
Καζαζάκης, Κρυπτονομίσματα και Πτωχευτικό Δίκαιο. Νομική θεώρηση σε εσωτερικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με παράθεση διεθνούς νομολογίας, σε: ΕλλΔνη 6/2022, σ. 1623-1646
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ταχεία ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και υπολογιστικών εφαρμογών που επιτρέπουν τη δημιουργία νέων τύπων άυλων περιουσιακών στοιχείων με τη δική τους αξία και χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων εντάσσονται και τα κρυπτονομίσματα, με κυριότερα εξ αυτών τα Bitcoin, Dogecoin, Ethereum, Ripple, Litcoin κ.λπ., τα οποία έχουν καταστεί δυνατά χάρη στην τεχνολογία «blockchain». Η εξασφάλιση ανωνυμίας, η δυνατότητα παροχής μη αναστρέψιμων συναλλαγών, η απεξάρτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου από «έμπιστους» τρίτους φορείς, η μείωση ή και εκμηδένιση του κόστους διαμεσολάβησης ενίσχυσαν την υιοθέτηση των ψηφιακών νομισμάτων εν γένει ως νέου αποκεντρωμένου ηλεκτρονικού συστήματος πληρωμών (peer to peer) και ως νέου μέσου συναλλαγών, αντικαθιστώντας τον ρόλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με την κρυπτογραφία. Η αύξηση του όγκου των διενεργούμενών συναλλαγών μέσω κρυπτονομισμάτων, η δημιουργία εξειδικευμένων ψηφιακών πλατφορμών για αγορά αυτών ή για φύλαξη ψηφιακών πορτοφολιών τρίτων προσώπων, η υψηλή μεταβλητότητα της αξίας των κρυπτονομισμάτων ανάλογα με την εκάστοτε προσφορά και τη ζήτηση του κοινού, σε συνδυασμό με την έλλειψη συγκεκριμένου ρυθμιστικού πλαισίου και την ελλιπή προστασία των τυχόν επενδυτών, συνθέτουν ένα πεδίο οικονομικής δραστηριότητας που είναι ιδανικό αφενός μεν για επίτευξη γρήγορου κέρδους, παρά το υψηλό ρίσκο αυτής ως προς την επέλευση ζημίας και την απώλεια οποιουδήποτε κεφαλαίου, αφετέρου δε για τη διενέργεια παράνομων δραστηριοτήτων (όπως ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, απάτες, εκβιασμούς κ.λπ.).
Ο όρος «κρυπτονομίσματα» είναι ένας όρος πλαίσιο που καλύπτει μια σειρά από ψηφιακά νομίσματα, που λειτουργούν και βασίζονται στη τεχνολογία του blockchain. To blockchain είναι ένα διανεμημένο καθολικό, το οποίο καταγράφει όλες τις συναλλαγές και τα έξυπνα συμβόλαια για ένα κρυπτονόμισμα ή μια πλατφόρμα. To blockchain αναπαράγεται σε πολλούς χιλιάδες κόμβους παγκοσμίως. Η αλυσίδα των επιμέρους μπλοκ είναι ένα δημόσιο αρχείο συναλλαγών με χρονολογική σειρά, η οποία και διαμοιράζεται μεταξύ όλων των χρηστών και χρησιμοποιείται για να επαληθεύσει την μονιμότητα των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα και μη και για να αποτρέψει διπλές δαπάνες.
Κάθε επιμέρους μπλοκ είναι συνώνυμο με τις ψηφιακές σελίδες ενός καθολικού, το οποίο λέγεται και λογιστικό βιβλίο, στο οποίο και φυλάσσονται τα αμετάβλητα δεδομένα που σχετίζονται με το δίκτυο. Ουσιαστικά, ένα μπλοκ είναι ένα αρχείο στην αλυσίδα των μπλοκ, το οποίο και περιέχει και επικυρώνει πολλές συναλλαγές σε αναμονή. Κάθε δέκα λεπτά, κατά μέσο όρο, ένα νέο μπλοκ που συμπεριλαμβάνει συναλλαγές επισυνάπτεται στην αλυσίδα των μπλοκ μέσω εξόρυξης. Κάθε κρυπτονόμισμα είναι ένα αποκεντρωμένο ψηφιακό συνάλλαγμα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εμπορεύματα, υπηρεσίες και μεταφορές επενδυτικών αγαθών. Ένας υποψήφιος αγοραστής κρυπτονομισμάτων μπορεί να αποκτήσει κάποιο από αυτά είτε αγοράζοντας αυτά σε ένα ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων (Cryptocurrency Exchange)2, είτε να τα αγοράσει απευθείας από έναν άλλον χρήστη κρυπτονομισμάτων μέσω σύνδεσης «P2P»3, είτε μέσω μιας αρχικής νομισματικής προσφοράς (ICO), που σημαίνει ότι μια νεοφυής επιχείρηση διαθέτει ψηφιακές μονάδες (tokens) κρυπτονομισμάτων σε χρήστες, οι οποίοι μπορούν να «εγγραφούν» μέσω νόμιμου παραστατικού χρήματος. Εξαιτίας της κρυπτογραφημένης φύσης των κρυπτονομισμάτων, η εξακρίβωση των συναλλαγών απαιτεί μεγάλες ποσότητες υπολογιστικής δύναμης και την εγκατάσταση εξειδικευμένου υλισμικού (hardware). Σε αντάλλαγμα για την υπολογιστική δύναμη, 1625 οι επιμέρους χρήστες ή συνήθως εταιρίες κάθε νομικής μορφής που προβαίνουν στην επίλυση των επιμέρους αλγορίθμων και στην πρόσθεση νέων μπλοκ στην αλυσίδα μπλοκ πληρώνονται συνήθως σε κρυπτονομίσματα. Η ως άνω διαδικασία, που αποκαλείται εξόρυξη, είναι μια διεργασία που δημιουργεί το υλισμικό (hardware) για να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς, ώστε στη συνέχεια το δίκτυο να επιβεβαιώσει τις συναλλαγές. Μετά την κτήση κρυπτονομισμάτων, αυτά συνήθως αποθηκεύονται σε ψηφιακά πορτοφόλια (digital cryptocurrency wallets), καθένα εκ των οποίων έχει ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό κλειδί. Τα ως άνω κλειδιά είναι τα εργαλεία πρόσβασης στις ισοτιμίες και στη λήψη/αποστολή αξίας ή δεδομένων στο κρυπτονόμισμα. Το δημόσιο κλειδί είναι εφάμιλλο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης, ενώ το ιδιωτικό κλειδί, του οποίου γνώση έχει μόνο ο φορέας του πορτοφολιού, μπορεί να συγκριθεί με τον κωδικό πρόσβασης σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Αμφότερα τα κλειδιά δημιουργούν ένα σύστημα ταυτοποίησης και κρυπτογραφίας που προστατεύει από οποιαδήποτε ηλεκτρονική παρείσφρηση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στο ως άνω ψηφιακό πορτοφόλι. Έτσι, όταν κάποιος κάτοχος ενός κρυπτονομίσματος στέλνει μια ποσότητα σε έναν άλλον κάτοχο, στο πλαίσιο μιας μεταξύ τους συναλλαγής, δεν πραγματοποιείται καμία μεταφορά νομισμάτων, αλλά «υπογράφει» την μεταφορά της ποσότητας των κρυπτονομισμάτων από την δική του δημόσια διεύθυνση προς την δημόσια διεύθυνση του άλλου κατόχου μέσα στο δίκτυο blockchain, καταχωρώντας ουσιαστικά την ως άνω συναλλαγή στο μητρώο του blockchain, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στη συνέχεια μια αλλαγή στο διαθέσιμο υπόλοιπο των δύο ψηφιακών πορτοφολιών που συμμετείχαν σε αυτή. Ωστόσο, αρκετοί χρήστες και συναλλασσόμενοι καταθέτουν και διατηρούν προς φύλαξη τα κρυπτονομίσματα ή συνηθέστερα τα ιδιωτικά κλειδιά πρόσβασης στα ψηφιακά πορτοφόλια τους σε τρίτα πρόσωπα και δη στα ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων, προκειμένου να κάνουν χρήση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους ή να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη προστασία των ιδιωτικών κλειδιών τους, καθώς ενδεχόμενη απώλειά τους οδηγεί
στην μη αναστρέψιμη έλλειψη πρόσβασης στο ως άνω ψηφιακό πορτοφόλι. Η φύλαξη των ως άνω ιδιωτικών κλειδιών λαμβάνει χώρα συνήθως με δύο τρόπους, είτε με συλλογική φύλαξη αυτών σε μια δημόσια διεύθυνση του ανταλλακτηρίου στο δίκτυο blockchain, είτε με φύλαξη σε ξεχωριστές διευθύνσεις του ανταλλακτηρίου στο ως άνω δίκτυο4. Ωστόσο, με τις ως άνω συμφωνίες και ανάλογα και με τους όρους αυτών, γεννάται και ένα άλλο ζήτημα και δη μήπως με την παρακατάθεση των ιδιωτικών κλειδιών και με το γεγονός ότι μόνο η «θεματοφύλακας» – εταιρία (ανταλλακτήριο) διαθέτει και διαχειρίζεται τα ιδιωτικά κλειδιά πρόσβασης αποκτά και εμπράγματο δικαίωμα επί του περιεχομένου του πορτοφολιού κρυπτονομισμάτων, με αποτέλεσμα την γένεση μόνο ενοχικών αξιώσεων του εκάστοτε χρήστη σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης.
Στην ελληνική έννομη τάξη, δεν υπάρχει συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο που να αφορά τη νομική φύση των κρυπτονομισμάτων και των διενεργούμενων με αυτά συναλλαγών ή που να διέπει τη λειτουργία των ελληνικών ή αλλοδαπών εταιριών που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες ανταλλαγής, αγοραπωλησίας, φύλαξης κρυπτονομισμάτων. Ανεξάρτητα από τη θέση που θα πάρει κάποιος ως προς τη νομική φύση ενός κρυπτονομίσματος5 και την γενικότερη νομική προβληματική που έχει αναπτυχθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, τα κρυπτονομισματα απασχολούν ήδη αλλοδαπά δικαιοδοτικά όργανα (όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια) και αποτελούν ήδη αντικείμενο ένδικων διαφορών στο χώρο του πτωχευτικού δικαίου και δη τόσο σε επίπεδο δικονομικού δικαίου όσο και σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου. Τα κυριότερα τεθέντα ζητήματα είναι τα ακόλουθα:
Α) Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο
Λαμβάνοντας υπόψη τον αποκεντρωμένο χαρακτήρα της τεχνολογίας blockchain και της συνήθους έδρας και λειτουργίας των εταιριών παροχής σχετικών με αυτά υπηρεσιών στο εξωτερικό, το πρώτο ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο της σχέσης 1626 κρυπτονομισμάτων και πτωχευτικού δικαίου είναι ο καθορισμός της δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου, σε περίπτωση υπερεθνικής πτώχευσης6.
Το άρθρο 3 του Κανονισμού 2015/848, ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία για την κήρυξη της κύριας και των τοπικών διαδικασιών αφερεγγυότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τη Δανία, και υποδεικνύει το αρμόδιο για την κήρυξη της διαδικασίας δικαστήριο7. Αποτελεί κανόνα άμεσης δικαιοδοσίας, ενώ η διεθνής δικαιοδοσία συγκαθορίζει και το εφαρμοστέο δίκαιο, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 το δίκαιο του κράτους, που κήρυξε τη διαδικασία, αποτελεί και το εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας δίκαιο (lex fori concursus)8. Η κύρια πτώχευση (η λεγάμενη και κύρια διαδικασία αφερεγγυότητας) κηρύσσεται από το δικαστήριο της χώρας, στην οποία βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου. Το κέντρο κυρίων συμφερόντων αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και συνεπώς είναι τόπος επαληθεύσιμος από τους τρίτους.
Ως προς τα νομικά πρόσωπα και τις εταιρίες τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως κέντρο κυρίων συμφερόντων, ο τόπος εκείνος της καταστατικής έδρας. Το παραπάνω τεκμήριο ισχύει μόνο εφόσον η καταστατική έδρα δεν έχει μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος εντός του τριμήνου που προηγείται της αίτησης για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας. Σημειώνεται ότι με τον ως άνω Κανονισμό εισήχθη αντίστοιχο τεκμήριο και για τα φυσικά πρόσωπα. Και για μεν όσα φυσικά πρόσωπα ασκούν ανεξάρτητη επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα, ως κέντρο κύριων συμφερόντων τεκμαίρεται ο τόπος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του προσώπου, ενώ για τα λοιπά φυσικά πρόσωπα, που δεν ασκούν τέτοιου είδους δραστηριότητα, το τεκμήριο είναι υπέρ του τόπου της συνήθους διαμονής του προσώπου9. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 του ως άνω Κανονισμού, διευκρινίζεται πλέον ότι τα δικαστήρια στα οποία αρχίζει διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν επίσης δικαιοδοσία για αγωγές που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές, όπως οι αγωγές διάρρηξης. Αν μια τέτοια αγωγή είναι συναφής με άλλη αγωγή κατά του ίδιου εναγομένου, η οποία θεμελιώνεται στο γενικό αστικό και εμπορικό δίκαιο, πλέον επιτρέπεται στον σύνδικο να ασκήσει και τις δύο αγωγές στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του εναγομένου, εφόσον είναι αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (και ήδη Κανονισμού 1215/2012). Ο ως άνω κανόνας επιτρέπει σε σύνδικο να σωρεύσει, για παράδειγμα, αγωγή για ευθύνη μέλους του διοικητικού συμβουλίου βάσει του δικαίου αφερεγγυότητας με αγωγή κατά του ίδιου μέλους του διοικητικού συμβουλίου βάσει του δικαίου αδικοπραξίας ή του εταιρικού δικαίου ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου (§ 35 του Προοιμίου). Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η έννοια του κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, καθώς συνδέεται με μια σειρά σημαντικών έννομων συνεπειών και δικαιικών αρχών και καθορίζει την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας, που να εξυπηρετεί τα εμπλεκόμενα συμφέροντα10. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την § 25 της αιτιολογικής σκέψης του ως άνω κανονισμού 848/2015, αυτός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες έναντι οφειλέτη του οποίου το κέντρο των κύριων συμφερόντων βρίσκεται στην Ένωση, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 § 9 αυτού, ως «κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ένα περιουσιακό στοιχείο», νοείται: «α) εάν πρόκειται για ονομαστικές μετοχές εταιρειών εκτός από τις αναφερόμενες στο σημείο β), το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της εταιρείας που έχει εκδώσει τις μετοχές, β) εάν πρόκειται για χρηματοπιστωτικά μέσα, η 1627 κυριότητα των οποίων αποδεικνύεται από εγγραφές σε βιβλίο ή για λογαριασμό που τηρείται από ή για λογαριασμό ενδιαμέσου («τίτλοι υπό μορφή λογιστικής εγγραφής»), το κράτος μέλος στο οποίο τηρείται το βιβλίο ή ο λογαριασμός όπου πραγματοποιούνται οι λογιστικές εγγραφές, γ) εάν πρόκειται για χρηματοπιστωτικά μέσα, η κυριότητα των οποίων αποδεικνύεται από εγγραφές σε βιβλίο ή για λογαριασμό που τηρείται από ή για λογαριασμό ενδιαμέσου («τίτλοι υπό μορφή λογιστικής εγγραφής»), το κράτος μέλος στο οποίο τηρείται το βιβλίο ή ο λογαριασμός όπου πραγματοποιούνται οι λογιστικές εγγραφές, δ) εάν πρόκειται για μετρητά κατατεθειμένα σε λογαριασμό που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, το κράτος μέλος το οποίο εμφαίνεται στο διεθνή αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού (ΙΒΑΝ) ή, για μετρητά κατατεθειμένα σε λογαριασμό που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα χωρίς διεθνή αριθμό ΙΒΑΝ, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός ή, όταν ο
λογαριασμός τηρείται σε υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση, το κράτος μέλος στο οποίο αυτά βρίσκονται, ε) εάν πρόκειται για μετρητά κατατεθειμένα σε λογαριασμό που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, το κράτος μέλος το οποίο εμφαίνεται στο διεθνή αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού (ΙΒΑΝ) ή, για μετρητά κατατεθειμένα σε λογαριασμό που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα χωρίς διεθνή αριθμό ΙΒΑΝ, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός ή, όταν ο λογαριασμός τηρείται σε υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση, το κράτος μέλος στο οποίο αυτά βρίσκονται, στ) εάν πρόκειται για περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα το οποίο πρέπει να εγγράφει από τον κύριο ή το δικαιούχο σε δημόσιο μητρώο, πλην των αναφερομένων στο σημείο α), το κράτος μέλος στο οποίο τηρείται το μητρώο, ζ) εάν πρόκειται για ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το κράτος μέλος για το οποίο έχει χορηγηθεί το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η) εάν πρόκειται για δικαιώματα δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του ή την καταστατική του έδρα, θ) εάν πρόκειται για ενσώματα περιουσιακά στοιχεία, πλην των αναφερομένων στα σημεία α) έως δ), το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, ι) εάν πρόκειται για απαιτήσεις κατά τρίτων οι οποίες δεν αφορούν τα αναφερόμενα στο σημείο γ) περιουσιακά στοιχεία, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του τρίτου που οφείλει να τις ικανοποιήσει, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του ως άνω Κανονισμού, προβλέπεται ότι το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα: α) οι οφειλέτες που, ως εκ της ιδιότητάς τους, έχουν πτωχευτική ικανότητα, β) η πτωχευτική και μεταπτωχευτική περιουσία, γ) οι εξουσίες του οφειλέτη και οι εξουσίες του διαχειριστή διαδικασίας αφερεγγυότητας, δ) οι προϋποθέσεις συμψηφισμού, ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος, στ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών, εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία, ζ) οι πτωχευτικές και οι μεταπτωχευτικές απαιτήσεις, η) οι κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και τελικής επαλήθευσης των πιστώσεων, θ) οι κανόνες διανομής του προϊόντος της ρευστοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων, η κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών οι οποίοι ικανοποιήθηκαν εν μέρει μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, βάσει εμπράγματου δικαιώματος ή διά συμψηφισμού, ι) οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περατώσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού, ια) τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ιβ) ο καταλογισμός των εξόδων και δαπανών της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ιγ) οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών. Επιπρόσθετα, η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν θίγει εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί πραγμάτων ή ασωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, τόσο συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων όσο και περιουσιών, ως συνόλου που κατά καιρούς αλλάζει, ανηκοντών στον οφειλέτη και ευρισκόμενων σε άλλο κράτος μέλος κατά την έναρξη της διαδικασίας. Εμπράγματα δικαιώματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 είναι: α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης περιουσιακού στοιχείου και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως
δυνάμει ενέχυρου ή υποθήκης, β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαιτήσεως, και δη το δικαίωμα το οποίο είναι ασφαλισμένο είτε με ενέχυρο, 1628 αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση της απαιτήσεως αυτής, γ) το δικαίωμα διεκδίκησης του περιουσιακού στοιχείου εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντας ή καρπού μενού αντίθετα προς την επιθυμία του δικαιούχου ή/και επιστροφής του στον διεκδικούντα, δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως περιουσιακού στοιχείου. Εξομοιώνεται προς εμπράγματο δικαίωμα το δικαίωμα το εγγεγραμμένο σε δημόσιο βιβλίο και αντιτάξιμο έναντι τρίτων, βάσει του οποίου είναι δυνατή η απόκτηση εμπράγματου δικαιώματος, κατά την έννοια της παραγράφου 1. Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις κατ’ άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ) αγωγές αναγνώρισης της ακυρότητας ή ακυρώσεως ή κήρυξης του ανενεργού της δικαιοπραξίας. Το «κέντρο των κύριων συμφερόντων» καθορίζει όχι μόνο την αρμοδιότητα (άρθρο 78 του ν. 4738/2020) αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, αν το ως άνω κέντρο των εταιριών βρίσκεται εντός Ελλάδος, τότε τα ελληνικά δικαστήρια θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία κήρυξης της πτώχευσης, ενώ αν το ως άνω κέντρο βρίσκεται εκτός Ελλάδος αλλά εντός της ΕΕ, τα ελληνικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας. Κατ’ εξαίρεση, αν ο οφειλέτης έχει το κέντρο συμφερόντων του σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, στην Ελλάδα δε απλή εγκατάσταση, μπορεί να κηρυχθεί «τοπική δευτερεύουσα διαδικασία αφερεγγυότητας». Ως εγκατάσταση νοείται ο τόπος όπου στον οποίο ο οφειλέτης ασκεί ή άσκησε, κατά το τρίμηνο πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη κύριας διαδικασίας αφερεγγυότητας, μη προσωρινή οικονομική δραστηριότητα στην οποία χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα και περιουσιακά στοιχεία. Σε περίπτωση, δε που το κέντρο συμφερόντων βρίσκεται εκτός ΕΕ, τότε με βάση τις γενικές διατάξεις11.
Από την επισκόπηση των ως άνω ρυθμίσεων, προκύπτει ότι το κρίσιμο ζήτημα για την θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας είναι ο εντοπισμός του κέντρου κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη και υποψήφιου πτωχού. Σε επίπεδο φυσικών προσώπων, ο ως άνω εντοπισμός είναι πιο ευχερής, σε επίπεδο όμως νομικών προσώπων μπορεί να παρουσιάσει ιδιαίτερες δυσκολίες. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο τόπος των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί τη διοίκηση των συμφερόντων του και ο οποίος είναι επαληθεύσιμος από τους τρίτους. Η ως άνω ρύθμιση, όμως, έρχεται σε σύγκρουση με τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος «blockchain» αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας των εταιριών, που δραστηριοποιούνται στον ως άνω χώρο, καθώς είναι εφικτό εκ μέρους τους οι εκπρόσωποι και οι μέτοχοι αυτών να είναι ανώνυμοι και κυρίως να μην υπάρχει γραφείο ή άλλη δραστηριότητα αλλά να λειτουργούν εξ ολοκλήρου ψηφιακά. Η ως άνω δυσκολία, με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, δεν είναι εύκολο να υπερκεραστεί. Γι’ αυτό και de lege ferenda, προτάθηκε αφενός μεν η ανάγκη τροποποίησης του ως άνω κανονισμού ή η θέσπιση νέου θεσμικού πλαισίου, με δικονομικούς κανόνες, προσαρμοσμένους στο σύστημα «blockchain», αφετέρου η υιοθέτηση ως κριτηρίου, του τόπου όπου βρίσκεται ο «server» της εταιρίας – ανταλλακτηρίου – πλατφόρμας ή το ψηφιακό πορτοφόλι12. Το ως άνω κριτήριο και πάλι δεν επιλύει το πρόβλημα, καθώς το blockchain είναι μια συλλογή από δεδομένα, τα οποία μπορεί να έχουν αποθηκευτεί σε υπερυπολογιστικό νέφος (άρα δεν μπορεί να συνδεθεί με κάποιο συγκεκριμένο κράτος) ενώ και το ψηφιακό πορτοφόλι αποτελεί απλώς μια ψηφιακή απόδειξη περί κατοχής από κάποιο πρόσωπο κρυπτονομισμάτων, άρα και πάλι δεν μπορεί να συνδεθεί με κάποιο συγκεκριμένο
τόπο. Οι ως άνω δυσκολίες θα περιοριστούν ενδεχομένως αισθητά, στο χώρο της ΕΕ, με την υιοθέτηση της «Πρότασης Κανονισμού για τη ρύθμιση των αγορών κρυπτοστοιχείων» (EU Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets (MiCA)», όπου προβλέπονται μια σειρά από ρυθμίσεις (κυρίως για τα σταθερά κρυπτονομίσματα “stablecoins”, ήτοι εκείνα που συνδέονται με το χρυσό ή άλλα σταθερής αξίας περιουσιακά στοιχεία, με επίσημα νομίσματα) για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών με κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, οι οποίες θα πρέπει να τηρούν μεταξύ άλλων κάποιες υποχρεώσεις, ήτοι να είναι νομικά πρόσωπα, να καταρτούν και κοινοποιούν λευκό βιβλίο, καθώς και να τηρούν συγκεκριμένες επαγγελματικές 1629 οδηγίες καλής πρακτικής13. Με την υποχρέωση αδειοδότησης και τις αυξημένες υποχρεώσεις τήρησης δημοσιότητας εκ μέρους των παραπάνω επιχειρήσεων, με την υποχρέωση τήρησης ενός ελάχιστου ύψους αποθεματικού και τις λοιπές υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών προς τους υποψήφιους πελάτες – χρήστες των ως άνω επιχειρήσεων (βλ. άρθρα 3, 4, 7, 13, 31 επ. της Πρότασης Κανονισμού), καθίσταται πλέον πιο ευχερής η εύρεση του «κέντρου κυρίων συμφερόντων» μιας τέτοιας επιχείρησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιλύεται το ως άνω ζήτημα οριστικά. Εξάλλου, ο προτεινόμενος Κανονισμός επιχειρεί να οριοθετήσει το πεδίο εφαρμογής του σε σχέση με την υπάρχουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα με αρνητικό τρόπο και όχι με τη χρήση θετικών ορισμών14.
Β) Αντιμετώπιση των κρυπτονομισμάτων ως περιουσιακών στοιχείων της πτώχευσης
Σύμφωνα με το άρθρο 92 § 1 του νόμου 4738/2020, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται η περιουσία που «ανήκει» στον οφειλέτη ή κατά άλλη διατύπωση η περιουσία που είναι υπέγγυα για τις υποχρεώσεις του. Με τη διατύπωση αυτή, καλύπτονται, εκτός από το δικαίωμα κυριότητας και όλα τα δικαιώματα εμπράγματα, ενοχικά κλπ. που μπορούν να εκποιηθούν για την ικανοποίηση των πιστωτών, ακόμη και αν τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν περιουσιακά στοιχεία τρίτων (ή και βαρύνονται με δικαιώματα τρίτων). Στη πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, αρκεί να μπορούν να εκποιηθούν μόνα τους ή μαζί με άλλα και η εκποίησή τους να αποφέρει κάποιο αντάλλαγμα. Θα πρόκειται για κάθε κινητό ή ακίνητο πράγμα, δικαιώματα, απαιτήσεις κάθε είδους, από σύμβαση, αδικοπραξία ή εκ του νόμου, μετοχές, ομολογίες, δικαιώματα προσδοκίας. Ο τρόπος απόκτησης από τον οφειλέτη των περιουσιακών του στοιχείων δεν ενδιαφέρει15. Με βάση την ανωτέρω ρύθμιση και με δεδομένο ότι τα κρυπτονομίσματα ενσωματώνουν αξία, γίνονται αντικείμενο συναλλαγών και εκποίησης, καθίσταται σαφές ότι αυτά εντάσσονται στην πτωχευτική περιουσία, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, εφόσον πρωταρχικός σκοπός της πτώχευσης είναι η συλλογική ικανοποίηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των πιστωτών, με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτά έχουν αποκτηθεί από τον οφειλέτη – πτωχό μέχρι την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης και όχι μεταγενέστερα. Άλλωστε πρέπει να συνεκτιμηθεί και το περιεχόμενο του υπό επεξεργασία ρυθμιστικού πλαισίου της «Πρότασης Κανονισμού για τη ρύθμιση των αγορών κρυπτοστοιχείων» (EU Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets (MiCA)», καθώς
σε αυτό ήδη περιέχονται ορισμοί των εκάστοτε κρυπτοστοιχείων (άρθρο 3 αυτού), ενώ θα ήταν αντιφατικό από τη μια να προβλέπονται κανόνες ως προς τους εκδότες και παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και κρυπτονομισμάτων, αναγνωρίζοντας αυτούς και από την άλλη το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους να εκφεύγει εκ των ρυθμίσεων του πτωχευτικού δικαίου. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, το σύνολο της νομολογίας, που αφορά τη τύχη των κρυπτονομισμάτων σε περίπτωση πτώχευσης, έχει κρίνει ότι αυτά αποτελούν μέρος και ότι συνεκτιμώνται για τον σχηματισμό της πτωχευτικής περιουσίας.
Γ) Εντοπισμός – Δέσμευση από τον σύνδικο και υποχρέωση συνεργασίας του οφειλέτη
Μια από τις πρώτες ενέργειες του συνδίκου αποτελεί η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 87 του ν. 4738/2020), που σκοπό έχει την εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας από τον κίνδυνο αλλοίωσης της από τον οφειλέτη ή αφαίρεσης αντικειμένου της από τρίτους. Για τη διευκόλυνση της σφράγισης και στη συνέχεια της απογραφής, αλλά και γενικότερα για να διαπιστωθεί η κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη, ο τελευταίος οφείλει να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα εμπορικά του βιβλία, να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, αλλά και να παράσχει κάθε αναγκαία ή χρήσιμη πληροφορία στο σύνδικο για τα περιουσιακά του στοιχεία. Οφείλει επίσης να καταρτίσει ισολογισμό μέσα στη προθεσμία που θα του τάξει ο σύνδικος, ενώ σε περίπτωση έλλειψης συνεργασίας ή και άρνησης εκ μέρους του, ο σύνδικος δικαιούται να απευθυνθεί στον εισηγητή της πτώχευσης και να του ζητήσει μέσα 1630 στο πλαίσιο των ανακριτικών του καθηκόντων να λάβει όλα τα απαιτούμενα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να εξαναγκασθεί ο οφειλέτης στην παροχή της προβλεπόμενης από το νόμο συνεργασίας (άρθρα 95, 128, 132, 137, 133 έως 136, 139 έως 144 του ν. 4738/2020). Σε σχέση με τα κρυπτονομίσματα, χρειάζεται εκ μέρους του συνδίκου αλλά και του Εισηγητή ιδιαίτερη επιμέλεια και εγρήγορση, όχι μόνο εξαιτίας της σημασίας της έγκυρης δέσμευσης και απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας αλλά κυρίως για την αποφυγή καταστρατηγήσεων και απαλλοτριώσεων εκ μέρους των οφειλετών. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, λόγω των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα, τα τελευταία αποτελούν ιδανικό τρόπο για έναν οφειλέτη, προκειμένου αυτός να προσπαθήσει να αποκρύψει περιουσιακά του στοιχεία και να ματαιώσει την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών του. Με άλλα λόγια, ένας οφειλέτης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ευρισκόμενος σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών, θέλοντας να διασώσει κάποια περιουσιακά του στοιχεία, μπορεί κάλλιστα να μετατρέψει τα τελευταία σε κρυπτοστοιχεία, με αποτέλεσμα να ξεφύγουν της προσοχής των αρμόδιων οργάνων της πτώχευσης και των πιστωτών αυτής. Για την αποφυγή τέτοιων κακόπιστων ενεργειών εκ μέρους του πτωχού, ο σύνδικος, σε εκτέλεση και των ρυθμίσεων που αναλύονται επισταμένως στα ως άνω άρθρα, θα πρέπει άμεσα να αναζητήσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς που ο οφειλέτης τηρεί αντίγραφα των κινήσεων αυτών, ώστε να διαπιστωθεί αν υπήρξε οποιαδήποτε καταβολή ή συναλλαγή με οποιαδήποτε εταιρία ή άλλο χρήστη με αντικείμενο κρυπτονομίσματα (συναλλαγές με λέξεις κλειδιά όπως crypto, e- currency, bitcoin ή άλλο κρυπτονόμισμα, token κ.τ.λ.). Παράλληλα, θα πρέπει να προσπαθήσει να συγκεντρώσει και ηλεκτρονικά πειστήρια προς τούτο, πχ. η αγορά και κατοχή ενός κρυπτονομίσματος μπορεί να αποδεικνύεται από ένα email, που
υπάρχει στον Η/Υ, tablet και άλλες συσκευές του οφειλέτη ή σε εφαρμογή στο κινητό του τελευταίου ή στο ιστορικό περιήγησής του ή στο hardware των ως άνω συσκευών του. Από την ανάλυση των επιμέρους ηλεκτρονικών συσκευών και επικοινωνιών του οφειλέτη μπορεί να προκόψει η ύπαρξη των δημόσιων και ιδιωτικών κλειδιών. Αν ο σύνδικος υποπτεύεται ότι ο πτωχός προέβη σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα τότε θα πρέπει να ζητήσει τις σχετικές πληροφορίες από τον πτωχό και να του ζητήσει να του γνωστοποιήσει το δημόσιο και ιδιωτικό κλειδί του, οπότε και στη συνέχεια από κοινού με τον πτωχό και με την συνδρομή εξειδικευμένου επιστήμονα στο χώρο της πληροφορικής αλλά και οικονομολόγου – λογιστή θα πρέπει να εξετάσει τις ως άνω συναλλαγές και να διαπιστώσει την ύπαρξη, τον αριθμό και την αξία των κρυπτονομισμάτων που τυόχν διαθέτει ο πτωχός. Σε περίπτωση φύλαξης των κλειδιών από τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τον πτωχό, είναι σαφές ότι ο σύνδικος έχει την εξουσία να ζητήσει από τον τρίτο την γνωστοποίηση και παράδοση σε αυτόν των ως άνω κλειδιών. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, ο πτωχός να υποχρεούται να υποβάλλει κατά την απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας μια έγγραφη δήλωση, με την οποία να γνωστοποιεί σε καταφατική περίπτωση αν κατέχει κρυπτονομίσματα ή έχει συναλλαχθεί με αυτά και να παρέχει τα κλειδιά στον σύνδικο άλλως να αρνείται οποιαδήποτε σχετική εμπλοκή του. Παράλληλα, ο σύνδικος θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ψηφιακό πορτοφόλι, στο οποίο και θα αποθηκεύει τα κρυπτονομίσματα που θα βρει. Τέλος, σε περίπτωση άρνησης του οφειλέτη – πτωχού να συμμορφωθεί εξυπακούεται ότι θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι απαιτούμενες ενέργειες τόσο από το σύνδικο όσο κυρίως από τον αρμόδιο Εισηγητή τόσο σε αστικό (υποχρέωση επίδειξης εγγράφων, λήψη βεβαιωτικού όρκου) όσο και σε ποινικό επίπεδο.
Δ) Αναγγελία πιστωτών – Ο χρόνος και ο τρόπος ρευστοποίησης των κρυπτονομισμάτων και ο καθορισμός της αξίας αυτών για να ικανοποιηθούν και να προστατευθούν τα δικαιώματα πτωχευτικών πιστωτών
Αντίστοιχα προβλήματα απόδειξης συναλλαγής και ενδεχομένως απαιτήσεων από κρυπτονομίσματα μπορεί να προκόψουν και κατά την αναγγελία των πιστωτών. Οι τελευταίοι θα πρέπει να προσκομίσουν έγγραφα ή ηλεκτρονικά πειστήρια από τα οποία να προκύπτει η απαίτησή τους. Το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της απαίτησης και της αιτίας γένεσης αυτής δεν είναι αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιλογή του χρόνου ρευστοποίησης των κρυπτονομισμάτων που τυχόν υπάρχουν στην πτωχευτική περιουσία, λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή μεταβλητότητα στην αξία τους, καθώς αυτή καθορίζεται από την αρχή της προσφοράς και της ζήτησης. Ως εκ τούτου, μια αιφνίδια και μαζική ρευστοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της αξίας τους, ενώ τυχόν άκαιρη 1631 ρευστοποίησή τους και πάλι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της προς διανομή πτωχευτικής περιουσίας. Εξίσου, προβληματικός καθίσταται και ο τρόπος ρευστοποίησης αυτών, με βάση τις ρυθμίσεις του ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα.
Ε) Η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος αποχωρισμού από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας και πτωχευτική ανάκληση
Η δυνατότητα άσκησης του ως άνω δικαιώματος αποχωρισμού, που προβλέπεται στο άρθρο 112 του ν. 4738/2020, έχει σημασία, στην υπό κρίση ανάλυση, στην περίπτωση όπου μια πλατφόρμα διαπραγμάτευσης κρυπτοστοιχείων ή μια πλατφόρμα φύλαξης κρυπτοστοιχείων ή εν γένει μιας εταιρίας χειρισμού ψηφιακών πορτοφολιών κηρυχθεί σε πτώχευση. Όπως προαναφέρθηκε, πολλές φορές οι κάτοχοι κρυπτονομισμάτων συνάπτουν συμβάσεις φύλαξης αυτών και ειδικότερα των ιδιωτικών κλειδιών τους με εταιρίες, οι οποίες με τη σειρά τους εκτελούν συναλλαγές για λογαριασμό τους, λειτουργώντας ως θεματοφύλακες αυτών. Η νομική φύση της ως άνω σύμβασης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί ή να υπαχθεί στη κλασική σύμβαση παρακαταθήκης, αφού το ιδιωτικό κλειδί δεν είναι πράγμα. Άυλες αξίες εξαιτίας της ασώματης φύσης τους φαίνεται ότι δεν μπορούν να αποτελόσουν αντικείμενο παρακαταθήκης, με την επιφύλαξη της περίπτωσης των άυλων μετοχών16. Θα μπορούσε, όμως, να ειπωθεί ότι η ως άνω σύμβαση λειτουργεί όπως η υπηρεσία φύλαξης των άυλων μετοχών και ότι το σύνολο των συναλλαγών ή της φύλαξης γίνεται για λογαριασμό του χρήστη – κατόχου κρυπτονομισμάτων, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην απεκδύεται των δικαιωμάτων του επί του ιδιωτικού κλειδιού του. Στο ελληνικό πτωχευτικό δίκαιο δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη και ενδεχόμενη αποδοχή του ως άνω δικαιώματος αποχωρισμού θα οδηγούσε στη παράθεση de lege ferenda λύσεων. Ωστόσο, ήδη στον Ευρωπαϊκό Χώρο υπάρχουν σχετικές νομοθετικές κινήσεις. Η πρώτη είναι η Πρόταση Κανονισμού για τη ρύθμιση των αγορών κρυπτοστοιχείων» (EU Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets (MiCA)», όπου γίνεται λόγος για τις εταιρίες φύλαξης και για το γεγονός ότι αυτές λειτουργούν για λογαριασμό των χρηστών και η δεύτερη και σημαντικότερη είναι ο θεσπισθείς από 1.1.2020 νόμος «Blockchain-Gestz» στο Λιχτενστάιν. Σύμφωνα με αυτόν αναγνωρίζεται ότι τα δεδομένα που δημιουργούνται και αποθηκεύονται από μία έμπιστη και αναγνωρισμένη τεχνολογία (vertrauenswurdige Technologie) συνιστούν μια νέα μορφή απόλυτου δικαιώματος, που ονομάζεται «Token», το οποίο μπορεί να είναι αντικείμενο διαχωρισμού σε περίπτωση πτώχευσης17.
Αντίστοιχα ζητήματα τίθενται ως προς την κρίση περί του αν παρέχεται η δυνατότητα πτωχευτικής ανάκλησης επί συναλλαγών με κρυπτονομίσματα, βάσει των διατάξεων των άρθρων 116 επ. του ν. 4738/2020. Σύμφωνα με το άρθρο 116, πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ήτοι στην ύποπτη περίοδο, ή, στην περίπτωση του άρθρου 117, εντός του προηγουμένου από την ύποπτη περίοδο εξαμήνου και μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Η πράξη πρέπει να ερμηνευθεί με ευρύτητα, ώστε να περιλαμβάνει κάθε ενέργεια παραγωγική εννόμων αποτελεσμάτων, όπως ενοχικές ή εμπράγματες δικαιοπραξίες, οιονεί δικαιοπραξίες, πράξεις και παραλείψεις δικονομικής φύσης. Αν και πάλι τίθεται το ζήτημα του ακριβούς καθορισμού της νομικής φύσης του κρυπτονομίσματος και των συναλλαγών με αυτό, εντούτοις, με βάση την διαπίστωση ότι τόσο η έννοια της πτωχευτικής περιουσίας όσο και η έννοια της «ύποπτης» πράξης πρέπει να νοούνται με ευρύτητα, συνεκτιμώντας και την σταδιακή επεξεργασία και αναγνώριση της έννοιας του «κρυπτονομίσματος» και των «κρυπτοστοιχείων» εν γένει, συνάγεται ότι μια τέτοια αξίωση κατ’ αρχήν θα μπορούσε να προβληθεί σε μια τέτοια πτωχευτική διαδικασία18. Φυσικά, και πάλι γεννώνται και άλλα ζητήματα όπως περί
του τρόπου απόδειξης τέλεσης της ως άνω συναλλαγής ή του υπολογισμού της αξίας των κρυπτονομισμάτων, καθώς και της δυνατότητας ανατροπής της ενόψει της ανωνυμίας των συναλλαγών και της μη αναστρεψιμότητας αυτών. Ο αμετάβλητος χαρακτήρας μιας συναλλαγής κρυπτονομισμάτων έχει οδηγήσει ορισμένους να ισχυριστούν ότι μια τέτοια συναλλαγή είναι εκτός νομικής επέμβασης επειδή δεν μπορεί, τεχνικά, να τροποποιηθεί. Ωστόσο, η ως άνω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς επισημαίνεται ότι το «καθολικό» δεν μπορεί να είναι το καθοριστικό στοιχείο για την θεμελίωση κυριότητας και εν γένει εμπράγματου δικαιώματος επί ενός κρυπτοστοιχείου19. Οι δυσκολίες τίθενται κυρίως στο πρακτικό κομμάτι της άσκησης μιας τέτοιας αξίωσης, που θα απαιτήσουν την σύμπραξη ειδικών επιστημόνων της πληροφορικής καθώς και του συνεπακόλουθου κόστους με ενδεχομένως και αμφίβολα αποτελέσματα.
Στην παρούσα ενότητα του υπό κρίση άρθρου, παρατίθενται οι σημαντικότερες δικαστικές αποφάσεις σε διεθνές επίπεδο, όπου τα επιμέρους δικαιοδοτικά όργανα κλήθηκαν, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, παρά την έλλειψη συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου ως προς τα κρυπτονομίσματα, να κρίνουν επί ζητημάτων που άπτονταν με κρυπτονομίσματα και αξιώσεις είτε οφειλετών είτε δανειστών επ’ αυτών και να προσπαθήσουν να καλύψουν με διάφορους τρόπους το ως άνω ρυθμιστικό κενό, είτε επιτυχώς είτε όχι. Ειδικότερα:
Η πρώτη υπόθεση, σε διεθνές επίπεδο, με αντικείμενο τη σχέση κρυπτονομισμάτων και πτωχευτικού δικαίου, τέθηκε ενώπιον των αστικών δικαστηρίων της Ιαπωνίας και δη του Τόκυο, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης – αστικής αποκατάστασης της εταιρίας με την επωνυμία «MtGoX Co. Ltd». Η ως άνω εταιρία κατά το έτος 2013 ήταν η μεγαλύτερη εταιρία ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, διαχειριζόμενη το 70% των συναλλαγών με αυτά παγκοσμίως. Επέτρεπε στους πελάτες της να αγοράζουν, να πωλούν, να μετατρέπουν ή να διατηρούν τα κρυπτονομίσματα και τα χρήματά τους σε νομίμως κυκλοφορούντο νομίσματα εντός της πλατφόρμας ανταλλαγής. Ύστερα από μια μαζική ηλεκτρονική παρείσφρηση (hacking), που οδήγησε στην απώλεια 850.000 bitcoin αξίας 473 εκατομμυρίων εκείνη την εποχή, η ως άνω εταιρία σταμάτησε όλες τις αναλήψεις εκ μέρους των πελατών της και έκλεισε την ιστοσελίδα της στις αρχές Φεβρουάριου του 2014. Στις 28 Φεβρουάριου του 2014, η εταιρία υπέβαλε αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του Τόκυο, ζητώντας την υπαγωγή της σε καθεστώς αναδιοργάνωσης – αποκατάστασης21. Κατά την ως άνω διαδικασία, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλλει αίτηση για την έναρξη της ως άνω διαδικασίας. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλλει αίτηση σε περίπτωση που οι ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οφειλές του επηρεάζουν σημαντικά την εξακολούθηση της λειτουργίας της επιχειρηματικής του δραστηριότητας ή αν κινδυνεύει να πτωχέύσει, στη τελευταία δε περίπτωση η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από τρίτο πιστωτή του οφειλέτη. Αν το δικαστήριο κρίνει βάσιμη την αίτηση και ότι πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, τότε θα διατάξει με απόφασή του την έναρξη της διαδικασίας. Στην ως άνω διαδικασία, ο οφειλέτης διατηρεί την
διαχείριση της εταιρίας αλλά υπό την εποπτεία του δικαστηρίου, ενώ ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της εταιρίας, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει και έναν επόπτη ή μια επιτροπή από πιστωτές, που θα επιβλέπουν τη διαδικασία. Στη συνέχεια, με το άνοιγμα της διαδικασίας επέρχεται αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη, ενώ προβλέπονται και μια σειρά προστατευτικών μέτρων για τους πιστωτές22. Παρά την υποβολή της αίτησης και την κατ’ αρχήν αποδοχή της, η ως άνω διαδικασία αναδιοργάνωσης σταμάτησε, καθώς κρίθηκε από το ως άνω δικαστήριο ότι δεν υπήρχε περιθώριο εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης αυτής, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η πτωχευτική διαδικασία. Παράλληλα, με την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας στην Ιαπωνία, υποβλήθηκε αίτηση στο πτωχευτικό δικαστήριο της Βόρειας Περιφέρειας της Πολιτείας του Τέξας, με την οποία ζητήθηκε η αναγνώριση της διαδικασίας αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το κεφάλαιο 15 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ. Αντίστοιχη αίτηση αναγνώρισης της διαδικασίας ενώπιον των ιαπωνικών δικαστηρίων υποβλήθηκε από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας της ως άνω εταιρίας και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Οντάριο του Καναδά, προκειμένου να αποφευχθεί η εκδίκαση μιας μαζικής αγωγής Καναδών πελατών – χρηστών της πλατφόρμας ενώπιον των δικαστηρίων του Καναδά, σε βάρος της εταιρίας, για αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά23. Παράλληλα, ολοκληρώθηκε και η διαδικασία απογραφής από τον διαχειριστή αφερεγγυότητας της ως άνω εταιρίας των περιουσιακών στοιχείων, ενώ υποβλήθηκαν 24.750 αναγγελίες πιστωτών (πελατών και άλλων προσώπων) για απαιτήσεις συνολικού ύψους 432 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Ιαπωνικό Πτωχευτικό Κώδικα, η αξία των κρυπτονομισμάτων που βρίσκονταν στην κατοχή της εταιρίας έπρεπε να εκτιμηθούν με βάση την αξία που αυτά είχαν κατά το χρόνο έναρξης της διαδικασίας πτώχευσης, ήτοι το 2014. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο εκείνο η αξία αυτών είχε σημαντικά αυξηθεί, ο ως άνω διαχειριστής προχώρησε στην πώληση 35.841 Bitcoin έναντι 360.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Στη συνέχεια, ο διαχειριστής ανακοίνωσε ότι για όσα περιουσιακά στοιχεία η αξία αυτών υπερέβαινε τις απαιτήσεις εναντίον της εταιρίας, αυτά θα ρευστοποιούνταν και το προϊόν της ρευστοποίησης θα διανεμόταν στους μετόχους αυτής. Στις 24.11.2017, οι πιστωτές υπέβαλαν αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του Τόκυο να μετατρέψει την διενεργούμενη διαδικασία από πτωχευτική σε διαδικασία εταιρικής αναδιοργάνωσης και να συνεχιστεί η ήδη ανοιχθείσα σχετική διαδικασία. Η ως άνω αίτηση έγινε δεκτή. Στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Τόκυο εκλήθη να κρίνει επί αίτησης ενός εκ των πελατών της εταιρίας, με την οποία ο αϊτών ζητούσε την επιστροφή των κατατεθειμένων από αυτόν στην εταιρία κρυπτονομισμάτων. Το αίτημα στηριζόταν στο άρθρο 62 του Ιαπωνικού Νόμου περί Αφερεγγυότητας (Japanese Bankruptcy Act).
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του ως άνω νόμου, «η έναρξη της διαδικασίας της πτώχευσης δεν εμποδίζει το δικαίωμα αποχωρισμού από την πτωχευτική περιουσία άλλης περιουσίας που δεν ανήκει στον πτωχό24». Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η απόφασή του επί του ως άνω αιτήματος εξαρτιόταν από το αν το κρυπτονόμισμα και εν προκειμένω το bitcoin μπορούσε ή μη να είναι αντικείμενο κυριότητας. Σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, περιουσιακά και κατ’ επέκταση δικαιώματα κυριότητας αναγνωρίζονται μόνο σε υλικά πράγματα, εκτός αν προβλέπεται ρητά κάτι διαφορετικό, όπως το δικαίωμα κυριότητας και σε άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως δικαιώματα, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας κτλ. Ο αϊτών – πελάτης της εταιρίας ισχυρίστηκε ότι η δυνατότητα αποκλειστικού ελέγχου επί των κρυπτονομισμάτων (και δη μέσω ενός ιδιωτικού κλειδιού) ήταν αρκετή για να το καταστήσει ένα υπαρκτό αν και άυλο αντικείμενο, στο οποίο μπορεί να υπάρξει δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι βάσει των χαρακτηριστικών του ως άνω κρυπτονομίσματος, το τελευταίο δεν δικαιολογούσε την δυνατότητα ύπαρξης κάποιου δικαιώματος κυριότητας ή άλλου εμπράγματου επ’ αυτού, κρίση που, κατά το Δικαστήριο, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι λόγω του ότι εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα κατά την μεταβίβαση ή μεταφορά των bitcoins στην ως άνω πλατφόρμα, ο πελάτης που έχει ιδιωτικό κλειδί δεν έχει αποκλειστικό έλεγχο σε αυτά. Ως αποτέλεσμα, το αίτημα του πιστωτή περί διαχωρισμού των κρυπτονομισμάτων από την πτωχευτική περιουσία της εταιρίας απορρίφθηκε25. Σημειώνεται ότι στα έτη που πέρασαν, η Ιαπωνία τροποποίησε το 1634 ρυθμιστικό της πλαίσιο, εισάγοντας ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης, με την ως άνω απόφαση τέθηκαν το πρώτον τα ζητήματα: α) της ανάγκης ενημέρωσης των πελατών τέτοιων εταιριών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, β) της πτωχευτικής ικανότητας ή της ικανότητας εξυγίανσης μιας εταιρίας, που δραστηριοποιείται στα κρυπτονομίσματα, γ) της νομικής φύσης του κρυπτονομίσματος, δ) της δυνατότητας δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτού και ποια η τύχη του σε περίπτωση παρακατάθεσης ή φύλαξης αυτού σε εταιρία ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, ε) ποια η προστασία των πελατών της εταιρίας και αν μπορούν να προβούν σε άσκηση δικαιώματος διαχωρισμού των κρυπτονομισμάτων που διέθεταν από την λοιπή πτωχευτική περιουσία.
Το έτος 2018, για πρώτη φορά απασχόλησε την Ιταλική Δικαιοσύνη και ειδικότερα το Πρωτοδικείο της Φλωρεντίας, πτωχευτική υπόθεση και δη αίτηση πτώχευσης από δανειστές (συναλλασσόμενους) εταιρίας ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων και συγκεκριμένα της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «B.G.-Services Sri» και τον διακριτικό τίτλο «BitGrail». Ειδικότερα, στις 8 Ιανουάριου 2018, ιδρύθηκε στο Μιλάνο της Ιταλίας η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «B.G.-Services Sri» και τον διακριτικό τίτλο «BitGrail», η οποία δραστηριοποιείτο στον χώρο της πληροφορικής και παροχής λογισμικού αλλά και παροχής υπηρεσιών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, με δύο εταίρους – διαχειριστές, οι οποίοι συμμετείχαν στην ως άνω εταιρία με ποσοστό 85% και 15% αντίστοιχα27. Ο ιθύνων νους της ως άνω εταιρίας ήταν ο Francesco Firano, ο οποίος διατηρούσε πριν την ίδρυση της «BitGrail», προσωπική εταιρία, με την επωνυμία «Webcoin Solutions», με έδρα τη Φλωρεντία, της οποίας ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπος. Η ως άνω εταιρία περιορισμένης ευθύνης κέρδισε γρήγορα φήμη στην αγορά κρυπτονομισμάτων, καθώς προωθούσε διαφημιστικώς την ύπαρξη απόλυτης ανωνυμίας ως προς τις πραγματοποιούμενες συναλλαγές και ανταλλαγές κρυπτονομισμάτων. Ωστόσο, στις 9 Φεβρουάριου του 2018, η προαναφερθείσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ««BitGrail» εξέδωσε ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία 17 εκατομμύρια κρυπτονομίσματα με την ονομασία «ΝΑΝΟ», συνολικής αξίας 200.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, κλάπηκαν από τους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς πελατών της που τηρούσε στους «servers» της, μέσω συναλλαγών για τις οποίες δεν είχε δοθεί καμία εξουσιοδότηση. Μετά την έκδοση της ως άνω ανακοίνωσης, στις 18.2.2018, ξεκίνησε μια διαδικτυακή ψηφοφορία στο Twitter
σχετικά με το αν τα θύματα της ως άνω απώλειας κρυπτονομισμάτων επιθυμούσαν η ως άνω εταιρία να συνεχίσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα ή να την τερματίσει, οπότε και το 79% των χρηστών ψήφισαν υπέρ του τερματισμού λειτουργίας της. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 2018, η ως άνω εταιρία ανακοίνωσε ότι δεσμεύεται να αποζημιώσει τους ζημιωθέντες χρήστες – πελάτες αυτής με άλλα κρυπτονομίσματα, υπό τον όρο ότι έκαστος εξ αυτών θα παραιτούνταν εγγράφως από την άσκηση τυχόν ενδίκων βοηθημάτων σε βάρος της εταιρίας και οποιαδήποτε άλλη αξίωση σε βάρος αυτής. Ωστόσο, πάνω από 3.000 συναλλασσόμενοι με αυτήν και που διατηρούσαν απαιτήσεις σε βάρος της από τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα διαμαρτυρήθηκαν αρχικά στον προαναφερθέντα συνδιαχειριστή, καθώς δεν πείσθηκαν στις διαβεβαιώσεις του περί κλοπής και στη συνέχεια απευθύνθηκαν στο ίδρυμα «ΝΑΝΟ FOUNDATION», που προωθεί το συγκεκριμένο κρυπτονόμισμα («nano»), για παροχή νομικής υποστήριξης. Περαιτέρω, στις
- 26.4.2018, ο νορβηγικής υπηκοότητας κ. Espen Enger, ο οποίος και συντόνιζε τις προσπάθειες των ζημιωθέντων πελατών της ως άνω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου της Φλωρεντίας, δυνάμει του άρθρου 6 του Ιταλικού Πτωχευτικού Κώδικα, αίτηση πτώχευσης των εταιριών «WebCoin Solutions» και «BG Services Sri»28. Στο πλαίσιο της ως άνω πτωχευτικής διαδικασίας και προς διασφάλιση των απαιτήσεών τους, ο ως άνω ζημιωθείς από την ως άνω απώλεια των κρυπτονομισμάτων του από τους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς, που 1635 τηρούσε στις ως άνω εταιρίες και πιστωτής αυτών ζήτησε με αίτησή του ενώπιον του προαναφερθέντος Δικαστηρίου της τη λήψη προληπτικών μέτρων σε βάρος των ως άνω εταιριών και δη την διακοπή λειτουργίας της πλατφόρμας ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων των ως άνω δύο εταιριών και την δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων αυτών. Πράγματι, δυνάμει της από 5.6.2018 απόφασής του το Πρωτοδικείο της Φλωρεντίας, αφού έκρινε ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις της πτώχευσης ως προς τα ως άνω καθ’ ων η αίτηση πτώχευσης νομικά πρόσωπα διέταξε την διακοπή της λειτουργίας της πλατφόρμας, δεσμεύοντας τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών και ορίζοντας παράλληλα μεσεγγυούχο έναν δικηγόρο, ο οποίος θα συνεπικουρούνταν από ένα τεχνικό σύμβουλο, εξειδικευμένο σε θέματα πληροφορικής29. Ωστόσο, στη συνέχεια, κατά την εξέλιξη της πτωχευτικής διαδικασίας και μετά το πόρισμα του εξειδικευμένου συμβούλου σε θέματα πληροφορικής, το Δικαστήριο εκλήθη να αποφασίσει επί των πτωχευτικών απαιτήσεων πιστωτών και ειδικότερα εκείνων των οποίων τα κρυπτονομίσματα βρίσκονταν κατατεθειμένα σε μια μοναδική συλλογική ηλεκτρονική διεύθυνση της ως άνω εταιρίας, που ελεγχόταν αποκλειστικά από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής. Οι πελάτες αυτής δεν είχαν στη διάθεσή τους προσωπικά κλειδιά και δεν μπορούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε συναλλαγή χωρίς να απευθυνθούν πρώτα στο προσωπικό της εταιρίας. Το Δικαστήριο, λόγω της ανάμιξης των κρυπτονομισμάτων και της συλλογικής τοποθέτησής τους σε μια ηλεκτρονική διεύθυνση, έκρινε ότι χάνεται η κυριότητα κάθε χρήστη σε κάθε ένα από τα κατατεθειμένα κρυπτονομίσματα και ότι η κυριότητα αυτών μεταβιβάζεται πλήρως στην εταιρία, όπως ακριβώς συμβαίνει στη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης (άρθρο 1782 του Ιταλικού Αστικού Κώδικα), με αποτέλεσμα οι πιστωτές να έχουν μόνο ενοχικές αξιώσεις σε βάρος της εταιρίας30.
Η ως άνω απόφαση είναι σημαντική, καθώς από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αν και με ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να
δικάσει την ως άνω υπόθεση, ότι οι ως άνω εταιρίες ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων κατ’ αρχήν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Ιταλικός Πτωχευτικός Κώδικας, ώστε να τεθούν σε πτώχευση (εμπορική ιδιότητα των ως άνω εταιριών, αφερεγγυότητα, κέντρο των κύριων συμφερόντων τους είναι η Ιταλία και η περιοχή της Φλωρεντίας), ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών και αιτούντων την πτώχευση των ως άνω εταιριών είναι κατ’ αρχήν υπαρκτές και νόμιμες, ότι εντάσσονται στο παθητικό της πτωχευτικής περιουσίας και ότι χρήζουν εξασφάλισης με τη λήψη προληπτικών μέτρων. Περαιτέρω, με την ως άνω απόφαση αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ιδιοκτησίας επί των κρυπτονομισμάτων και της τύχης αυτής σε περίπτωση κατάθεσης σε ψηφιακή πλατφόρμα ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, τα κριτήρια ώστε να διαπιστωθεί αυτή (ύπαρξη και παροχή ιδιωτικών κλειδιών), καθώς και η χρήση του συμβατικού πλαισίου της ανώμαλης παρακαταθήκης και επί των κρυπτονομισμάτων και η μη δυνατότητα συνεπεία αυτής άσκησης εκ μέρους των κατόχων κρυπτονομισμάτων του δικαιώματος διαχωρισμού στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
Το πτωχευτικό τμήμα του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ κλήθηκε να κρίνει επί αίτησης πτώχευσης της εταιρίας «ΚΟΙΝΖ TRADING B.V.», με έδρα την πόλη του Άμστερνταμ, που ασκήθηκε από δανειστή αυτής, από απαίτηση του τελευταίου, στηριζόμενη στην καταβολή εσόδων εξόρυξης κρυπτονομισμάτων. Ειδικότερα, στις
- 17.1.2018, Δικαστήριο της περιοχής «Midden – Nederland», ύστερα από την άσκηση αγωγής, υποχρέωσε την ως άνω εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα τα έσοδα εξόρυξης, συνολικού ύψους 0,591 «bitcoin», επί ποινή προστίμου, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, έως και δέκα χιλιάδες (10.000,00) ευρώ, χωρίς ωστόσο, η ως άνω εταιρία να προβεί στην ως άνω καταβολή. Στη συνέχεια, ο ενάγων και δανειστής της εταιρίας υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ αίτηση
1636 πτώχευσης κατά της ως άνω εταιρίας. Επί της ως άνω αίτησης, εκδόθηκε, στις
- 20.3.2018, η υπ’ αριθ. C/13/642655 FT RK 18.196 απόφαση του ως άνω Πρωτοδικείου, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση και κήρυξε σε πτώχευση την ως άνω εταιρία και διόρισε Εισηγητή Δικαστή και σύνδικο αυτής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο της ως άνω απόφασης, το Δικαστήριο αρχικά εξέτασε την συνδρομή των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων κήρυξης της πτώχευσης, αναφορικά με το νομικό πρόσωπο της ως άνω εταιρίας. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι βάσει του Ολλανδικού πτωχευτικού δικαίου και δη του άρθρου 1 αυτού, πτώχευση κηρύσσεται όταν ο οφειλέτης, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση όπου έχει σταματήσει τις πληρωμές του31, είτε με δήλωσή του, είτε ύστερα από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών του ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Ως πιστωτής θεωρείται όποιος διατηρεί απαίτηση κατά του οφειλέτη, ληξιπρόθεσμη και βασιζόμενη σε υπάρχουσα κατά το χρόνο της πτώχευσης έννομη σχέση, η οποία και πρέπει να αποδεικνύεται. Ωστόσο, δεδομένου ότι η χρηματική ποινή, που περιλαμβανόταν στην ως άνω απόφαση, που επιδίκασε τα έσοδα εξόρυξης στον ασκήσαντα την αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 611 του Ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεν συνιστά απαίτηση, βάσει της οποίας να μπορεί να κηρυχθεί πτώχευση, κρίθηκε ότι μόνο αν η αξίωση πληρωμής του «Bitcoin» μπορούσε να αποδειχθεί και να θεωρηθεί ως επαληθεύσιμη αξίωση, τότε η αίτηση πτώχευσης θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, το κρυπτονόμισμα «Bitcoin» υπάρχει σε μια μοναδική, ψηφιακά, κρυπτογραφημένη σειρά αριθμών και
γραμμάτων, που είναι αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή του κατόχου, ενώ τα «bitcoins» μεταβιβάζονται με την αποστολή τους ψηφιακά από το ένα «πορτοφόλι» σε άλλο «πορτοφόλι», με αποτέλεσμα να αποτελούν ανεξάρτητα αρχεία αξίας, τα οποία και μεταβιβάζονται απευθείας από τον πληρωτή σε περίπτωση πληρωμής και κατ’ επέκταση κάθε ένα από αυτά να αντιπροσωπεύουν μια τιμή και να είναι μεταβιβάσιμα, παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά ενός περιουσιακού δικαιώματος. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αξίωση πληρωμής σε κρυπτονομίσματα είναι νομικά ισχυρή και πρέπει να θεωρηθεί ως επαληθεύσιμη αξίωση32.
Ομοίως, όπως και στην αντίστοιχη απόφαση των Ιταλικών Δικαστηρίων, η ως άνω απόφαση είναι εξόχως σημαντική, καθώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να δικάσει την ως άνω υπόθεση, ότι η ως άνω εταιρία εξόρυξης και ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο Ολλανδικός Πτωχευτικός Κώδικας, ώστε να τεθεί σε πτώχευση, κυρίως δε ότι η απαίτηση του πιστωτή αυτής ήταν υπαρκτή και νόμιμη, ενώ παρά την μη ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου, δέχθηκε ότι τα κρυπτονομίσματα, μολονότι δεν χαρακτηρίζονται ως «νομίσματα», είναι μεταβιβάσιμα, ενσωματώνουν αξία και ότι θεμελιώνουν περιουσιακά δικαιώματα στους κατόχους τους33.
Τα Ρωσικά Δικαστήρια (και δη Εμποροδικεία) έκριναν επί ζητημάτων που αφορούν 1637 τη σχέση κρυπτονομισμάτων και πτωχευτικής διαδικασίας, στις ακόλουθες τρεις (3) περιπτώσεις:
ί) Στην πρώτη εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, ο οφειλέτης (φυσικό πρόσωπο) υπέβαλε αίτηση περί κήρυξής του σε πτώχευση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των οφειλών του έναντι τρίτων προσώπων, που προέρχονταν από την ανεπιτυχή εξόρυξη κρυπτονομισμάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, κρίνοντας ότι ο ως άνω οφειλέτης ενήργησε με κακή πίστη, δεδομένου ότι αυτός εκούσια και με πρόθεση αύξησε τις υποχρεώσεις του έναντι τρίτων, προ βαίνοντας σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα, οι οποίες δεν ρυθμίζονται και δεν γίνονται αποδεκτές από την Ρωσική Ομοσπονδία35. Ωστόσο, μετά την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω απόφασης, το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις ως προς την κακή πίστη του αιτούντος – οφειλέτη και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
ϋ) Στην δεύτερη περίπτωση, σε αίτηση διαχειριστή – συνδίκου να επιτρέψει το πτωχευτικό δικαστήριο να αναζητήσει έγγραφα που θα αποδεικνύουν την πραγματική οικονομική κατάσταση του πτωχού και δη πληροφορίες για συναλλαγές με ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία και ειδικότερα με κρυπτονομίσματα (όπως «Bitcoins» και «Litecoins»), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο οφειλέτης (φυσικό πρόσωπο) οφείλε να παραδώσει στο σύνδικο όλα τα σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες από αυτόν συναλλαγές με κρυπτονομίσματα έγγραφα, ώστε ο τελευταίος να μπορέσει να προβεί σε εκτίμηση της ακριβούς περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη – πτωχού. 36
ίίί) Η τρίτη περίπτωση, που είναι και η πιο σημαντική, απασχόλησε τα Δικαστήρια της Ρωσίας και τέθηκε στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας φυσικού προσώπου και δη του Ilya Tsarkov. Η υπόθεση αυτή εκδικάστηκε για πρώτη φορά από το Εμπορικό Δικαστήριο της Μόσχας τον Μάρτιο του 2018 (με αριθμό υπόθεσης Α40-124668/17- 71-160) και στη συνέχεια από το 9ο Εφετείο της Μόσχας τον Μάιο του 2018 (με αριθμό υπόθεσης Α40-124668/2017). Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας που είχε ήδη ξεκινήσει σε βάρος του πτωχού Ilya Tsarkov, ο σύνδικος υπέβαλε αίτηση στο ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αιτούμενος να συμπεριληφθεί στην πτωχευτική περιουσία του προαναφερθέντος πτωχού το περιεχόμενο του «πορτοφολιού κρυπτονομισμάτων», που φερόταν να διατηρεί ο τελευταίος στην ιστοσελίδα «www.blockhain.info» και που ανερχόταν σε 0,2 Bitcoin, με αξία 2.300 αμερικανικά δολάρια κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης, καθώς και να του παραδοθεί από τον πτωχό το ιδιωτικό κλειδί πρόσβασης του ως άνω πορτοφολιού. Ο σύνδικος ισχυρίστηκε ότι τα κρυπτονομίσματα που βρίσκονταν εντός του ψηφιακού πορτοφολιού του πτωχού ήταν περιουσιακό στοιχείο και δεδομένου ότι πρωταρχικός σκοπός της διαδικασίας πτώχευσης είναι η ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και η μεγιστοποίηση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών, τα κρυπτονομίσματα έπρεπε να ενταχθούν στην πτωχευτική περιουσία. Αντιθέτως, ο πτωχός ισχυρίστηκε ότι από τη στιγμή που η (τότε) ισχύουσα ρωσική νομοθεσία δεν περιείχε ρυθμίσεις ως προς τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και δεν τα αναγνώριζε ρητά, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν και αντικείμενο περιουσιακών δικαιωμάτων37. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο πτωχευτικό 1638 δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του συνδίκου, αρνούμενο να αναγνωρίσει τα κρυπτονομίσματα ως περιουσιακό στοιχείο και κατ’ επέκταση ως μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, κρίνοντας ότι η νομική φύση των κρυπτονομισμάτων είναι ασαφής και ότι αυτά αποτελούν μια μορφή λογισμικού, που αποτυπώνονται στο διαδίκτυο και δεν συνάδουν με τα συνήθη μέσα πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί αν αποτελούν περιουσιακά στοιχεία ή απλώς μια πληροφορία ή στοιχείο σε αποκεντρωμένους «servers» και κατ’ επέκταση να μην μπορεί να θεωρηθεί ο πτωχός ως ο κύριος του ως άνω πορτοφολιού κρυπτονομισμάτων. Στη συνέχεια, το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κάνοντας αναφορά σε διάφορα έγγραφα της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, τόνισε ότι τα ψηφιακά νομίσματα είναι ευμετάβλητα ως προς την αξία τους καθώς και ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συναλλαγές υψηλού κινδύνου ή αμφίβολης νομιμότητας συναλλαγές που παραβιάζουν τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και ότι λόγω της ανωνυμίας που είναι εγγενής στη λειτουργία ορισμένων πορτοφολιών κρυπτονομισμάτων και των ιστοσελίδων όπου αυτά διατηρούνται (εν προκειμένω η εγγραφή στην προαναφερθείσα ιστοσελίδα «www.blockchain.info» ήταν δωρεάν και απαιτούσε μόνο επαλήθευση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), η ιδιοκτησία επί των κρυπτονομισμάτων εκάστου ψηφιακού πορτοφολιού ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν ως στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Μετά την άσκηση έφεσης από τον σύνδικο, στις 15.5.2018, το αρμόδιο Εφετείο της Μόσχας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και συμπεριέλαβε το «πορτοφόλι κρυπτονομισμάτων» του πτωχού στην πτωχευτική περιουσία, ενώ υποχρέωσε τον πτωχό να παράσχει στο σύνδικο και το ιδιωτικό κλειδί πρόσβασης στο ως άνω «πορτοφόλι κρυπτονομισμάτων». Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου, τα περιουσιακά στοιχεία δεν απαριθμούνται εξαντλητικά στο ρωσικό δίκαιο και δη στο άρθρο 128 του Ρωσικού Αστικού Κώδικα,
το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται τελολογικά, καθώς και ότι λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες οικονομικές πραγματικότητες, τα συναλλακτικά ήθη και το επίπεδο ανάπτυξης της των τεχνολογιών της πληροφορίας, η ευρύτερη ερμηνεία του όρου «περιουσιακά στοιχεία» είναι δικαιολογημένη. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι από τη στιγμή που ο πτωχός είναι σε θέση να χρησιμοποιεί, να κατέχει και να διαθέτει ελεύθερα το περιεχόμενο του ως άνω «πορτοφολιού», θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κύριος αυτού. Επιπρόσθετα, το ως άνω Εφετείο έκρινε ότι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο με οικονομική αξία πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία, εκτός κι αν αποκλείεται ρητά από την πτωχευτική νομοθεσία και κατά συνέπεια, η ως άνω πρωτόδικη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα το νόμο και στέρησε τους πιστωτές από την δυνατότητά τους να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους στο σύνολό τους, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, κατ’ αποδοχή του προβληθέντος από τον εκκαλούντα – συνδίκου ισχυρισμού ως βάσιμου, οποιοσδήποτε κακόπιστος οφειλέτης θα μετέτρεπε ή θα ρευστοποιούσε τα περιουσιακά του στοιχεία σε κρυπτονομίσματα και υπό την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης και απαγόρευσης χρήσης του ως μέσου πληρωμής θα επιτύγχανε καταδολιευτικά την αποφυγή πληρωμής των οφειλών του και την ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών του.
Κοινό στοιχείο των ως άνω αποφάσεων είναι ότι παρά την έλλειψη σαφούς νομοθετικού πλαισίου, τα ρωσικά Δικαστήρια τείνουν να αρνούνται μεν το χαρακτήρα των κρυπτονομισμάτων, ως μέσο πληρωμής, πλην όμως αποδέχονται ότι ενσωματώνουν οικονομική αξία και ότι αποτελούν περιουσιακά στοιχεία, άρα κατ’ επέκταση δύνανται να είναι μέρος της πτωχευτικής περιουσίας.
Κατά το διάστημα των ετών 2019 έως 2021 απασχόλησε για πρώτη φορά τα Δικαστήρια του Καναδά πτωχευτική υπόθεση, που αφορούσε τη δραστηριότητα εταιρίας παροχής και διεξαγωγής συναλλαγών με κρυπτονομίσματα (ψηφιακής πλατφόρμας) και συγκεκριμένα της εταιρίας «QUADRIGA ΟΧ». Ειδικότερα, η ως άνω εταιρία ξεκίνησε τη λειτουργία της το Δεκέμβριο του 2013, με σκοπό να εισέλθει σε μια αναδυόμενη αγορά, που στηρίζεται στην κρυπτογραφία και να 1639 κερδίσει ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς στο Καναδά, διευκολύνοντας τους πολίτες να προβούν σε αγορές κρυπτονομισμάτων και δη Bitcoin. Εξάλλου, στα τέλη του 2013, λίγο πριν ξεκινήσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα, η αξία του ως άνω κρυπτονομίσματος είχε ανέλθει γεωμετρικά και είχε ήδη ξεπεράσει τα 1.000 δολάρια Αμερικής σε σχέση με την αξία που είχε κατά τις αρχές του ίδιου έτους (100 δολάρια Αμερικής). Έτσι, η ως άνω εταιρία παρουσιάστηκε στους Καναδούς ως παρέχουσα μια ψηφιακή πλατφόρμα, που επέτρεπε σ’ αυτούς να έχουν γρήγορη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε μια γκάμα κρυπτονομισμάτων, με κυρίαρχο εκείνο του Bitcoin. Αρχικά, οι πελάτες αυτής μπορούσαν να προβαίνουν σε καταθέσεις και αναλήψεις στους λογαριασμούς τους, χρησιμοποιώντας μόνο δολάρια Καναδά ή Bitcoin και στη συνέχεια να τα ανταλλάσσουν με περιουσιακά στοιχεία άλλων πελατών της πλατφόρμας. Η εταιρία αντλούσε τα έσοδά της από την προμήθεια που επέβαλλε σε κάθε διενεργούμενη συναλλαγή, που κυμαινόταν από 0,2 έως 0,5% επί της αξίας κάθε συναλλαγής, καθώς και από άλλα τέλη συναλλαγών που καταλόγιζε στους πελάτες της. Το πρώτο έτος εργασιών της, η ως άνω εταιρία σημείωσε σταθερή αύξηση της πελατειακής της βάσης, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος του
2014, τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία που είχαν καταχωρηθεί στους τηρούμενους λογαριασμούς των πελατών της να ανέρχονται σε περίπου 3.600 Bitcoin και 400.000 USD. Οι πελάτες της ως άνω εταιρίας «QuadrigaCX» είχαν διαφορετικά επίπεδα εμπειρίας και γνώσης κρυπτογράφησης. Οι πιο ενεργοί πελάτες πραγματοποίησαν συναλλαγές εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε περιουσιακά στοιχεία και ολοκλήρωσαν χιλιάδες συναλλαγές. Μερικοί πελάτες ήταν εξελιγμένοι έμποροι κρυπτογράφησης περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούσαν πολύπλοκες στρατηγικές συναλλαγών arbitrage χρησιμοποιώντας αυτοματοποιημένα bots που θα μπορούσαν να αναλύσουν τη δραστηριότητα της αγοράς και τις συναλλαγές γρηγορότερα από έναν άνθρωπο. Άλλοι απλώς είχαν ακούσει για τα κέρδη που είχαν οι φίλοι τους από την αύξηση των τιμών των κρυπτονομισμάτων και δεν ήθελαν να χάσουν την ευκαιρία. Ορισμένοι πελάτες της ως άνω εταιρίας είχαν τέτοια άγνοια με την αγορά κρυπτογραφημένων περιουσιακών στοιχείων που εξαρτιόντουσαν απόλυτα από την εταιρία «QuadrigaCX» για να απαντήσει σε βασικές ερωτήσεις σχετικά με την εμπορία κρυπτονομισμάτων, ενώ άλλη κατηγορία πελατών μετέφεραν κρυπτογραφικά περιουσιακά στοιχεία στην πλατφόρμα ως μέσο ανταλλαγής διαφορετικών νομισμάτων. Για να γίνει κάποιος πελάτης της ως άνω εταιρίας έπρεπε να δημιουργήσει έναν λογαριασμό στον ιστότοπο αυτής και με τη χρήση μίας από τις πολλές επιλογές για τη χρηματοδότηση του λογαριασμού του με παραστατικό χρήμα (fiat currency) ή με κρυπτονομίσματα. Οποιοσδήποτε πελάτης ήθελε να χρηματοδοτήσει ή να προβεί σε ανάληψη από έναν λογαριασμό, χρησιμοποιώντας παραστατικό χρήμα θα έπρεπε να υποβάλει στην εταιρία αντίγραφο της ταυτότητάς του ή άλλου σχετικού εγγράφου για επαλήθευση των προσωπικών του στοιχείων. Μόλις λάμβανε χώρα η δημιουργία του λογαριασμού, ο πελάτης θα μπορούσε να ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση είτε παραστατικού χρήματος είτε κρυπτονομισμάτων με άλλους πελάτες μέσω του ιστότοπου της εταιρίας, χωρίς ωστόσο η τελευταία να παρέχει ποτέ τα ονόματα των αντισυμβαλλομένων στις συναλλαγές τους. Αν και η ως άνω εταιρία ξεκίνησε ως πλατφόρμα για τη διενέργεια συναλλαγών με παραστατικό χρήμα και Bitcoin, που ήταν το κυρίαρχο κρυπτονόμισμα εκείνο το χρονικό διάστημα, σύντομα πρόσθεσε και άλλα κρυπτονομίσματα, όπως το Ethereum, το Ethereum Classic, το Litecoin και πολλές εναλλακτικές εκδοχές του Bitcoin (Bitcoin Cash, Gold και SV). Όπως με πολλές άλλες πλατφόρμες συναλλαγών με κρυπτογραφημένα περιουσιακά στοιχεία, οι συναλλαγές εντός της ως άνω ψηφιακής πλατφόρμας δεν καταγράφηκαν στο δίκτυο «blockchain». Συγκεκριμένα, αν και η κατάθεση και η ανάληψη στο τηρούμενο λογαριασμό – ψηφιακό πορτοφόλι εκάστου πελάτη καταγραφόταν στο δίκτυο «blockchain», αντιθέτως, οι συναλλαγές μεταξύ πελατών της εταιρίας καταγράφονταν μόνο σε λογιστικά έγγραφα της πλατφόρμας, στα οποία είχαν πρόσβαση μόνο οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρίας. Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία που αντικατοπτρίζονταν στα υπόλοιπα των λογαριασμών των πελατών της εταιρίας ανήκαν στο νομικό πρόσωπο της εταιρίας, υπό την έννοια ότι όταν ένας πελάτης πίστωνε τον τηρούμενο στην εταιρία «QUADRIGACX» λογαριασμό του με κάποιο παραστατικό χρήμα ή κρυπτονόμισμα, ο τελευταίος δεν είχε πλέον έλεγχο ή κυριότητα επ’ αυτού αλλά ενοχική αξίωση έναντι της εταιρίας. Στη συνέχεια, ο πελάτης μπορούσε να ανταλλάξει αυτή την αξίωση με τις αντίστοιχες αξιώσεις άλλων πελατών. Υπό αυτή την έννοια, οι πελάτες της ως άνω ψηφιακής 1640 πλατφόρμας αγόραζαν και πώλούσαν μεταξύ τους δικαιώματα, ώστε να λάβουν στη συνέχεια από την εταιρία κρυπτονομίσματα ή παραστατικό χρήμα. Για παράδειγμα,
αν ο πελάτης Α αγόρασε Bitcoin από τον πελάτη Β σε αντάλλαγμα για δολάρια Καναδά, το Bitcoin δεν παραδιδόταν στον Α, ούτε τα δολάρια Καναδά στον Β, αλλά οι λογαριασμοί τους στην πλατφόρμα θα προσαρμόζονταν λογιστικά, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις αξιώσεις εκάστου εξ αυτών έναντι της εταιρίας, οπότε και στη περίπτωση όπου ήθελε ο πελάτης να τα αναλάβει έπρεπε να υποβάλλει σχετικό αίτημα στην εταιρία. Στην πραγματικότητα, το μοντέλο λειτουργίας και οι πρακτικές της «QuadrigaCX» ήταν ελαττωματικά και έθεσαν τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών σε σημαντικό κίνδυνο απώλειας, κλοπής και κατάχρησης. Λόγω κακοδιαχείρισης και κατάχρησης της εξουσίας του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας και κυρίως λόγω της αδυναμίας της εταιρίας να αποδώσει στους πελάτες της τα αιτούμενα από αυτούς χρηματικά ποσά, η συναλλακτική δραστηριότητα αυτής τον Δεκέμβριο του 2018 σταμάτησε και στη συνέχεια μετά από την υποβολή σχετικού αιτήματος από την εταιρία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Νέας Σκωτίας, το τελευταίο έδωσε την εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία υπαγωγής της σε καθεστώς αναδιοργάνωσης, ορίζοντας ως επιμελήτρια την εταιρία «Ernst & Young Inc». Ωστόσο, στις 14.4.2020, η επιτροπή «Ontario Securities Commission» εξέδωσε το πόρισμά της επί της δραστηριότητας της εταιρίας, αποκαλύπτοντας την δράση του νομίμου εκπροσώπου αυτής αλλά και την μαζική απώλεια των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, με αποτέλεσμα στις 15.4.2019, οι πιστωτές της υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης της εταιρίας, η οποία και έγινε δεκτή, ορίζοντας ως σύνδικο την ως άνω «Ernst & Young Inc»38. Στις 27.6.2019, το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Σκωτίας επέτρεψε με απόφασή του να ξεκινήσει η διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων των δανειστών της ως άνω εταιρίας. Οι ζημιωθέντες χρήστες της πλατφόρμας θα μπορούσαν να υποβάλλουν τις αξιώσεις τους, αποτιμώμενες σε δολάρια Καναδά, δολάρια ΗΠΑ ή σε έναν από περισσότερους από έξι τύπους κρυπτονομισμάτων (ή οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών), τα οποία ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην ως άνω ψηφιακή πλατφόρμα της πτωχής. Τυχόν διανομές στους πτωχευτικούς πιστωτές θα γίνονταν σε δολάρια Καναδά, ενώ σημειώνεται ότι με την ως άνω απόφαση δεν καθοριζόταν η ακριβής ημερομηνία μετατροπής των αξιώσεων των δανειστών από κρυπτονομίσματα σε δολάρια Καναδά. Στη συνέχεια, η ως άνω υπόθεση παραπέμφθηκε στις στο Ανώτατο Δικαστήριο του Οντάριο (Εμπορική Λίστα) στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, οπότε και στις 11.9.2020, η ως άνω σύνδικος εταιρία δήλωσε ότι μέχρι τότε είχε λάβει 17.053 αναγγελίες απαιτήσεων και ζήτησε να καθοριστεί ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης (15.4.2019) ως βάση για την μετατροπή των απαιτήσεων σε κρυπτονομίσματα ή δολάρια ΗΠΑ σε δολάρια Καναδά. Ένας εκ των πιστωτών αντιτάχθηκε στην πρόταση του συνδίκου και υπέβαλε ότι οι αξιώσεις σε κρυπτονομίσματα θα πρέπει να μετατραπούν σε δολάρια Καναδά, χρησιμοποιώντας τις επικρατούσες συναλλαγματικές ισοτιμίες κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης της πτωχής εταιρίας για υποβολή αυτής σε καθεστώς αναδιοργάνωσης (5 Φεβρουάριου 2019). Ο καθορισμός της ακριβούς ημερομηνίας μετατροπής των αξιώσεων σε δολάρια Καναδά ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς οι τιμές των κρυπτονομισμάτων είναι ιδιαίτερα ασταθείς και κυμάνθηκαν σημαντικά μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής αίτησης για σχέδιο αναδιοργάνωσης και της ημερομηνίας κήρυξης της πτώχευσης. Συγκεκριμένα, η αξία των περισσοτέρων κρυπτονομισμάτων κατά την επίμαχη περίοδο αυξήθηκαν σημαντικά. Ως εκ τούτου, αν και η συνολική προς διανομή πτωχευτική περιουσία παραμένει η ίδια ανεξάρτητα από την ημερομηνία μετατροπής, το ποσοστό συμμετοχής εκάστου πιστωτή στο προϊόν της διανομής θα ήταν διαφορετικό ανάλογα με την ημερομηνία που τελικά θα καθοριζόταν ως βάση.
Μετά την συζήτηση της ως άνω αίτησης της συνδίκου εταιρίας, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 1.3.2021, καθορίζοντας ως ημερομηνία μετατροπής των απαιτήσεων των αναγγελθέντων πιστωτών εκείνη της κήρυξης της πτώχευσης39. Το Δικαστήριο εξέτασε αρχικά το ζήτημα αν μπορεί να ενταχθεί ένα
- 1641 κρυπτονόμισμα στην πτωχευτική περιουσία, σύμφωνα με τον ισχύοντα πτωχευτικό νόμο (ΒΙΑ), κρίνοντας ότι ο ορισμός της έννοιας της περιουσίας, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 67 § 1 του ως άνω πτωχευτικού νόμου είναι αρκετά ευρύς, ώστε να περιλαμβάνει και κρυπτονομίσματα40. Στη συνέχεια, απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό περί του ότι οι αξιώσεις που απέρρεαν από κρυπτονομίσματα δεν ήταν εκκαθαρισμένες και ληξιπρόθεσμες ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι οι ως άνω απαιτήσεις ήταν εκκαθαρισμένες και μπορούσαν να υπολογιστεί το ακριβές ύψος αυτών με απλές μαθηματικές πράξεις, ενώ κατόπιν ως ημερομηνία μετατροπής της αξίας για έκαστη απαίτηση από κρυπτονομίσματα σε δολάρια Καναδά ορίστηκε η ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης, για τους ακόλουθους λόγους: α) οι απαιτήσεις από κρυπτονομίσματα είναι παρόμοιες με εκείνες που απορρέουν από ξένο συνάλλαγμα, σύμφωνα με το άρθρο 215 του πτωχευτικού νόμου του Καναδά, που προβλέπει ως βάση για τον υπολογισμό αυτών και τη μετατροπής τους σε δολάρια Καναδά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης41, β) η πτώχευση της ως άνω ψηφιακής πλατφόρμας προσομοιάζει με εκείνη μιας εταιρίας κινητών αξιών, οπότε και πάλι η αξία κάθε κινητής αξίας αποτιμάται βάσει της αξίας που έχει κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης και γ) οι αρχές της αποτελεσματικότατος και των συναλλακτικών ηθών που εφαρμόζονται και στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας προτάσσουν την αποτίμηση των αξιώσεων από κρυπτονομίσματα με βάση την αξία αυτών κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης.
Η ως άνω απόφαση, που είναι η πρώτη που απασχόλησε τα δικαιοδοτικά όργανα του Καναδά, είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αφορά τη πτώχευση μιας ψηφιακής πλατφόρμας, αναγνωρίστηκε το κρυπτονόμισμα ρητώς ως «περιουσία», που εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία και που διανέμεται, μετά την εξέλεγξη των απαιτήσεων και τη ρευστοποίησή της μεταξύ των αναγγελθέντων πτωχευτικών δανειστών. Περαιτέρω, αν και το Δικαστήριο απέφυγε να εντάξει το κρυπτονόμισμα σε ένα από τα τυποποιημένα βάσει της καναδικής νομοθεσίας περιουσιακά αντικείμενα και δικαιώματα (όπως πχ νόμισμα, χρήμα, ασφάλεια, εμπόρευμα), εντούτοις προέβη σε ανάλογη εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν τις πτωχευτικές απαιτήσεις από ξένα νομίσματα και κινητές αξίες, προκρίνοντας ότι ως ημερομηνία βάσει της οποίας θα υπολογιστεί η αξία εκάστης απαίτησης από κρυπτονόμισμα θα είναι εκείνη της κήρυξης σε πτώχευση.
Η σχέση πτωχευτικού δικαίου και κρυπτονομισμάτων τέθηκε προς κρίση ενώπιον των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων των ΗΠΑ για πρώτη φορά πριν από 7 περίπου χρόνια, στο πλαίσιο της διαδικασίας εταιρικής πτώχευσης στη Βόρεια Περιφέρεια της Πολιτείας της Καλιφόρνια. Η εταιρία με την επωνυμία «HashFast Techn. LLC», που δραστηριοποιείτο στο τομέα εξόρυξης κρυπτονομισμάτων, ήταν πρωτοπόρος σε μια τεχνολογία που παρείχε τη δυνατότητα στα πρόσωπα που έκαναν εξόρυξη Bitcoin να ξεπερνούν σε ταχύτητα και αποδοτικότητα τους ανταγωνιστές τους42.
Στο πλαίσιο της περαιτέρω ανάπτυξης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας ζήτησε τη συνδρομή του Dr. Mark Lowe, που ήταν υποστηρικτής του κρυπτονομίσματος Bitcoin και που διέθετε πολυάριθμο κοινό που τον παρακολουθούσε διαδικτυακά και εν γένει στις δημοσιεύσεις του, ώστε να προωθηθεί και να διαδοθεί στο ευρύ κοινό η ως άνω τεχνολογία της εταιρίας, με την περαιτέρω συμφωνία ότι σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, ο ως άνω θα λάμβανε ως προμήθεια το 10% επί των εσόδων από την πρώτη ομάδα πωλήσεων που θα επιτυγχάνονταν και που τελικώς ανήλθε στο ποσό των 308.000 δολαρίων ΗΠΑ43. Ωστόσο, αντί η ως άνω εταιρία να του καταβάλει το ως άνω ποσό ως προμήθεια του μεταβίβασε 3.000 bitcoins. Όταν η εταιρία βρέθηκε σε διαδικασία πτώχευσης44, ο διαχειριστής του κεφαλαίου 11 προσπάθησε να ανακαλέσει την ως άνω μεταβίβαση ως προϊόν απάτης. Κατά το χρόνο εκείνο, η αξία των ως άνω bitcoins που είχαν μεταβιβασθεί στον Lowe είχε ξεπεράσει το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ. Ο διαχειριστής, στην αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου, ζητούσε είτε την επιστροφή των Bitcoin είτε την καταβολή στην εταιρία της τρέχουσας αξίας αυτών. Σε απάντηση, ο Lowe ζήτησε από το πτωχευτικό Δικαστήριο να αντιμετωπίσει το bitcoin ως νόμισμα και έτσι σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης ανάκλησης το ποσό που θα έπρεπε να αποδοθεί δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το ποσό των 300.000 δολαρίων ΗΠΑ45. Συγκεκριμένα, ο μεν διαχειριστής ζητούσε, στο πλαίσιο της διαφοράς, να αναγνωριστεί ότι τα ως άνω Bitcoin συνιστούν “commodity”, όπως ακριβώς και ο χρυσός, το ασήμι, με αποτέλεσμα ο υπολογισμός της αξίας τους θα έπρεπε να γίνει με βάση την τρέχουσα τιμή της αγοράς, κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, στηριζόμένος αφενός μεν σε μια απόφαση της Επιτροπής με την ονομασία «Commodity Futures Trading Commission (CFTC)», σύμφωνα με την οποία τα ψηφιακά νομίσματα θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με το ρυθμιστικό πλαίσιο της Commodities Exchange Act, αφετέρου δε στις κατευθυντήριες οδηγίες του έτους 2014 της Υπηρεσίας IRS46. Αντιθέτως, ο Lowe, επικαλούνταν ότι τα ως άνω κρυπτονομίσματα έπρεπε να χαρακτηρισθούν και να υπαχθούν στην έννοια του χρήματος (currency) και ως εκ τούτου ο υπολογισμός της αξίας τους θα έπρεπε να γίνει με βάση τον χρόνο κατά τον οποίο του μεταβιβάστηκαν, στηριζόμένος αφενός μεν σε μια σχετική απόφαση του «Treasury Department’s Financial Crimes Network» (FinCen)47, αφετέρου δε σε μια απόφαση της επιτροπής «Securities and Exchange Commision». To Δικαστήριο της Βόρειας Περιφέρειας της Πολιτείας της Καλιφόρνια, με την απόφασή του, είχε ενώπιον του δύο κρίσιμα ζητήματα να κρίνει. Το πρώτο ήταν ποια είναι η νομική φύση του bitcoin και δη αν αυτό συνιστά χρήμα «currency» ή εντάσσεται στην έννοια του προϊόντος, εμπορεύματος «commodity» σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Πτωχευτικό Κώδικα των ΗΠΑ καθώς και αν αυτό περαιτέρω εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 541a του ως άνω Κώδικα48. Με βάση την κρίση επί του πρώτου ερωτήματος θα καθοριζόταν και η απάντηση στο δεύτερο και συγκεκριμένα αν το ως άνω κρυπτονόμισμα χαρακτηριζόταν ως «currency», τότε ο διαχειριστής μπορούσε να αναλάβει μόνο την αξία των κρυπτονομισμάτων, υπολογιζόμενη όμως κατά το χρόνο της αρχικής μεταβίβασης αυτών, ενώ αν αυτό χαρακτηριζόταν ως «commodity», τότε το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιλύσει το ακόλουθο ζήτημα, να προσδιορίσει την ακριβή φύση με την οποία θα επιτυγχανόταν η ανάκληση της ως άνω μεταβίβασης κρυπτονομισμάτων49. Το άρθρο 550(a) του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ επιτρέπει στο δικαστήριο να διατάξει την
επιστροφή είτε αυτούσιου του αντικειμένου είτε της αξίας αυτού. Επειδή βάσει της γραμματικής ερμηνείας του ως άνω άρθρου, δεν προσδιορίζεται ο χρόνος υπολογισμού της αξίας της επιστρεπτέας περιουσίας και δη στο πλαίσιο πτωχευτικής ανάκλησης και επειδή τα κρυπτονομίσματα εκ της φύσης τους υπόκεινται σε συχνές και εκτεταμένες αυξομειώσεις της αξίας τους, συνεκτιμώντας και την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο μπορούσε είτε να διατάξει την επιστροφή των Bitcoin ως αυτούσιων ή στην τρέχουσα αξία τους, οπότε και θα λάμβανε ο διαχειριστής το συνολικό ποσό των 2,3 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, είτε να διατάξει την επιστροφή στον διαχειριστή της αξίας που είχαν τα κρυπτονομίσματα κατά το χρόνο της μη ορθής μεταβίβασης, ήτοι του ποσού των 363.861,43 δολαρίων ΗΠΑ και να αφήσει το υπόλοιπο ποσό στον Lowe50. Αντιθέτως, το πτωχευτικό δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει επί των ισχυρισμών του Lowe, αποφαινόμενο ότι τα Bitcoin δεν εμπίπτουν στην έννοια του «currency» αλλά αποτελούν άυλη προσωπική περιουσία, που εντάσσεται στην πτωχευτική περιουσία, όπως το copyright ή το trademark51. Ωστόσο, η ως άνω κατηγοριοποίηση των κρυπτονομισμάτων, κατά τον Δικαστή Montali, έχει θέση μόνο σε περίπτωση αιτήσεων ανάκλησης και αποζημίωσης που υπάγονται στο άρθρο 550 του Πτωχευτικού Κώδικα και δεν τυγχάνει γενικής εφαρμογής52. Αμφότερα τα μέρη τελικά συμβιβάστηκαν, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει περαιτέρω η εν λόγω υπόθεση και το σχετικό ζήτημα να μην απασχολήσει περαιτέρω το εν λόγω ή άλλο Δικαστήριο.
Η ως άνω απόφαση κρίνεται σημαντική, καθώς παρά το γεγονός ότι δεν δικαιολόγησε επαρκώς την επιλογή του χαρακτηρισμού του Bitcoin ως commodity και εν γένει να καθορίσει με συγκεκριμένα κριτήρια τη νομική φύση αυτού, ώστε στη συνέχεια να υπαχθεί και στο ανάλογο ρυθμιστικό πλαίσιο, εντούτοις είναι η πρώτη δικαστική απόφαση των ΗΠΑ, όπου κρίνεται ρητώς ότι τα κρυπτονομίσματα εντάσσονται στη πτωχευτική περιουσία, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αντικείμενο αγωγής πτωχευτικής ανάκλησης και ότι ο υπολογισμός της αξίας τους σε περίπτωση ανάκλησης θα πρέπει να γίνεται με βάση την τρέχουσα αξία τους, ήτοι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος.
Η σχέση μεταξύ κρυπτονομισμάτων και πτωχευτικού δικαίου απασχόλησε και άλλες φορές τα δικαστήρια των ΗΠΑ, αλλά υπό άλλο πρίσμα και δη στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της προσπάθειας πολλών οφειλετών να αποκρύψουν περιουσιακά στοιχεία τους από τους οφειλέτες, μεταξύ δε αυτών και των κρυπτονομισμάτων τους. Ειδικότερα:
Α) Στις 13.7.2015, ο Curtis James Jackson III, γνωστός και στη μουσική βιομηχανία ως Raper 50 cent, κατέθεσε αίτηση για να υπαχθεί σε καθεστώς πτώχευσης κατά το 1644 κεφάλαιο 11 του Πτωχευτικού Κώδικα, στο πτωχευτικό δικαστήριο της περιφέρειας του Connecticut, New Haven Division, ενώ την ίδια ημέρα έπρεπε να παρουσιαστεί σε άλλο δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας νάρκης, προκειμένου να εκδικαστεί άλλη υπόθεση όπου ήταν εναγόμενος ο ίδιος και όπου θα κρινόταν αν οφείλε ή όχι τιμωρητική αποζημίωση (punitive damages) στην Lastonia Leviston53. Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας και λόγω αναρτήσεων στις οποίες προέβη ο ως άνω αϊτών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εμφανιζόμενος με στοίβες χρηματικών ποσών και δηλώνοντας μεταξύ άλλων ότι είχε λάβει μέρος της αμοιβής του για ένα μουσικό του άλμπουμ 700 Bitcoin, ύστερα από αιτήματα των πιστωτών του ενώπιον του ως
άνω πτωχευτικού δικαστηρίου, ο ως άνω οφειλέτης αναγκάστηκε να υποβάλλει έγγραφη ένορκη δήλωση με την οποία δήλωνε ότι ουδέποτε κατείχε ή εξακολουθεί να κατέχει κρυπτονομίσματα και ότι παρερμηνεύτηκε η δήλωσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεδομένου ότι εκείνος εισέπραξε την αξία των 700 Bitcoin, σε δολάρια ΗΠΑ, αφού μια τρίτη εταιρία με την επωνυμία «Central Nervous LLC» είχε ήδη προβεί στην μετατροπή των ως άνω Bitcoin σε δολάρια ΗΠΑ, προσκομίζοντας μάλιστα και τις σχετικές αποδείξεις συναλλαγών54.
Β) Στην Πολιτεία της Utah, η πολυμελής οικογένεια Peeples διατηρούσε ανταλλακτήριο συναλλάγματος και μίσθωνε για τις στεγαστικές της ανάγκες μια οικία, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις συναλλακτικές τους υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να υποβάλλουν αίτημα στο αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο να κηρυχθούν σε πτώχευση, επικαλούμενοι ότι δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και ότι είχαν απολέσει περίπου 30.000 δολάρια ΗΠΑ από την επιχείρησή τους. Οι ιδιοκτήτες της μισθωμένης οικογενειακής στέγης προσπάθησαν να μην κηρυχθούν σε πτώχευση οι ως άνω οφειλέτες, δεδομένου ότι το ύψος των οφειλών τους από μη καταβληθέντα μισθώματα ανερχόταν στο ποσό των 50.000,00 δολαρίων ΗΠΑ και επικαλούμενοι ότι δεν πρέπει να τους παρασχεθεί αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος τους, αφού εκείνοι δεν προσκόμισαν ικανοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τον τρόπο απώλειας των κεφαλαίων της επιχείρησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και δέχθηκε ότι η επικαλούμενη από τους αϊτούντες απώλεια των κεφαλαίων και η μη ύπαρξη κέρδους από την λειτουργία της επιχείρησης δεν αιτιολογήθηκε από αυτούς επαρκώς, απέρριψε εξίσου και τα αιτήματα των πιστωτών – ιδιοκτητών, κρίνοντας ότι ούτε και εκείνοι απέδειξαν αν οι αιτούντες απέκρυβαν περιουσιακά τους στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης πτώχευσης55. Μετά την άσκηση έφεσης, οι εκκαλούντες πιστωτές επανέλαβαν τους ισχυρισμούς τους και περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι οι οφειλέτες θα μπορούσαν το επικαλούμενο από αυτούς ως απωλεσθέν ποσό των 30.000 δολαρίων ΗΠΑ να το έχουν επενδύσει σε κρυπτονομίσματα, προκειμένου να το αποκρύψουν και να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησής τους. Ωστόσο, το Δέκατο Πτωχευτικό Εφετείο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό τους ως αναπόδεικτη εικασία, κρίνοντας περαιτέρω ότι αν και οι οφειλέτες δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την έλλειψη περιουσιακών τους στοιχείων, εντούτοις δεν αποδείχθηκε καμία προσπάθεια εκ μέρους τους απόκρυψης ή εξαπάτησης των πιστωτών τους56.
Γ) Ο Jordon SCHULTZ παρείχε υπηρεσίες προσωπικής συμβουλευτικής που είχε για το σκοπό αυτό δημιουργήσει μια επιχείρηση σχετική, διατηρώντας παράλληλα και μια ψηφιακή πλατφόρμα, όπου αναρτούσε εκπαιδευτικά βίντεο και άλλες εφαρμογές. Μετά από αλλεπάλληλα πλήγματα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή και δη προστριβές με τους συνεταίρους του, διαζύγιο, πυρκαγιά στο σπίτι του, ο τελευταίος υπέβαλε αίτηση κήρυξής του σε καθεστώς πτώχευσης τόσο ατομικά όσο και για λογαριασμό της εταιρίας του, αιτούμενος να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου 7 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και δη κατά την υποβολή εκ μέρους των περιουσιακών του στοιχείων προέβη σε δυο σφάλματα, αφενός μεν μην αποκαλύπτοντας ότι κατείχε ένα λογαριασμό με bitcoin, συνολικής αξίας 30.000 δολαρίων ΗΠΑ, αφετέρου δε ότι υποτιμώντας την αξία του πελατολογίου από το ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ, όπως είχε αναφέρει σε ένα
διαδικτυακό σεμινάριο, στο ποσό των 700 δολαρίων ΗΠΑ. Οι πιστωτές του υπέβαλαν 1645 αίτημα στο δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση και να μην δεχθεί την διαγραφή των χρεών του, καθώς ο αϊτών παραβίασε την πτωχευτική νομοθεσία, δηλώνοντας ανακριβώς τα ως άνω περιουσιακά του στοιχεία και μάλιστα ψευδορκώντας. Ο αϊτών – οφειλέτης υποστήριξε ότι τα σχετικά έντυπα και δηλώσεις συμπληρώθηκαν και υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις υποδείξεις του λογιστή του και ενός φιλικού του προσώπου και ότι οι όποιες ανακρίβειες εκ μέρους του οφείλονται στην πολύ άσχημη ψυχολογική του κατάσταση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού εξέτασε μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και τον λογιστή του αιτούντος και τον παρακολουθούντα αυτόν ιατρό, απέρριψε τους ισχυρισμούς των πιστωτών, κρίνοντας ότι οι ψευδείς ένορκες δηλώσεις του οφειλέτη ως προς το ύψος των περιουσιακών του στοιχείων δεν έγιναν με πρόθεση αλλά οφείλονται στην ιδιαίτερα βεβαρυμμένη ψυχολογική του κατάσταση. Ωστόσο, έκρινε ότι εκουσίως υποτίμησε την αξία του πελατολογίου και ως εκ τούτου δεν δέχθηκε ότι πρέπει να λάβει χώρα διαγραφή των χρεών του οφειλέτη. Η ως άνω απόφαση εξαφανίσθηκε μετά από την άσκηση έφεσης από το Ένατο Πτωχευτικό Δικαστήριο, το οποίο επανέλαβε την κρίση ότι οι ψευδείς ένορκες δηλώσεις του οφειλέτη ως προς το ύψος των περιουσιακών του στοιχείων δεν έγιναν με πρόθεση αλλά οφείλονταν στην ιδιαίτερα βεβαρυμμένη ψυχολογική του κατάσταση, πλην όμως έκρινε ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την αξία του πελατολογίου υπήρξε αντιφατική, καθώς αν και δέχθηκε ότι ο αϊτών δεν λειτούργησε με πρόθεση και βρισκόταν σε ψυχολογική κατάσταση, που δεν μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή, εντούτοις απέδωσε πρόθεση ως προς τον υπολογισμό και την μείωση της αξίας του πελατολογίου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι ανέρχεται στο ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ. Στη συνέχεια, δέχθηκε ότι πρέπει να γίνει διαγραφή των χρεών του αιτούντος57.
Το έτος 2018, τις αρμόδιες ελεγκτικές και δικαστές αρχές της Ελβετίας απασχόλησε η δραστηριότητα της εταιρίας με την επωνυμία «ENVION AG». Η ως άνω εταιρία ιδρύθηκε στην Ελβετία και δη στο καντόνι του Zug, με σκοπό μεταξύ άλλων και την εξόρυξη κρυπτονομισμάτων μέσω κινητών μονάδων, οι οποίες βρίσκονταν εντός κοντέινερ και μπορούσαν να τοποθετηθούν κοντά σε φωτοβολταικές και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μειώνοντας το κόστος εξόρυξης και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Εκτός από τις ως άνω δραστηριότητες εξόρυξης κρυπτονομισμάτων, η ως άνω εταιρία προέβη σε αρχική νομισματική προσφορά (ICO), διαθέτοντας ένα νέο «πρώτο» κρυπτονόμισμα, στις αρχές του 2018, συγκεντρώνοντας περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από περίπου 39.000 επενδυτές που αγόρασαν ψηφιακές μονάδες (tokens) EVN αξίας περίπου ενός δολαρίου η καθεμία, για την αγορά των οποίων κατέβαλαν το σχετικό τίμημα είτε δολάρια ΗΠΑ είτε σε κρυπτονομίσματα “Ethereum” και “Bitcoin”. Το φυλλάδιο που προωθούσε την ως άνω προσφορά προέβλεπε ότι οι κάτοχοι των ως άνω ψηφιακών μονάδων θα λάμβαναν ανάλογα με το ύψος της συμμετοχής τους ποσοστό επί των εσόδων από την επιτυχή εξόρυξη κρυπτονομισμάτων. Ωστόσο, για την ως άνω νομισματική προσφορά και διάθεση στο κοινό δεν είχε προηγηθεί η λήψη σχετικής τραπεζικής άδειας και σύντομα η αξία των ως άνω ψηφιακών μονάδων κατέπεσε στο ποσό των 5 σεντς του δολαρίου ΗΠΑ. Αφού προηγήθηκε η
διενέργεια ελέγχου από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του Καντονιού, το Δικαστήριο του Καντονιού Zug, με την από 14.11.2018 απόφασή του, διέταξε την λύση και εκκαθάριση της ως άνω εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο 731b par. 1 n 3 του Ελβετικού Ενοχικού Δικαίου και την ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει η πτωχευτική νομοθεσία58. Η ως άνω διαδικασία, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, εκτός του ότι αφορά εταιρία εξόρυξης κρυπτονομισμάτων, θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα: α) πρώτον, ποια θα είναι η μεταχείριση των πελατών – επενδυτών στην ως άνω νομισματική προσφορά και ειδικότερα αν αυτοί θα χαρακτηριστούν ως μέτοχοι ή ως τρίτοι πιστωτές της εταιρίας και β) δεύτερον, αν αυτοί θα συμμετέχουν στις διανομές ύστερα από την ρευστοποίηση, δεδομένου ότι στην υπογραφείσα σύμβαση από αυτούς εγγραφής και συμμετοχής στην ως άνω νομισματική προσφορά, της οποίας ομοίως το κύρος και η ισχύς θα κριθεί, προ βλεπόταν αφενός μεν ότι οι κάτοχοι των ψηφιακών μονάδων δεν έχουν δικαιώματα μετόχων, ούτε συμμετοχή στο προϊόν της 1646 εκκαθάρισης της εταιρίας, καθώς δεν θεωρούνται μέτοχοι αυτής, αφετέρου δε ότι οι κάτοχοι των ψηφιακών μονάδων παραιτούνται από τις απαιτήσεις τους στο βαθμό που πρέπει να καλυφθούν και να ικανοποιηθούν προηγουμένως οι απαιτήσεις άλλων πιστωτών που θα προκύψουν σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης της εταιρίας. Περαιτέρω, με τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην εκκαθάριση της ως άνω εταιρίας προκύπτει ξεκάθαρα η σημασία της ενημέρωσης των υποψήφιων πελατών τέτοιων εταιριών για τις έννομες συνέπειες των μετέπειτα ενεργειών τους59.
Σημειώνεται ότι το ζήτημα της αναγνώρισης των κρυπτονομισμάτων ως περιουσιακών στοιχείων απασχολεί ολοένα και συχνότερα τα δικαστήρια διεθνώς, όχι απαραίτητα στο πλαίσιο του πτωχευτικού δικαίου, με τη νομολογία που διαρκώς διαμορφώνεται και εξελίσσεται, να χαρακτηρίζει τα κρυπτονομίσματα ως περιουσιακά στοιχεία, χωρίς όμως να παίρνει σαφή θέση ως προς την ακριβή νομική φύση αυτών60.
Ενώ η ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων βρίσκεται ακόμη στο εμβρυϊκό της στάδιο, τα πτωχευτικά Δικαστήρια χρησιμεύουν ως πεδίο δοκιμών τόσο όσον αφορά τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των κρυπτονομισμάτων όσο και την εξεύρεση πρακτικών τρόπων ανάκτησης και διαχείρισης της αξίας τους προς το γενικό όφελος των πιστωτών. Τα προεκτεθέντα νομολογιακά παραδείγματα καταδεικνύουν τις δυσκολίες αντιμετώπισης των νέων τεχνολογικών εξελίξεων με βάση τα ισχύοντα νομοθετικά πλαίσια στο χώρο του πτωχευτικού δικαίου. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα των νομικών προκλήσεων που σχετίζονται με την πρόοδο της τεχνολογίας blockchain και η εμφάνιση νέων τύπων κρυπτονομισμάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, βασιζόμενα στην κρυπτογραφία, θα απαιτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία από τα δικαστήρια, την ανάγκη υιοθέτησης και ένταξης νέου κανονιστικού πλαισίου και την ολοένα και ευρύτερη διακρατική δικαστική συνεργασία.
- 1 Βλ. Renato Mangano, Cryptocurrencies, Cybersecurity and Bankruptcy law: How Global Issues are globalizing national remedies, 27 U. Miami International and Comparative Law Review. 355, p. 356 sq.
- 2 Τα ανταλλακτήρια κρυτπονομισμάτων είναι ιστοσελίδες ή υπηρεσίες που επιτρέπουν την ανταλλαγή ψηφιακών κρυτποαγαθών με κρυπτονομίσματα και αντιστρόφως ή την ανταλλαγή παραστατικού χρήματος (π.χ. δολάρια ΗΠΑ, Ευρώ, Λίρες, Γουάν, Γιεν) με κρυπτοεπενδυτικά αγαθά
- 3 Η ομότιμη σύνδεση ή «P2P» αναφέρεται στις αποκεντρωμένες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μέλη σ’ ένα έντονα διασυνδεδεμένο δίκτυο. Οι συμμετέχοντες ενός δικτύου P2P ασχολούνται απευθείας ο ένας με τον άλλο, μέσα από ένα και μοναδικό σημείο διαμεσολάβησης. Η ομότιμη σύνδεση (peer-to-peer) αναφέρεται σε συστήματα που λειτουργούν όπως μια οργανωμένη συλλογική επιτρέποντας στο κάθε άτομο να αλληλοεπιδρά άμεσα με τους άλλους. Στην περίπτωση του Bitcoin, το δίκτυο είναι φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε χρήστης να εκπέμπει τις συναλλαγές των άλλων χρηστών, χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιοσδήποτε τρίτου.
- 4 Βλ. Benedikt Maurenbrecher/Urs Meier, Insolvenzrechtlicher Schutz der Nutzer virtueller Wahrungen, in: Jusletter 4 decembre 2017
- 5 Βλ. Ευ. Ρίζου, Τυπολογική προσέγγιση του μη κρατικού χρήματος, ΕφΑΔ 2017, σ. 202 επ., David Fox and Sarah Green, Cryptocurrencies in public and private law, Oxford University Press, 2019, 11.01 sq.
- 6 David Fox and Sarah Green, Cryptocurrencies in public and private law, Oxford University Press, 2019, 5.01 sq, Insol International, Special Report, Cryptocurrency and its impact on insolvency and restructuring, May 2019, p. 29 sq, Prof. Dr. Matthias Haentjens, Dr. Tycho de Graaf & Ilya Kokorin, The failed hopes of disintermediation: Crypto- custodian insolvency, Legal Risks and how to avoid them, Leiden Law School, p. 18 sq.
- 7 Σύμφωνα με την σκέψη 13 της αιτιολογικής έκθεσης της Οδηγίας 1023/2019, η ως άνω Οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848, αλλά επιδιώκει να είναι πλήρως συμβατή και συμπληρωματική προς αυτόν, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαδικασίες προληπτικής αναδιάρθρωσης σύμφωνες με ορισμένες ελάχιστες αρχές αποτελεσματικότητας.
- 8 Βλ. Γ. Μιχαλόπουλου, Λ. Αθανασίου, Το δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας, Ενωσιακής και Διεθνούς, Νομική Βιβλιοθήκη 2020, σ. 160 επ.
- 9 Βλ. Ε. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σ. 595 επ.
- 10 Βλ. Έ. Κινινή, Ο νέος Κανονισμός 848/2015 για τις διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ΔΕΕ 11/2016, σ. 1344 επ.
- 11 Βλ. Ε. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σ. 159.
- 12 Βλ. Megan MacDermott, The Crypto Quandary: Is Bankruptcy Ready?, Northwestern University Law Review, vol. 115, p. 32 sq. and Michael Sherlock, BitCoin: The case against strict regulation, Review of Banking and Financial Law, 2016-2017, vol. 36, p. 26
- 13 Βλ. Για το κείμενο της Πρότασης του ως άνω Κανονισμού: https://eur-lex.europa.eu/legal- content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52020PC0593&from=EN καθώς και Ταμβάκη Νικόλαου, Η Πρόταση Κανονισμού για τη ρύθμιση των αγορών κρυπτοστοιχείων, EU Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets (MiCA). Πρώτες σκέψεις, ζητήματα & πεδίο εφαρμογής, Επιθεώρηση Δικαίου Πληροφορικής @ Information Law Journal Τομ. 1, τεύχ. 2 (2020).
- 14 Βλ. DirkA. Zetzsche – Filippo Annunziata – Douglas W. Amer – Ross P. Buckley, “The Markets in Crypto-Assets Regulation (MICA) and the EU Digital Finance”, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm? abstract-id-3725395
- 15 Βλ. Ε. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σ. 274 επ., Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 2016, σ. 263 επ.
- 16 Ο θεσμός των άυλων μετοχικών τίτλων εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστηριακό δίκαιο με το ν. 2396/1996. Συγκεκριμένα, οι άυλες μετοχές επιδέχονται υλικές πράξεις όπως είναι λ.χ. η συνεχής ηλεκτρονική παρακολούθηση του συστήματος καταχώρησής τους, ώστε σε περίπτωση τυχόν βλάβης του συστήματος να ενημερώνεται άμεσα ο δικαιούχος των άυλων μετοχών. Με τον τρόπο αυτό παρέχονται υπηρεσίες φύλαξης των άυλων μετοχών, καθόσον χρειάζονται και αυτές ένα είδος προστασίας. Η εφαρμογή του Κανονισμού CSDR και, κατ’ επέκταση, του ν. 4569/2018, έχει επιδράσει σημαντικά στη λειτουργία του συστήματος της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς και στο περιβάλλον αύλων τίτλων, που έχει δημιουργηθεί ήδη από το 1999 (: ν. 2396/1996).
- 17 Βλ. David Fox and Sarah Green, Cryptocurrencies in public and private law, Oxford University Press, 2019, p. 88 και http://www.ecri.eu/system/tdf/thomas_duenser_1 .pdf?file=1=node=155=0
- 18 Βλ. Victoria Sandberg, Regulating Cryptocurrencies in the International Insolvency Law, University of Turku, June 2020, p. 14.
- 19 Βλ. UK Jurisdiction Taskforce on Legal statement on cryptoassets and smart contracts (Nov 2019) and South Square “Bitcoin and Insolvency” (Alex Riddiford).
- 20 Για το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο στην Ιαπωνία και τις ρυθμίσεις αυτού, βλ. Βλ. Shinjiro Takagi, Changing Bankruptcy Practice and Laws in Japan: Its Future Effects, International Insolvency Institute, p.
1 sq.
- 21 MtGox, Announcement Regarding an Application for Commencement of a Procedure of Civil Rehabilitation, 28.2.2014, available at: https://www.mtgox.com/img/pdf/20130228-announcement.eng.pdf
- 22 To πλήρες κείμενο του σχετικού νόμου, στην αγγλική γλώσσα, βρίσκεται στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: http://www.japaneselawtranslation.go.jp/law/detail/?
printlD=&printlD=&re=02&ky=gratuitously&page=3&vm=02 ενώ σχετικά με την ανάλυση της διαδικασίας βλ. Shinjiro Takagi, Changing Bankruptcy Practice and Laws in Japan: Its Future Effects, International Insolvency Institute, p. 1 sq. και στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://iclg.com/practice-areas/restructuring-and-insolvency-laws-and-regulations/japan
- 23 Βλ. Insol International, Special Report, Cryptocurrency and its impact on insolvency and restructuring, May 2019, p. 38 sq.
