
Ο θεσμός του κληρονομικού ή καθολικού καταπιστεύματος (fideicommissum hereditatis) έχει τις καταβολές του στο ρωμαϊκό δίκαιο και, παρά τους προβληματισμούς που έχουν διατυπωθεί ως προς τη λειτουργία του θεσμού, η χρησιμότητα του είναι έως ένα βαθμό, όπως υποστηρίχθηκε, «εκτός πόσης αμφιβολίας». Πράγματι, το κληρονομικό καταπίστευμα εξυπηρετεί τη βούληση του διαθέτη, σε περίπτωση που αυτός εμπιστεύεται μεν τον κληρονόμο που εγκαθιστά με τη διαθήκη του (π.χ. τη σύζυγό του), όχι όμως και τους περαιτέρω συγγενείς ή κληρονόμους αυτού ή δεν εμπιστεύεται απόλυτα το πρόσωπο που εγκαθιστά ως κληρονόμο του ως προς την περαιτέρω τύχη της κληρονομιάς. Ακόμη, με τον εν λόγω θεσμό εξυπηρετείται η βούληση του διαθέτη να παραμείνει η κληρονομιά στην οικογένειά του. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, καθώς και σε και πολλές άλλες, ο θεσμός του κληρονομικού καταπιστεύματος παρέχει στο διαθέτη τη δυνατότητα να ορίσει τη διαδοχική υπεισέλευση κληρονόμων στην κληρονομιά του ή σε ποσοστό της, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα παρακάτω.
Εισαγωγικώς σημειώνεται ότι ο θεσμός του κληρονομικού καταπιστεύματος γεννά ποικίλα ερμηνευτικά ζητήματα, η εξέταση του συνόλου των οποίων στο πλαίσιο του παρόντος είναι αδύνατη
Το κληρονομικό καταπίστευμα ρυθμίζεται στα άρθρα 1923 έως 1941 του Αστικού Κώδικα. Πρόκειται για το θεσμό που παρέχει τη δυνατότητα στο διαθέτη να ορίσει σε ποιον θα περιέλθει η κληρονομιά του ή ποσοστό της μετά από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός, υποχρεώνοντας τον κληρονόμο του (βεβαρημένο) να παραδώσει την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της, μετά την επέλευση του χρονικού σημείου ή γεγονότος που ο διαθέτης καθόρισε, σε αυτό το πρόσωπο (καταπιστευματοδόχο). Με άλλα λόγια, ο θεσμός του κληρονομικού καταπιστεύματος παρέχει τη δυνατότητα στο διαθέτη να ορίσει όχι μόνον τον κληρονόμο του, αλλά και τον απώτερο κληρονόμο του.
Ωστόσο, η δυνατότητα του διαθέτη να ορίσει τον απώτερο κληρονόμο του περιορίζεται μόνο σε ένα βαθμό, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 1923 § 2 ΑΚ, τέτοια υποχρέωση (παράδοσης, δηλαδή, της καταληφθείσας κληρονομιάς σε άλλο πρόσωπο, μετά από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός) δεν μπορεί να επιβληθεί και στο πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου. Σκοπός του περιορισμού αυτού είναι να μην τίθενται τα κληρονομιαία αντικείμενα εκτός συναλλαγής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η διάταξη του άρθρου 1923 § 2 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου, διότι συνδέεται με λόγους δημοσίας τάξεως. Αυτό συνεπάγεται ότι διάταξη διαθήκης, με την οποία ο διαθέτης προβλέπει τη σύσταση καταπιστεύματος πέρα από τον πρώτο βαθμό, είναι άκυρη ως προς τη σύσταση αυτή, καθώς είναι αντίθετη σε διάταξη νόμου (άρθρο 174 ΑΚ). Συνήθης είναι σε αυτή την περίπτωση η ερμηνεία ότι το καταπίστευμα παραμένει στον πρώτο καταπιστευματοδόχο και η δέσμευσή του από τη διαθήκη δεν ισχύει. Εάν, όμως, η επαγωγή στον πρώτο καταπιστευματοδόχο ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο (αποποίηση, θάνατος, αναξιότητα κ.λπ.), η ακυρότητα της σύστασης καταπιστεύματος πέρα από τον πρώτο βαθμό παραμένει. Πάντως, η μερική αυτή ακυρότητα (ως προς τη σύσταση καταπιστεύματος πέρα από τον πρώτο βαθμό), θα μπορούσε, υπό το πρίσμα του άρθρου 181 ΑΚ, να επιφέρει την ακυρότητα και του πρώτου καταπιστεύματος, εάν, για παράδειγμα, ο διαθέτης δε γνώριζε την ακυρότητα.
Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί σε αυτό το σημείο ότι η απαγόρευση σύστασης καταπιστεύματος πέρα από τον πρώτο βαθμό, δε σημαίνει ότι ο διαθέτης δεν μπορεί να προβλέψει υποκατάστατο του καταπιστευματοδόχου (άρθρο 1932 ΑΚ). Μάλιστα, η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 1932 ΑΚ θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση που ορίσθηκε καταπιστευματοδόχος κατά παράβαση του άρθρου 1923 § 2 ΑΚ. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, θα πρέπει, να ερευνάται εάν, κατ’ ερμηνεία της διαθήκης και κατά μετατροπή (άρθρο 182 ΑΚ), ο διαθέτης ήθελε τον δεύτερο καταπιστευματοδόχο ως υποκατάστατο του πρώτου καταπιστευματοδόχου.
Όσον αφορά τη σύσταση του κληρονομικού καταπιστεύματος απαιτείται διάταξη τελευταίας βούλησης. Δεν χρειάζονται πανηγυρικές εκφράσεις, αρκεί να συνάγεται ερμηνευτικά από το περιεχόμενο της διαθήκηςη βούληση του διαθέτη να περιέλθει η κληρονομιά του ή ποσοστό της σε άλλο ή άλλα πρόσωπα, μετά από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός. Για παράδειγμα, υπάρχει σιωπηρή σύσταση κληρονομικού καταπιστεύματος, εάν ο διαθέτης επέβαλε την υποχρέωση στον κληρονόμο του να παραδώσει την κληρονομιά σε άλλο πρόσωπο ή εάν κατέλειπε σε κληρονόμο την επικαρπία και όρισε μετά το θάνατο αυτού να είναι κληρονόμος άλλο πρόσωπο. Πάντως, από το περιεχόμενο της διαθήκης πρέπει να προκύπτει τόσο το πρόσωπο του βεβαρημένου και του καταπιστευματοδόχου όσο και το χρονικό σημείο ή γεγονός, κατά το οποίο θα γίνει η επαγωγή του καταπιστεύματος. Στην ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη συμβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 1924 έως 1928 ΑΚ, με τις οποίες θεσπίζονται ερμηνευτικοί κανόνες, κατά τους οποίους ορισμένη διατύπωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη ερμηνεύεται από το νόμο ως ενέχουσα σύσταση καταπιστεύματος. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου η σύσταση καταπιστεύματος εξυπακούεται από το νόμο, θεωρείται ότι η σύσταση αυτή στηρίζεται στη βούληση του διαθέτη.
Αντικείμενο του καταπιστεύματος μπορεί να είναι είτε ολόκληρη η κληρονομιά είτε ποσοστό της είτε ακόμη και δήλο, υπό την προϋπόθεση ότι το δήλο αποτελεί το κυριότερο στοιχείο της περιουσίας του αποβιώσαντος ή αντιπροσωπεύει ολόκληρη την περιουσία του διαθέτη ή κληρονομική μερίδα.
X. Χατζηδανδή, Ζητήματα κληρονομικού καταπιστεύματος, σε: Συλλογικό Εργο, Συμβολαιογραφία και ακίνητη περιουσία, 2021, σ. 167-203