Κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομιά, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1836 ΑΚ την αγωγή (μέμψης άστοργης δωρεάς) ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα. Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή, καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει. Με το εδάφιο β’ της προκειμένης διάταξης παρέχεται διαζευκτική ευχέρεια στον δωρεοδόχο εναγόμενο με αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς να αντιτάξει στον ενάγοντα μεριδούχο στην περί τούτου δίκη το δικαίωμα καταβολής ή προσφοράς της αξίας του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς.
Η τυχόν άσκηση αυτού του δικαιώματος από τον δωρεοδόχο εναγόμενο υποχρεώνει το δικαστήριο να δεχθεί το εν λόγω αίτημα και να εκδώσει απόφαση (διαπλαστική) με διαζευκτική καταδίκη, εφόσον γίνει δεκτή η μέμψη, ήτοι να υποχρεώσει τον δωρεοδόχο εναγόμενο να καταβάλει στον μεριδούχο ενάγοντα το ισάξιο του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθ. 1835 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή δεν οφείλονται τόκοι επί του ισαξίου του ελλείποντος μέρους της νόμιμης μοίρας. Και τούτο διότι οι τόκοι επί του ισαξίου του ελλείποντος μέρους της νόμιμης μοίρας αποκλείονται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1836 ΑΚ, αλλά και αυτή του άρθρου 1837 ΑΚ αφού, κατά το τελευταίο αυτό άρθρο προϋπόθεση της ενοχής και για τους καρπούς του πράγματος, από του θανάτου του κληρονομουμένου, στους οποίους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 961 ΑΚ, περιλαμβάνεται και ο τόκος, είναι η ανατροπή της δωρεάς, η οποία αναγκαίως δεν επέρχεται, αν ο δωρεοδόχος ασκήσει το ως άνω δικαίωμα, προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή, καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει, όπως ορίζει το εδάφιο β’ του άρθρου
- ΑΚ. Δηλαδή, στην περίπτωση της μέμψης άστοργης δωρεάς ο νόμος (άρθ.
- ΑΚ) εξαρτά την επιδίκαση των καρπών του ελλείποντος της νόμιμης μοίρας από την ανατροπή της δωρεάς, άλλως δεν επιδικάζονται. Σύμφωνα, επομένως, με το άρθρο 1837 ΑΚ, ο δωρεοδόχος εναγόμενος εξομοιούται με τον κακής πίστης νομέα (άρθ. 1098 ΑΚ) και ενέχεται και για τους συλλεγέντας και συλλεκτέους καρπούς, όπως η έννοια των καρπών και των ωφελημάτων ορίζεται στα άρθρα 961 και 962 ΑΚ, μόνο του αυτουσίως, λόγω μέμψης, μεταβιβαζομένου κατά κυριότητα και νομή στον μεριδούχο ενάγοντα, κληρονομιαίου πράγματος, όχι δε και για τους τόκους του ισαξίου σε χρήμα αυτού, που προσφέρεται να καταβάλλει ο δωρεοδόχος, για να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς. Επομένως, στην τελευταία περίπτωση, ο ενάγων δεν δικαιούται τόκων υπερημερίας επί του άνω ποσού από το θάνατο του κληρονομουμένου (ΑΠ 510/2000, ΑΠ 837/1989).
ΑΠ 700/2022 Α1 Τμ.