- 24 Article 62 «The commencement of bankruptcy proceedings shall not affect a right to segregate, from the bankruptcy estate, property that does not belong to the bankrupt (referred to as a «right of segregation» [in Article 64 and Article 78(2)]. To πλήρες κείμενο του ως άνω νόμου, στην αγγλική γλώσσα, βρίσκεται στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: http://www.japaneselawtranslation.go.jp/law/detail/?id=2304&vm=02&re=02
- 25 Βλ. Tokyo District Court, Judgement from 5 August 2015, Reference number 255415221, στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://www.law.ox.ac.uk/sites/files/oxlaw/mtgox_judgement_final.pdf
- 26 Για το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο στην Ιταλία και τις ρυθμίσεις αυτού, βλ. Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, Έβδομη Έκδοση, 2008, σ. 53-54. Ακόμα πιο εκτενής ανάλυση των ρυθμίσεων του Ιταλικού Πτωχευτικού Δικαίου, στους ακόλουθους διαδικτυακούς τόπους: https://e- justice.europa.eu/content_insolvency-447-it-el.do?member=1, καθώς και https://thelawreviews.co.uk/chapter/1149940/italy
- 27 Για την εύρεση και ανάγνωση του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και των τροποποιήσεων αυτού, βλ. http://www.registroimprese.it/web/guest/home
- 28 Βλ. https://medium.com/@bitgrailvictims/why-the-victims-chose-the-legal-system-over-francesco- firano-7a14865444b4
- 29 Βλ. το κείμενο της απόφασης μπορεί να βρεθεί στον ιστότοπο: https://www.reddit.eom/r/BGinsolvency/comments/8h2kav/here_is_the_recent_order_that_shut_down_bitgrails/ και Renato Mangano, Cryptocurrencies, Cybersecurity and Bankruptcy law: How Global Issues are globalizing national remedies, 27 U. Miami Int’l & Comp. L. Rev. 355, p. 360 sq.
- 30 Βλ. Court of Florence, Bankruptcy Docket Nos. 178/2018 και 205/2018, Decision No. 17/2019 from 21.1.2019. Η μετάφραση της ως άνω απόφασης παρέχεται στην αγγλική γλώσσα στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://medium.com/Gbitgrailvictims/court-decision-by-the-court-in-florence-jan-21- 20-c6d0c3e4247c
- 31 Ο όρος «πληρωμή» δεν αναφέρεται μόνο στην ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, αλλά γενικότερα στην ικανοποίηση μιας δέσμευσης, βλ. Judgement of the Dutch Supreme Court from 3 June 1921, NJ 1921 and Ilya Kokorin, When Bitcoin meets Insolvency is Bitcoin Property? Dutch and Russian Responses, Insol Europe, Inside Story – May 2018.
- 32 Βλ. το πλήρες κείμενο της απόφασης του Πρωτοδικείου του Άμστερνταμ, στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://uitspraken.rechtspraak.nl/inziendocument?id=ECLI:NL:RBAMS:2018:869
- 33 Η κρίση του Ολλανδικού Δικαστηρίου ότι τα κρυπτονομίσματα και στην προκειμένη περίπτωση τα «Bitcoins» δεν συνιστούν νομίσματα και δεν εντάσσονται στην έννοια του χρήματος, έρχεται σε συνέχεια και άλλων δικαστικών αποφάσεων χωρών μελών της ΕΕ. Έτσι, πρόσφατα εντός του 2018, το Εφετείο του Βερολίνου σε ποινική διαδικασία, διαπίστωσε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εποπτείας των Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (BaFin) και έκρινε ότι το Bitcoin δεν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του γερμανικού νόμου περί του χρηματοπιστωτικού τομέα (KWG). Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, μια πλατφόρμα συναλλαγών Bitcoin δεν είναι ρυθμιζόμενη δραστηριότητα και ως εκ τούτου δεν απαιτεί άδεια.
Az: (4) 161 Ss28/18).
- 34 Αναφορικά με την νομοθετική αντιμετώπιση των κρυπτονομισμάτων στη Ρωσία: Bill No. 419059- 7, Federal Law of the Russian Federation on Digital Financial Assets, http://asozd2c.duma.gov.ru/addwork/scans.nsf/ID/E426461949B66ACC4325825600217475/HFILE/419059- 7_20032018_419059-7.PDF?GpenElement και ως προς το χρόνο έναρξης εφαρμογής αυτού, βλ. https://www.jdsupra.com/legalnews/russian-laws-advance-framework-for-the-9925457, Sergey Treshchev and Elena Malevich, Russia: cryptocurrency and bankruptcy estate, Insolvency and Restructuring International Vol 12 September 2018, o. 31 επ., Alexey Sazhenov, ‘Kriptovalyuty: Dematerializaciya kategorii veshchej v grazhdanskom prave’ (2018) 9 Zakon 89, Dmitriy Fedorov, ‘Tokeny, kriptovalyuta i smart-kontrakty v otechestvennyh zakonoproektah s pozicii inostrannogo opyta’ (2018) 2 Vestnik grazhdanskogo prava 31, Maxim BASHKATOV, Florian HEINDLER, Oliver VOLKEL, Burcu YLIKSEL and Anton ZIMMERMANN, A Comparative Analysis on the Current Legislative Trends in Regulation of Private Law Aspects of Digital Assets’, University of Aberdeen School of Law, Working Paper Series 004/19, Centre for Commercial Law, p. 1 sq and Marianna Muravyeva and Alexander Gurkov, Law and digitization in Russia, in Daria Gritsenko, Marielle Wijermars and Mikhail Kopotev, The Palgrave Handbook of Digital Russia Studies, chapter 5, p. 83 sq.
- 35 Βλ A70-15360/2015, Arbitrazh [State Commercial] Court of the Tyumen Region και Sergey Treshchev and Elena Malevich, Russia: cryptocurrency and bankruptcy estate, Insolvency and Restructuring International Vol 12 September 2018, o. 31-32.
- 36 Βλ. A13-15648/2015, Arbitrazh [State Commercial] Court of the Volgograd Region στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: http://restructuring.bakermckenzie.com/2018/05/24/russia-cryptocurrency-in-russian- bankruptcy-cases/ και Sergey Treshchev and Elena Malevich, Russia: cryptocurrency and bankruptcy estate, Insolvency and Restructuring International Vol 12 September 2018, o. 32.
- 37 Βλ. Α40-124668/17-71 -160, Arbitrazh [State Commercial] Court of Moscow, στον διαδικτυακό τόπο: http://restructuring.bakermckenzie.com/2018/05/24/russia-cryptocurrency-in-russian-bankruptcy-cases/ και http://www.arbitr.ru/index.asp?
makelist=0&pg=-1 &numfound=-1 &numonpage=20&id_sec=197&d1 =&d2=&msgnum=&lineage=&fulltext=%E040- 124668%2F17-71-160&SubmitButton=%CD%E0%E9%F2%E8 και Victoria Sandberg, Regulating Cryptocurrencies in the International Insolvency Law, University of Turku, June 2020, p. 11 and Insol International, Special Report, Cryptocurrency and its impact on insolvency and restructuring, May 2019, p.
19, Sergey Treshchev and Elena Malevich, Russia: cryptocurrency and bankruptcy estate, Insolvency and Restructuring International Vol 12 September 2018, a. 32.
- 38 Βλ. το πλήρες κείμενο του ελέγχου της ως άνω Επιτροπής στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://www.osc.gov.on.ca/quadrigacxreport/
- 39 Βλ. το πλήρες κείμενο της απόφασης Re Quadriga Fintech Solutions Corp etal. (1 March 2021), Toronto CV-19-627184-OOCL (31-2560674), CV-19-627185-00CL (31-2560984) and CV-19-627186-00CL (31-2560986) (Ont Sup Ct [Comm List]) [Quadriga].στους ακόλουθους διαδικτυακούς τόπους: https://www.millerthomson.com/wp-content/uploads/2021/03/Endorsement-for-Upload.pdf και https://www.iiiglobal.org/sites/default/files/Quadriga%20- %20Factum%20of%20the%20Trustee%20%28Returnable%20Jan%2026%2C%202021%29.pdf
- 40 Το άρθρο 67 του ως άνω Νόμου ειδικότερα προβλέπει ότι: «Property of bankrupt – 67(1) The property of a bankrupt divisible among his creditors shall not comprise: (a) property held by the bankrupt in trust for any other person; (b) any property that as against the bankrupt is exempt from execution or seizure under any laws applicable in the province within which the property is situated and within which the bankrupt resides; b.1) goods and services tax credit payments that are made in prescribed circumstances to the bankrupt and that are not property referred to in paragraph (a) or (b); (b.2) prescribed payments relating to the essential needs of an individual that are made in prescribed circumstances to the bankrupt and that are not property referred to in paragraph (a) or (b); or (b.3) without restricting the generality of paragraph (b), property in a registered retirement savings plan, a registered retirement income fund or a registered disability savings plan, as those expressions are defined in the Income Tax Act, or in any prescribed plan, other than property contributed to any such plan or fund in the 12 months before the date of bankruptcy,but it shall comprise (c) all property wherever situated of the bankrupt at the date of the bankruptcy or that may be acquired by or devolve on the bankrupt before their discharge, including any refund owing to the bankrupt under the Income Tax Act in respect of the calendar year — or the fiscal year of the bankrupt if it is different from the calendar year — in which the bankrupt became a bankrupt, except the portion that (i) is not subject to the operation of this Act, or (ii) in the case of a bankrupt who is the judgment debtor named in a garnishee summons served on Her Majesty under the Family Orders and Agreements Enforcement Assistance Act, is garnishable money that is payable to the bankrupt and is to be paid under the garnishee summons, and (d)such powers in or over or in respect of the property as might have been exercised by the bankrupt for his own benefit.» Βλ. https://laws- lois.justice.gc.ca/eng/acts/b-3/page-23.html#h-26268 και https://www.stikeman.com/en-ca/kh/canadian- securities-law/bankruptcy-court-weighs-in-on-how-to-value-bitcoins
- 41 To άρθρο 215 § 1 του BIA ορίζει ότι: «Claims in foreign currency
215.1 A claim for a debt that is payable in a currency other than Canadian currency is to be converted to Canadian currency
- • (a) in the case of a proposal in respect of an insolvent person and unless otherwise provided in the proposal, if a notice of intention was filed under subsection 50.4(1), as of the date the notice was filed or, if no notice was filed, as of the date the proposal was filed with the official receiver under subsection 62(1);
- • (b) in the case of a proposal in respect of a bankrupt and unless otherwise provided in the proposal, as of the date of the bankruptcy; or
- • (c) in the case of a bankruptcy, as of the date of the bankruptcy».
- 42 Βλ. Declaration of Defendant in Opposition to Partial Summary Judgment, 5-12, Kasolas v. Lowe (In Re HashFastTech. LLC), Chapter 11 Case No 14.30725, Adv. No. 15-03011 (Bank. ND Cal. Feb. 5, 2016).
- 43 Βλ. Brief in Opposition to Partial Summary Judgement at 3, Kasolas v. Lowe (In Re Rash Fast Tech. LLC), Chapter 11 Case No 14.30725, Adv. No. 15-03011 (Bank. ND Cal. Feb. 5, 2016).
- 44 Αρχικά σε βάρος της εταιρίας κατατέθηκε αίτηση από πιστωτές της για μη εκούσια πτώχευση υπό το Κεφάλαιο 7 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ. Βλ. Involontary Petition filed by creditors Koi Systems, UBE Enterprises, Timothy Lam, Edward Hammond, Grant Pederson, In Re HashFast Tech. LLC, Chapter7 No. 14-30725 (Bank. ND. Cal. May 9. 2014). Η οφειλέτρια εταιρία στη συνέχεια κατόρθωσε να μετατρέψει την διαδικασία από εκείνη του Κεφαλαίου 7 σε διαδικασία εκούσιας αναδιοργάνωσης, υπαγόμενη στις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου 11. Βλ. Motion to convert to Chapter 11, In Re HashFastTech. LLC, Chapter7 No. 14-30725 (Bank. ND. Cal. June 4. 2014). Τελικά, το πτωχευτικό Δικαστήριο αποδέχθηκε το σχέδιο αναδιοργάνωσης και ικανοποίησης των πιστωτών και διόρισε τον Michael Kasolas ως τον αρμόδιο διαχειριστή. Βλ. Order approving on a final basis and confirming the Consolidating Plan of Liquidation, In Re HashFastTech. LLC), Chapter 11 Case No 14.30725, Adv. No. 15-03011 (Bank. ND Cal. June 25, 2015).
- 45 Βλ. Megan MacDermott, The Crypto Quandary: Is Bankruptcy Ready?, Northwestern University Law Review, vol. 115, p. 32 sq. and Michael Sherlock, BitCoin: The case against strict regulation, Review of Banking and Financial Law, 2016-2017, vol. 36, p. 979 sq.
- 46 Βλ. Brief in Support of Partial Summary Judgement at 2, Kasolas v Lowe In Re HashFast Tech. LLC), Chapter 11 Case No 14.30725, Adv. No. 15-03011 (Bank. ND Cal. Jan 22, 2016
- 47 Βλ. Dept of the Treasury, Fin. Crimes Enf’t Network, Application of FinCen’s Regulations to Virtual Currency Mining Operations (Jan. 30, 2014), στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://www.fincen.gov/resources/statutes-regulations/administrative-rulings/application- fincens- regulations-virtual-0
- 48 Section 541 (a) of the Bankruptcy Code: «the property of the estate includes all legal or equitable interests of the debtor in property as of the commencement of the case, wherever located and by whomever held”.
- 49 Βλ. Mary E. Maginnis, MONEY FOR NOTHING: THE TREATMENT OF BITCOIN IN SECTION 550 RECOVERY ACTIONS, University of Pennsylvania Journal of Businnes Law (Vol. 20.2), p. 486 sq.
- 50 MaryE. Maginnis, MONEY FOR NOTHING: THE TREATMENT OF BITCOIN IN SECTION 550 RECOVERY ACTIONS, University of Pennsylvania Journal of Businnes Law (Vol. 20.2), p. 487 sq.
- 51 «It is sufficient to determine that, despite the defendant’s arguments to the contrary, Bitcoins are not United States dollars».
- 52 Βλ. Kasolas v Lowe In Re HashFast Tech. LLC), Chapter 11 Case No 14.30725, Adv. No. 15-03011 (Bank. ND Cal. 19 Feb 2016) και INSOL INTERNATIONAL, Cryptocurrency and its impact on insolvency and restructuring 2019, σ. 23.
- 53 Για το κείμενο της αίτησης βλ. τον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: http://restructuring.weil.com/wp- content/uploads/2015/08/50-cent-ch-11 -petition.pdf
- 54 Βλ. https://www.investopedia.com/news/50-cent-claims-he-not-bitcoin-millionaire-bankruptcy-filing/
- 55 Βλ. In re Peeples, 579 BR 254 Bankr. D. UTAH 2017.
- 56 Βλ. In re Peeples Case No. 14.23970, Adv No 14-2255, 2018 WL 3424680, BAP 10th Circuit July 16, 2018.
- 57 Βλ. Megan MacDermott, The Crypto Quandary: Is Bankruptcy Ready?, Northwestern University Law Review, vol. 115, p. 40-42 sq
- 58 Βλ. https://www.envion-konkurs.ch/en/latest-news/2018-12-07-opening-of-bankruptcy-proceedings-for- envion-ag
- 59 Αντίστοιχα ζητήματα τίθενται και στο πλαίσιο της πτώχευσης της εταιρίας με την επωνυμία «Cointed Gmbh» στην Αυστρία.
- 60 Βλ. Α) Στη Νέα Ζηλανδία, πρόσφατα εκδόθηκε η ακόλουθη απόφαση: «Ruscoe and Moore vs Cryptopia Limited (In Liquidation) 2020, NZHC 728», ενώ για την κριτική επ’ αυτής βλ. Akshaya Kamalnath, The Law of Cryptoassets is the law of the horse, Australian National University, Banking and Finance Law Review, Special Issue on Fintech (December 2020), Danny Quah, The use of trusts to avoid creditors in insolvency: lessons from the insolvency of cryptocurrency platforms, SAL Prac και Paul Babie, David Brown, Ryan Catterwell and Mark Giancaspro, Cryptocurrencies as Property: Ruscoe and Moore v Cryptopia Limited, University of Adelaide Law Research Paper, n. 2020, 33, B) Στη Σιγκαπούρη, εκδόθηκε η υπό στοιχείο B2C2 Ltd ν. Quoine Pte Ltd, 2019, SGHC(I) 03 απόφαση, το πλήρες κείμενο της οποίας μπορεί να αναγνωστεί στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο:
https://www.sicc.gov.sg/docs/default-source/modules-document/judgments/b2c2-ltd-v-quoine-pte-ltd.pdf, Γ) Στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκδόθηκε η υπό στοιχείο ΑΑ ν.Persons Unknown, Re Bitcoin (2019), EWHC 3556 απόφαση, το πλήρες κείμενο της οποίας μπορεί να αναγνωστεί στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://www.bailii.org/ew/cases/EWHC/Comm/2019/3556.html, Δ) Στην Κίνα, εκδόθηκε σχετική απόφαση από το Shenzhen Court of International Arbitration, το πλήρες κείμενο της οποίας μπορεί να αναγνωστεί στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: https://mp.weixin.qq.eom/s/U_qDqQn9hceLBbpQ13eEdQ
Sakkoulas-Online.gr – Εκτύπωση σελίδων 1623-1646 για προσωπική χρήση του συνδρομητή Eleftherios Chatzidimitriou