίας της και κατά συνέπεια απώλεια δικαιώματος ή οικονομικής αξίας.
Τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της απάτης λογίζονται ως υποκειμενικά μόνο όταν αναφέρονται στον υπό κρίση δράστη. Αυτά πρέπει να εμπεριέχουν ένα τουλάχιστον στοιχείο εξωτερίκευσης. Αν ο παθών δεν εξωτερικεύσει την πλάνη του, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτός έχει πλανηθεί. Τόσο η πλημμεληματική απάτη όσο και η κακουργηματική, ο ποινικολόγος με ειδίκευση και πείρα εξετάζει όλες τις λεπτομέρειες και στοιχεία της υπόθεσης.
Η πλάνη, μολονότι είναι υποκειμενικό στοιχείο, διεθνώς αντιμετωπίζεται ως αντικειμενικό. Στην περίπτωση της απάτης υπάρχει και ένα ακόμη στοιχείο στην αντικειμενική υπόσταση. Αυτό το στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης είναι ότι για να υπάρχει απάτη ο δράστης πρέπει να θέλει να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος από ξένη περιουσία. Αν δεν υπάρχει ο σκοπός που αναφέρεται στο άρθρο δηλαδή αυτός του παρανόμου περιουσιακού οφέλους η πράξη δεν είναι καν άδικη.
Η απάτη είναι ένα έγκλημα μετάθεσης περιουσίας και όχι απλά ένα έγκλημα βλάβης της περιουσίας. Αν η ζημία προκληθεί από αμέλεια του είναι αστική φύσεως ζημία. Υπάρχει σχέση υλικής αντιστοιχίας όταν το σκοπηθέν περιουσιακό όφελος προέρχεται από βλάβη σε περιουσία. Η νομοθετική διάταξη, δεν απαιτεί μετάθεση περιουσίας με τρόπο μη επί δοκιμαζόμενο.
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της απάτης απαιτείται να μετέχουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα. Ως έγκλημα είναι πολύτροπο και για να στοιχειοθετηθεί απαιτείται να αποκομίσει όφελος ο δράστης ή άλλως. Επίσης πρέπει να υπάρχει και περιουσιακή διάθεση λόγω της πλάνης η οποία πρέπει να ταυτίζεται όπως ελέχθει προηγουμένως με το πρόσωπο του θύματος.
Στην απάτη πλανώμενος και διαθέτων πρέπει να ταυτίζονται.
Η απάτη είναι ένα έγκλημα αυτοβλάβης. Ο ίδιος ο παθών βλάπτει την περιουσία του. Η περιουσιακή διάθεση μπορεί να τελούνται από άλλες διαδοχικές πράξεις και από πολλά πρόσωπα.
Υποκειμενικό στοιχείο, είναι εάν έχει προβεί πλάνη χωρίς να το ξέρουμε και δεν έχει εξωτερικευθεί όπου εδώ υπάρχει απόπειρα απάτης.
Απάτη Ποινικός Κώδικας
Το έγκλημα της απάτης στην πλημμεληματική του μορφή τιμωρείται με φυλάκιση από 10 ημέρες έως 5 χρόνια και με χρηματική ποινή. Στις περιπτώσεις που υπάρχει απόπειρα απάτης ή κάποια ελαφρυντική περίσταση ο δικαστής έχει δικαίωμα να μειώσει την ποινή κατά το ελάχιστο όριο αυτής επιβάλλοντας και μόνο την χρηματική. Το άρθρο 405 παρ. 2 και 3 ΠΚ, θεσμοθετεί λόγους άρσης του τιμωρητού, προκειμένου να υπάρξει μια μεταστροφή του δράστη μετά την τέλεση του εγκλήματος είτε με την εξάλειψη του αξιοποίνου ή με την απαλλαγή του από την ποινή. Η έμπρακτη μετάνοια μπορεί να εξαλείψει ή και να μειώσει το αξιόποινο της πράξεως. Η ικανοποίηση του παθόντος ακόμα πρέπει να γίνει με την καταβολή του κεφαλαίου, τους τόκους και των εξόδων. Διαφορετική μεταχείριση θα έχει ο δράστης εάν ικανοποιήσει το θύμα πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, ή μετά από την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο.