
Η «κατασκευή» ιδιόγραφης διαθήκης
Οι ιδιόγραφες διαθήκες, ως η έγγραφη τελευταία βούληση του διαθέτη για την τύχη της περιουσίας του μετά το θάνατό του, αποτελεί έγγραφο υψίστης σημασίας και αξίας αλλά συγχρόνως και πρόκληση για την σύνταξή της από πρόσωπο άλλο από αυτό του διαθέτη προς σφετερισμό της κληρονομιαίας περιουσίας ιδίως όταν αυτή είναι αξιόλογη. Ο πλαστογράφος επιχειρεί την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μιας ιδιόχειρης διαθήκης διακατεχόμενος από ηδονιστικό υπολογισμό και κατά συνέπεια σε απολογισμό οφέλους της αδιάθετης περιουσίας κάποιου θανόντος ανεξάρτητα από την τελευταία βούλησή του, την οποία επιδιώκει να προσβάλλει ή την διάσωση αυτής από τους δανειστές του πλαστογράφου εξ αδιαθέτου κληρονόμου.
Συνήθως, είναι εγχειρήματα από άτομα από το πλησιέστερο συγγενικό ή το μακρινό περιβάλλον του διαθέτη, από εκείνα που τον υπηρετούν στους Οίκους Ευγηρίας ή σε Θεραπευτήρια, από το υπηρετικό ή νοσηλευτικό προσωπικό που υπηρετούν στη κατοικία του και από άτομα άγνωστα και ξένα με σκοπό το σφετερισμός της περιουσίας του. Εμφανίζονται έτσι ιδιόγραφες διαθήκες στις οποίες διακρίνεται η προσπάθεια απομίμησης αλλότριας γραφής και καθίσταται εμφανής, όσο επιτυχής και αν είναι. Η πλαστότητα των ιδιόγραφων διαθηκών εμφανίζεται με διάφορες μορφές και πραγματοποιείται με ποικίλους τρόπους, νεοφερμένους και συχνά άγνωστους ακόμη και στους ειδικούς γραφολόγους ερευνητές. Φαίνεται όμως, ότι ο τρόπος και η τεχνική απόδοσης μιας πλαστής ιδιόχειρης διαθήκης καθορίζεται από τα υλικά που διαθέτει ο πλαστογράφος, δηλαδή αν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στη γνήσια γραφή του φερομένου διαθέτη. Τούτο βέβαια απορρέει από τη σχέση που πιθανόν υπήρχε μεταξύ του φερομένου διαθέτη και του πλαστογράφου. Είναι ευνόητο ότι ορισμένα πρόσωπα του εγγύτερου συγγενικού περιβάλλοντος έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να κατέχουν έγγραφα με τη γνήσια γραφή του φερόμενου διαθέτη, ενώ άλλα πρόσωπα έχουν ελάχιστες δυνατότητες και τα άγνωστα καμία απολύτως.
Πολλές περιπτώσεις πλαστών ιδιόγραφων διαθηκών συναντώνται σήμερα σε περιοχές της ελληνικής περιφέρειας, οι οποίες κάποτε εγκαταλείφθηκαν λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης του πληθυσμού από αυτές τις άγονες επαρχιακές περιοχές. Τα τελευταία χρόνια όμως ανευρίσκονται περιπτώσεις πλαστών ιδιόχειρων διαθηκών που έχουν τελεστεί από πρόσωπα εντελώς άγνωστα και αδιάφορα ή απλώς γνωστά, μεμονωμένα ή οργανωμένα σε ομάδα, που αποβλέπουν στο σφετερισμό της ξένης περιουσίας, δηλαδή στην πραγματική αρπαγή της και με ολέθριες συνέπειες.
Τα τελευταία επίσης χρόνια εντός των πλαισίων της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, πολλοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, δεδομένου ότι βαρύνονται οι ίδιοι και όχι ο κληρονομούμενος, με τραπεζικά χρέη ή με χρέη προς το Δημόσιο και Ασφαλιστικούς φορείς, καταφεύγουν στην μέθοδο της κατασκευασμένης εξ ολοκλήρου ιδιόγραφης διαθήκης, στην οποία φέρεται ο διαθέτης να εγκαθιστά κληρονόμους συνήθως τέκνα ή συζύγους των κατάχρεων κληρονόμων του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και μη υφισταμένης αντιδικίας, ουδέποτε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πρόκειται να προσβληθούν οι πλαστές αυτές διαθήκες.
Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη
Στην § 3 του άρθρου 808 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε ως κατωτέρω με την § 2 του άρθρου έκτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται ότι: «3. Η κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας γίνεται με πράξη του αρμόδιου για τη δημοσίευσή της ειρηνοδίκη, εφόσον πιθανολογηθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Όταν η διαθήκη δημοσιεύθηκε από προξενική αρχή, αρμόδιος για να την κηρύξει κύρια είναι ο ειρηνοδίκης του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Όταν με ιδιόγραφη διαθήκη ορίζεται αποκλειστικά κληρονόμος πρόσωπο που δεν είναι σύζυγος του διαθέτη ή δεν έχει με τον διαθέτη συγγενική σχέση τουλάχιστον τέταρτου βαθμού, διατάσσεται γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη. Στην περίπτωση αυτή καλείται υποχρεωτικά, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, το Ελληνικό Δημόσιο». Η ρύθμιση αυτή, η οποία αντικαθιστά την καταργούμενη πρώτη παράγραφο του άρθρου 77 ν. 4182/2013 αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του τελευταίου22, έχει, ενόψει των συνεπειών της κήρυξης ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας, ως ratio την καταπολέμηση του φαινομένου των πλαστών διαθηκών και τη διαφύλαξη του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου στην έκτη τάξη. Ουσιαστικά μεταφέρθηκε στο άρθρο αυτό η διάταξη του άρθρου 77 § 1 εδ. β’ του ν. 4182/2013.
Εξάλλου, σύμφωνα μεν με τη διάταξη του άρθρου 1771 εδάφιο α’ ΑΚ: «για τη δημοσίευση της διαθήκης συντάσσεται πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη και βεβαίωση για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των εξωτερικών ελαττωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 1721 § 4», σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1774 του ίδιου Κώδικα: «όποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη να την εμφανίσει για δημοσίευση στο πρωτοδικείο είτε της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη είτε της δική του διαμονής. Η δημοσίευση γίνεται κατά το άρθρο 1771. Η διάταξη του άρθρου 1772 εφαρμόζεται και σ’ αυτή την περίπτωση», και τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1777 του πιο πάνω Κώδικα, «ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κύρια τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον απ’ αυτούς που διεκδικούν δικαιώματα απ’ αυτήν και κάποιον απ’ αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξη της».
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η διαδικασία δημοσίευσης της διαθήκης, που επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον και, ειδικότερα, την ασφάλεια των συναλλαγών, αποτελεί υποχρέωση του αρμόδιου δικαστή, εφόσον φέρει τα τυπικά στοιχεία διάταξης τελευταίας βούλησης, πρόκειται, δηλαδή, για υποστατή έστω και άκυρη διαθήκη ή διαθήκη που έχει ανακληθεί, έστω και αν τα δικαιώματα απ’ αυτή έχουν παραγραφεί λόγω της παρέλευσης μακρού χρόνου από το θάνατο του διαθέτη, παράλληλα δε, βεβαιώνεται ο θάνατος του διαθέτη ή η κήρυξη του σε αφάνεια. Η δημοσίευση διαθήκης, που αποτελεί θεσμό δημόσιας τάξης και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να αποκλειστεί, αναβληθεί ή ρυθμιστεί από την ιδιωτική βούληση κατά τρόπο διαφορετικό, γίνεται μετά την ανάγνωση της στο ακροατήριο -παρά τη μη μνεία αυτής της ανάγνωσης στο οικείο άρθρο 1771 ΑΚ- με καταχώριση της (ολόκληρης) στα πρακτικά του δικαστηρίου, στα οποία βεβαιώνονται και όλα τα εξωτερικά της ελαττώματα, δηλαδή προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο, διαγραφές, παρεγγραφές, ξέσματα ή άλλα εξωτερικά ελαττώματα (επί μυστικής, επίσης, διαθήκης βεβαιώνεται και το αλύμαντό των σφραγίδων). Στη ρύθμιση αυτή συνηγορεί ο σκοπός δημοσίευσης της διαθήκης, συνιστάμενος στην αποτροπή αλλοίωσης του πρωτοτύπου της μετά τη δημοσίευση της, καθώς και στην εξασφάλιση απόδειξης της σύνταξης και του περιεχομένου της στην περίπτωση απώλειας ή (ολικής ή μερικής) καταστροφής του πρωτοτύπου της.
Μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί η ιδιόγραφη διαθήκη να κηρυχθεί κύρια, με απόφαση του αρμόδιου για τη δημοσίευσή της ειρηνοδίκη, είτε συγχρόνως με τη δημοσίευση της, που είναι σύνηθες στην πράξη, είτε μεταγενέστερα, μετά από υποβολή σχετικής αίτησης, είτε με αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στην εκκρεμή διαδικασία δημοσίευσης της εν λόγω διαθήκης, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση της πιθανολόγησης της γνησιότητας της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη.
Με την κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κύριας δεν παράγεται τεκμήριο γνησιότητας αυτής υπέρ του επικαλουμένου αυτή, που οφείλει να αποδείξει τη γνησιότητα της. Μαχητό τεκμήριο ως προς τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη, που είναι δεσμευτικό για όσους βλάπτονται από τη διαθήκη, δημιουργείται μόνο αν επί πέντε έτη από τη δημοσίευσή της δεν αμφισβητηθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτήν και κάποιον που βλάπτεται από την ύπαρξη της. Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υποχρεωτικά από τον ειρηνοδίκη μόνον αν κληρονόμος είναι αποκλειστικά τρίτος ήτοι όχι σύζυγος ή συγγενής έως τετάρτου βαθμού και δεν διατάσσεται αν ο εξωτικός είναι συγκληρονόμος με τους παραπάνω. Προκρίθηκε όπως η συγγένεια του τετιμημένου με τον διαθέτη, πέραν της οποίας διατάσσεται υποχρεωτικά η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, να περιορίζεται μέχρι τον 4° βαθμό εξ αίματος (πρώτα εξαδέλφια) ή εξ αγχιστείας.
Η έκθεση του πραγματογνώμονα, όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εκτιμάται ελεύθερα, και επομένως η κρίση του δικαστή ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου της έκθεσης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται (κάτι που βέβαια δεν θα ίσχυε στην περίπτωση της έκδοσης πράξης, όπως στην προκειμένη περίπτωση) και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Το πόρισμα της έκθεσης του πραγματογνώμονα, που θα εκδοθεί, δεν δεσμεύει τον ειρηνοδίκη, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν και ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. Και βέβαια δεν αποκλείεται και εδώ η εξέταση μαρτύρων, τους οποίους ο αιτών την κήρυξη της διαθήκης ως κυρίας, έχει τη δυνατότητα να εξετάσει για την απόδειξη του αποδεικτέου θέματος. Αν ο ειρηνοδίκης διαπιστώσει με βάση την έκθεση του πραγματογνώμονα, ότι η διαθήκη είναι πλαστή, θα πρέπει να απορρίψει την αίτηση κήρυξής της ως κυρίας με πράξη του, η οποία βέβαια προσβάλλεται με την ανακοπή των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ από τον έχοντα άμεσο προς τούτο έννομο συμφέρον. Εννοείται βέβαια ότι και την περίπτωση του διορισμού πραγματογνώμονα από τον ειρηνοδίκη, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 391 ΚΠολΔ περί διορισμού τεχνικού συμβούλου από τους διαδίκους, η έκθεση του οποίου θα εκτιμηθεί ελεύθερα από τον ειρηνοδίκη, ο 35 οποίος πάντως έχει τη δυνατότητα να αποστεί από την έκθεση του πραγματογνώμονα και να ακολουθήσει την πειστικότερη κατ’ αυτόν έκθεση του τεχνικού συμβούλου .
Πηγή : Γ. Σχοινοχωρίτης, Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη στην ιδιόγραφη διαθήκη, σε: ΕλλΔνη 1/2018, σ. 30-35