
Ιδιόγραφη διαθήκη· ακυρότητα- διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των αρθρ. 1719 έως 1757 του ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1721 παρ. 1 και 1777 του ΑΚ προκύπτει ότι α) η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν και από την χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, β) ο επικαλούμενος την διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει μόνο τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτήν, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενό της γράφτηκε ιδιοχείρως από τον διαθέτη και γ) η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει αρχικά τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται, ενώ τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ εκείνου, που αντλεί δικαιώματα από αυτήν και κάποιου απ’ αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της, οπότε το βάρος αποδείξεως της αμφισβήτησης περί μη γνησιότητας, φέρει πλέον όποιος την αμφισβητεί (ΑΠ 155/20.19 ΤΝΠΝ, ΑΠ 1595/2006 ΤΝΠΝ).
Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για την ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνον η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγόμενου. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1595/2006). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως όταν γράφτηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη (ΕφΑθ 47/2010 ΕλΔνη 2011.1664, ΕφΑθ 399/2010 ΕλΔνη 2010.551). Στοιχεία της βάσης της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης εξαιτίας της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής της από τον διαθέτη, είναι: α) το ονοματεπώνυμο του διαθέτη, ο χρόνος και ο τόπος του θανάτου του καθώς και η τελευταία κατοικία του, β) η διαθήκη και το περιεχόμενό της, γ) η άρνηση του δικαιώματος που προβάλλει ο ενόχων, δ) το αίτημα περί αναγνωρίοεως της ακυρότητας της διαθήκης, ε) η αξία του αντικειμένου της διαφοράς και στ) το έννομο συμφέρον (βλ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμ. Α’, παρ. 137, σελ. 235). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του (ΑΠ 725/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 579/2016 ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του αρθρ. 1718 του ΑΚ διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των αρθρ. 1719 έως 1757 του ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των ως άνω άρθρων συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογίας ιδιόγραφη διαθήκη εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, εάν το στοιχείο, που λείπει, δεν μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων, που είτε αναφέρονται ως προς τη χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο (ΑΠ 1349/2014, ΤΝΠ. ΔΣΑ).