
- Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
- Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη.
Με την παρούσα διάταξη του νέου ΠΚ διατηρείται η υπάρχουσα στον προϊσχύσαντα 1 ΠΚ μορφή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης βλάβης της ανθρώπινης ζωής. Με την παρούσα διάταξη προστατεύεται το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Στη ζωή περιλαμβάνεται και η ζωή ενός εμβρύου. Στοιχεία του εγκλήματος: Αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου. Αντικειμενική και Υποκειμενική Υπόσταση: Για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής ανθρώπου μόνον, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο. Την αντικειμενική υπόσταση πληροί όποιος καθ’ οιονδήποτε τρόπο σκοτώνει, προκαλεί αιτιωδώς τον θάνατο, αφαιρεί με οποιοδήποτε τρόπο, με ενέργεια ή και με παράλειψη οφειλόμενης κατά το άρθρ. 15 ΠΚ ενέργειας, τη ζωή ετέρου προσώπου.
Ανθρωποκτονία μπορεί να γίνει και με έμμεση αυτουργία, ακόμα και με ώθηση κάποιου σε αυτοκτονία. Αφαίρεση ζωής μπορεί να γίνει με όπλο, με μαχαίρι, με βόμβα, με κτύπημα με ξύλο, σίδερο, σιδερογραθιά και άλλους οποιουσδήποτε θετικούς τρόπους. Μπορεί να γίνει ακόμα και με δηλητηρίαση, με έκθεση σε συνθήκες που προκαλούν τον θάνατο, ρήψη σε πηγάδι, έκθεση σε ασιτία ή με αναπνοή δηλητηριωδών αερίων, με πρόκληση σόκ ή καρδιακής προσβολής, με τη μετάδοση θανατηφόρας ασθένειας, με σπρώξιμο στο γκρεμό, ρήψη στο κενό από ύψος και στη θάλασσα, με σκηνοθέτημένο ατύχημα.
Δόλος.
Υποκειμενικούς απαιτείται άμεσος δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαίρεσης της ζωής άλλου ανθρώπου ή έστω την αποδοχή ενός τέτοιου ενδεχόμενου αποτελέσματος. Ο δόλος γενικά διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τιςειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη· πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου και αρκεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ως άνω ανθρωποκτονίας και ενδεχόμενος δόλος. Ο δόλος είναι είτε άμεσος, όταν ο δράστης επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα και περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου, είτε ενδεχόμενος. Ο δόλος γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη- ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος- πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου (έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητας), και αρκεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ως άνω ανθρωποκτονίας και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει όταν, παρότι ο δράστης θεώρησε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξης ή παράλειψής του το θάνατο άλλου, εντούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση αυτού. Βεβαίως απαιτείται προς τούτο να διακριβωθεί ότι ο δράστης θέλησε την πράξη του και στην περίπτωση ακόμη που ήθελε επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέβλεψε. Η αποδοχή, ειδικότερα, του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο.
Για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή, για την επιβολή της πρόσκαιρης κάθειρξης, πέντε έως δεκαπέντε ετών, αντί της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 52 ΠΚ).
Ο δόλος στην ανθρωποκτονία που ως κακούργημα τελείται κατ’ άρθρο 26 του ΠΚ πάντοτε από πρόθεση έχει δύο διαβαθμίσεις- ήτοι υπάρχει ο προμελετημένος (της παρ. 1) και ο απρομελέτητος (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης. Γι’ αυτό και απαιτείται ειδική αιτιολογία ότι ο δράστης-κατηγορούμενος ευρίσκετο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση είτε μόνο κατά την απόφαση είτε μόνο κατά την εκτέλεση ή να εκτίθεται προμελέτη η οποία λογικώς αποκλείει την ψυχική ορμή. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 311 ΠΚ, «Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη». Έτσι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται πρόκληση οποιοσδήποτε διαβάθμισης σωματικής βλάβης των άρθρων 308-310 ΠΚ, για την οποία, ως βασικού εγκλήματος, πρέπει να υπάρχει δόλος του δράστη, η βλάβη δε αυτή να είχε ως επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, που οφειλόταν μεν σε αμέλεια αυτού κατ’ άρθρο 28 ΠΚ, ως προς το εδ. α’, με επιδίωξη δε της βαρειάς σωματικής βλάβης, όταν υπάρχει δηλαδή άμεσος δόλος· ως προς το εδ. β’, η θανάτωση του παθόντα ήταν στην πρόθεση του δράστη, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, τότε πρόκειται για ανθρωποκτονία με πρόθεση. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, 11 συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ. Υποκειμενικώς δε ο προμελέτη μένος δόλος, έστω και ενδεχόμενος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου και για τον οποίο (προμελετημένο δόλο) απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, αν και το τελευταίο δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο.
Η ανθρωποκτόνα πρόθεση του δράστη δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διάφορων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δρόστη-θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση της βολής, το μέρος του σώματος που τυχόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη. Ο δόλος δηλαδή της ανθρωποκτονίας πρέπει να συνάγεται από ενδείξεις εμπειρικό παρατηρήσιμες, όπως είναι λ.χ. τα μέσα που χρησιμοποίησε ο δράστης, το μέρος του σώματος στο οποίο κατηύνθυνε την ενέργειά του, η ένταση της πράξης, η απόσταση που υπήρχε μεταξύ δράστη και θύματος, η κατεύθυνση του πλήγματος κ.λπ.
Αν υπάρχει διαζευκτικός δόλος ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης, υπερισχύει ο δόλος της ανθρωποκτονίας.
Ο ενδεχόμενος δόλος συνίσταται στο ότι, παρά το γεγονός ότι ο δράστης θεώρησε ως πιθανό αποτέλεσμα της ενέργειας ή παράλειψής του το θάνατο άλλου, παρά ταύτα δεν απέστη, αλλά προχώρησε, επιδοκίμασε και αποδέχτηκε έτσι το ενδεχόμενο αυτό αποτέλεσμα πραγμάτωσης της πράξης του.
Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο Ποινικός Κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί πρώτα μεν ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και δεύτερο ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή εκφράζει το βουλητικό στοιχείο του δόλου και υποδηλώνει τη συγκατάθεση του δράστη στην επέλευση του αποτελέσματος, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν το αποτέλεσμα που προέβλεψε ως πιθανό, του ήταν επιθυμητό ή όχι. Σε όσες όμως περιπτώσεις ο δράστης προέβη στην πράξη του, αν και δεν επιθυμούσε πράγματι το αποτέλεσμα, το βουλητικό στοιχείο αναζητείται στην εκ μέρους του στάθμιση των αιτίων που τον ώθησαν και του σκοπού που επιδίωξε, προκειμένου να κριθεί αν αυτά συνιστούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την αποδοχή του. Έτσι, η αποδοχή αυτή, στην οποία αποτυπώνεται ο ψυχικός σύνδεσμος του δράστη με το παράνομο αποτέλεσμα, πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται και δεν τεκμαίρεται από το βαθμό πιθανότητας με την οποία τούτο προβλέφθηκε. Ο βαθμός αυτός, όταν μάλιστα αξιολογείται ως ιδιαίτερα υψηλός, παρέχει ισχυρή ένδειξη για την ψυχική στάση του δράστη και συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, ουδέποτε όμως υποκαθιστά το βουλητικό στοιχείο του δόλου.
Με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία προς ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου πρέπει να διακριβωθεί, το μεν, ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της πράξης του ή της παράλειψής του, το δε, ότι το αποδέχθηκε. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση, ότι ο δράστης, μολονότι προείδε αυτό ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αναδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα εν λόγω δύο στοιχεία είναι ισότιμα και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν πράξεις ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παραβίαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προαπαιτείται και η διαπίστωση, ότι ο υπαίτιος κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξης ή της παράλειψής του, δεν απώθησε από τη συνείδηση του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε ως δυνατό να επέλθει και εντεύθεν το επιδοκίμασε.
Απόπειρα ανθρωποκτονίας
Είναι νοητή η απόπειρα ανθρωποκτονίας, αν δεν πραγματώθηκε η ανθρωποκτονία, από λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του δράστη, σύμφωνα με την αποφασισθείσα από το δράστη πράξη, είτε της παρ. 1, είτε της παρ. 2, και δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα. Απόπειρα νοείται και διά παραλείψεως.
Για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται ο δράστης να προβεί σε ενέργεια που αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην ολοκλήρωσή του ή τελεί προς αυτήν σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα της που οδηγεί αμέσως προς αυτήν, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιοδήποτε λόγο.
Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς έκβασής της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υπόστασης, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντα, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη.
Απόπειρα συνιστά η αποφασισθείσα, αλλά μη ολοκληρωθείσα πράξη και δη αυτή που βρίσκεται μεταξύ των προπαρασκευαστικών πράξεων και της ολοκλήρωσης. Στοιχεία της απόπειρας είναι: α) η αρχή εκτέλεσης της πράξης, β) ο δόλος και γ) η μη ολοκλήρωση της πράξης. Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση τελείται σε απόπειρα, όταν εκείνος που αποφάσισε να σκοτώσει άλλον, επιχειρεί με πρόθεση πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του. Ως τέτοια πράξη θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 του ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς έκβασής της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υπόστασης, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντα, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Έτσι, ως αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος αυτού θεωρείται και ο πυροβολισμός από μικρή απόσταση προς το σώμα του άλλου. Αν ο έχων ανθρωποκτόνο δόλο τέλεσε μόνο σωματική βλάβη, κρίνεται σύμφωνα με την αποφασισθείσα από αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας και όχι από το αποτέλεσμα. Απόπειρα έχουμε, όταν ανακοπεί η πορεία για τη διάπραξη του εγκλήματος και δεν ολοκληρωθεί, από οποιοδήποτε λόγο, που πάντως πρέπει να είναι ανεξάρτητος από τη θέληση του δράστη. Επί συρροής απόπειρας και τετελεσμένης ανθρωποκτονίας, κατά του ίδιου προσώπου, λ.χ. τραυματισμός με τον πρώτο πυροβολισμό και αμέσως νέος επιτυχής ανθρωποκτόνος πυροβολισμός, σημαίνει διάπραξη μόνο μίας πράξης, της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Μπορούμε να έχουμε δύο πράξεις, στην προηγούμενη περίπτωση, αν μεταξύ του πρώτου πυροβολισμού και του δεύτερου υπάρξει ειρήνευση, περάσουν δηλαδή αρκετές ώρες ή ημέρες ή αν γίνουν σε διαφορετικό τόπο.
Βρασμός ψυχικής ορμής
Βρασμός ψυχικής ορμής, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 299 ΠΚ, είναι κάθε ψυχική υπερδιέγερση από την απότομη και αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, όπως π.χ. οργής, φόβου, μίσους, ζήλειας, αγανάκτησης κ.λπ., η οποία ψυχική υπερδιέγερση αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην τέλεση της πράξης και συγκρατούν από αυτήν, χωρίς όμως να φθάνει μέχρι του σημείου ώστε να προκαλεί διατάραξη της συνείδησης, η οποία επιφέρει στέρηση της ικανότητας ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 34 και 36 του ΠΚ. Κατά την Εισηγητική Έκθεση του νέου ΠΚ, στην έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής δεν υπάγεται μόνο η αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος ή πάθους, όπως ερμηνεύθηκε μέχρι σήμερα και γίνεται δεκτό από τη νομολογία, αλλά κάθε υπερδιέγερση συναισθήματος ή πάθους, εφόσον αποκλείει την ήρεμη σκέψη, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε. Ο βρασμός ψυχικής ορμής είναι κάτι λιγότερο από έλλειψη καταλογισμού και κάτι περισσότερο από ελαττωμένο καταλογισμό. Για την ύπαρξη του στοιχείου βρασμού της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη ή μη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή, οποιαδήποτε, να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 δεν θέτει κανένα περιορισμό ως προς τα αίτια που προκαλούν το βρασμό ψυχικής ορμής· επομένως, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τόσο τα σθενικά (θυμός, οργή, μίσος, εκδίκηση, αγανάκτηση, απελπισία, ζηλοτυπία κ.λπ.), όσο και τα ασθενικά συναισθήματα στους γενεσιουργούς λόγους πρόκλησης του βρασμού. Ο ποινικός νομοθέτης όμως δεν θέτει ως προϋπόθεση πρόκλησης του βρασμού ψυχικής ορμής την αιφνίδια υπερένταση ή υπερδιέγερση του οποιουδήποτε συναισθήματος ή πάθους, πλην κατά τη νομολογία μέχρι σήμερα οι προϋποθέσεις αυτές εμπεριέχονται στην ίδια την έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής.
Ο βρασμός ψυχικής ορμής δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε δικαιολογημένη ή σε σοβαρή αιτία, ούτε αποκλείεται να οφείλεται σε υπαιτιότητα του δράστη ή και του θύματος· συνήθως έχει μικρή διάρκεια, αλλά δεν αποκλείεται, ανάλογα με τις περιστάσεις και το θυμικό του δράστη, να διαρκέσει και ώρα ή ώρες, αρκεί να έχει συνέχεια, να μη μεσολαβήσει δηλαδή διακοπή ηρεμίας.
Ο ελαττωμένος καταλογισμός είναι κάτι το μείζον έναντι του βρασμού ψυχικής ορμής.
Απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ.
Συμμετοχή
Είναι δυνατή οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής στην ανθρωποκτονία, κατά τα άρθρα 45-47 ΠΚ. Περί της τυπικής κατάργησης στο νέο ΠΚ της διάκρισης της συνέργειας, σε απλή και άμεση συνέργεια, και τη διαφοροποίηση μόνο της ποινικής αντιμετώπισης του άμεσου σύνεργού, βλ. ερμηνεία άρθρου 47 νέου ΠΚ.
Άμεσος συνεργός στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι εκείνος, που ηθελημένα παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κύριας πράξης, θέτοντας το θύμα στη διάθεση του φυσικού αυτουργού, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν μεβεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε.Ο δόλος του άμεσου σύνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδρομή του καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης.
Απλή συνέργεια – συνέργεια (άρθρο 47 ΠΚ):
Απλός συνεργός, υπό το νέο ΠΚ, λεγόμενος συνεργός, σε τελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό.
Ο δόλος του σύνεργού, όπως και κάθε συμμέτοχου, είναι διπλός και περιλαμβάνει και καλύπτει τόσο γνωσιακά όσο και βουλητικά αφενός μεν την παροχή συνδρομής στο δράστη της κυρίας πράξης προς τέλεση αυτής, αφετέρου δε και την τέλεση της κυρίας πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του σύνεργού είναι δυνατόν να είναι και ο ενδεχόμενος του άρθρου 27 παρ. 1 β’ του ΠΚ, εκτός εάν ο νόμος για το έγκλημα απαιτεί ειδική μορφή δόλου, οπότε αυτή απαιτείται και για τον σύνεργό. Ο διπλός δόλος του σύνεργού σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως περιλαμβάνει το μεν τη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξης, που αντικειμενικά συνιστά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας της τέλεσης απ’ αυτόν της άδικης πράξης αυτής, το δε τη βούληση ή αποδοχή του να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος. Επειδή στο κακούργημα της ανθρωποκτονίας από απρομελέτητο δόλο, του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, δεν απαιτείται ειδική μορφή δόλου, είναι δυνατή η συνδρομή ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο του απλού σύνεργού ως προς τον ένα από τους δύο δόλους ή και ως προς αμφότερους. Η συνδρομή του σύνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Ψυχική συνδρομή αποτελεί και η ενίσχυση και ενθάρρυνση του αυτουργού στην απόφαση που ήδη έχει λάβει να τελέσει ορισμένο έγκλημα, που μπορεί να πραγματωθεί με την παροχή σ’ αυτόν, πριν από την πράξη, υπόσχεσης για βοήθεια κατά την τέλεση της πράξης ή και συγκάλυψη αυτής και απόκρυψη των αντικειμένων της, δύναται δε να παρασχεθεί και με την ενεργό παρουσία του σύνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει ήδη λάβει για την τέλεση της πράξης, καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος ή υπόσχεσης για την απομάκρυνση του αυτουργού από τον τόπο του εγκλήματος ή την εξάλειψη των ιχνών του. Η υλική συνδρομή συντελείται με υλικές πράξεις, όπως η μεταφορά του αυτουργού στον τόπο του εγκλήματος. Για την εξ υποκειμένου στοιχειοθέτηση της συνέργειας δεν είναι ανάγκη ο συνεργός να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της πράξεως και ιδίως πότε, πού, καθώς και υπό ποιες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί αυτή από τον αυτουργό της πράξης. Όσον αφορά τον απλό δόλο, όταν απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. άμεσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του ή όταν γίνεται δεκτός ενδεχόμενος δόλος.
Συνεργός σε τετελεσμένη ή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως είναι όποιος, με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση, παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του σύνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξης που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία από πρόθεση) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του σύνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του σύνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του.
Η προθεσμία της παραγραφής για την κακούργηματική πράξη της συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι εκείνη των είκοσι ετών, αφού προβλέπεται γι’ αυτήν και η βαρύτερη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ανεξάρτητα από το ότι η βαρύτερη αυτή ποινή μπορεί να επιβληθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει η ανωτέρω αναφερόμενη προϋπόθεση. Δηλαδή ο χρόνος παραγραφής για την πράξη αυτήν κρίνεται με βάση την αφηρημένως για το έγκλημα της ολοκληρωμένης ανθρωποκτονίας με πρόθεση προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης και όχι με την κατ’ αρχήν προβλεπόμενη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, αφού άλλως οι διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 και 47 παρ. 2 ΠΚ θα παρέμεναν ανεφάρμοστες.
Πηγή: Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Ποινικού Κώδικα / Άρθρο 299. Ανθρωποκτονία με δόλο.