
Τα εγκλήματα, τα οποία υπάγονται στην νομικοειδολογική κατηγορία της απάτης (fraud), η οποία είναι ευρύτατη, συμπεριλαμβάνουν, εκτός από την απάτη στην βασική στοιχειώδη κατηγοριολογική μορφή της, όπως περιγράφεται στον Ποινικό Κώδικα:
Απάτες που τελούνται από τις επιχειρήσεις και τις εταιρίες (δια των προσώπων που τις διοικούν, τις διευθύνουν και τις διαχειρίζονται) σε βάρος συναλλασσομένων, προμηθευτών, επενδυτών, πελατών και καταναλωτών, σ’ αυτό δε το πλαίσιο τελούνται απάτες από τους ιδιοκτήτες, τους διευθύνοντες ή τους διαχειριστές σχετικές με την αληθή οικονομική κατάσταση και τα οικονομικά στοιχεία και τους ισολογισμούς μιας επιχείρησης ή εταιρίας, με διαστρεβλώσεις στις οικονομικές καταστάσεις και τον τεχνηέντα χειρισμό και την ψευδή ή παραπλανητική παρουσίαση των οικονομικών δεδομένων και με ψευδή οικονομικά και λογιστικά στοιχεία και ποσοτικές εκτιμήσεις μιας επιχείρησης ή εταιρίας, ώστε να παρουσιάζουν ψευδώς την οικονομική κατάσταση και την οικονομική αποδοτικότητα και τις επιδόσεις μιας επιχείρησης ή εταιρίας και να την παρουσιάζουν πλασματικά τεχνητά ψευδώς διογκωμένη, με πλασματικούς και παραπλανητικούς οικονομικούς δείκτες και παραπλανητικές, ψευδώς διογκωμένες, με τεχνικό τρόπο, οικονομικές εισροές (π.χ. με ψευδείς ή απατηλές εμπορικές συναλλαγές) και ψευδή διόγκωση των περιουσιακών στοιχείων και των κερδών της επιχείρησης ή της εταιρίας και τεχνητή απόκρυψη ή μείωση των ζημιών της, που μπορεί να συνδυάζεται με πώληση του μετοχικού κεφαλαίου της ή μετοχών της, που δεν έχει στην πραγματικότητα την φαινόμενη αξία (και ουσιαστικά είναι απαξία),
Επενδυτικές απάτες (απάτες σχετικές με επενδύσεις και εν γένει τοποθετήσεις κεφαλαίων),
Απάτες στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, όταν, για παράδειγμα, εργαζόμενοι σε τράπεζες κάνοντας κατάχρηση της πρόσβασής τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς και τα τραπεζικά συστήματα και γνωρίζοντας την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος διαπράττουν απάτες σε βάρος των πελατών της τράπεζας ή σε βάρος της τράπεζας, όταν αφαιρούνται από δράστες απατών που υποδύονται τους πελάτες της τράπεζας, με πλαστογραφημένα έγγραφα και υπογραφές ή με αποσπασμένα προσωπικά στοιχεία ταυτοποίησης, χρήματα από τραπεζικούς λογαριασμούς,
Απάτες σχετικές με τις τραπεζικές κάρτες, όπως πιστωτικές κάρτες (“credit card fraud”), κάρτες μετρητών (cash cards), στις οποίες χρησιμοποιούνται κλεμμένες ή με απάτη αποσπασμένες ή κατασκευασμένες τραπεζικές κάρτες,
Απάτες σχετικές με τις επιταγές (για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιούνται από δράστες κλεμμένες ή πλαστογραφημένες επιταγές, κ.λπ.),
Απάτες με κυβερνοεπιθέσεις (cyberattacks) [για παράδειγμα, όταν έχουν αποσπασθεί τραπεζικά στοιχεία πελάτη με κυβερνοεπίθεση (hacking)],
Εμπορικές απάτες (απάτες σχετικές με τα εμπορεύματα και τις εμπορικές συναλλαγές και απάτες σχετικές με τις πωλήσεις εξ αποστάσεως), μεταξύ των οποίων και απάτες που συντελούνται με πλαστοποίηση των σημάτων εμπορευμάτων,
Απάτες σχετικές με το Χρηματιστήριο και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, χρηματιστηριακές απάτες,
Απάτες σχετικές με τα τυχερά παιχνίδια,
Απάτες όπου το θύμα καλείται να καταβάλει προκαταβολικά κάποιο χρηματικό ποσό με την (διαψευδόμενη τελικώς) ελπίδα, που του έχει δημιουργήσει τεχνηέντως ο δράστης, ότι θα μπορέσει να έχει πολύ μεγαλύτερο οικονομικό όφελος σε σχέση με το καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό (όπως, για παράδειγμα, αν καταβάλει το χρηματικό ποσό, θα μπορέσει δήθεν να πάρει το βραβείο ή το δώρο που δήθεν κέρδισε σε ένα τυχερό παιχνίδι ή μια κλήρωση ή αποτελεί δήθεν «προσφορά»),
Στις απάτες συγκαταλέγονται και οι απάτες με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ηλεκτρονικά συστήματα και σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ηλεκτρονικά συστήματα.
Σε σχέση με το έγκλημα της απάτης (fraud) πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα Επιστημονικώς και Πρακτικώς σημαντικά:
Όπως αποδεικνύεται και τεκμηριώνεται από την Επιστημονική Έρευνα σε σχέση με το έγκλημα της απάτης, στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο αυτοτελείς, αυτοδύναμοι και διακεκριμένοι εγκληματολογικοί χαρακτηρολογικοί τύποι δραστών απάτης:
Πρέπει να επισημανθεί ότι, με τον νέο και ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, η απάτη κατέστη κακούργηματική όταν συντρέχει απλώς και μόνον ένα τυπικό – ποσοτικό όριο – κριτήριο, δηλαδή υπέρβαση από την ζημία του ποσοτικού ορίου – κριτηρίου των 120.000 ευρώ.
Πρώτον, μια απάτη μπορεί να έχει υλικό αντικείμενο και να επιφέρει ζημία που να υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ αλλά ποιοτικά να μην πρέπει να αναχθεί σε κακούργημα. Διότι, για παράδειγμα, τελέσθηκε εντελώς ευκαιριακά και συμπτωματικά, δοθείσης μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης ευκαιρίας, από ένα δράστη, που δεν ανταποκρίνεται στον εγκληματολογικό τύπο του «συστηματικού απατεώνα», που δρα ανεξάρτητα από περιστάσεις και καταστάσεις για να επιτύχει την τέλεση απατών. Δεύτερον, μπορεί μια απάτη να έχει έλασσον περιουσιακό όφελος αλλά να πρέπει να αναχθεί σε κακούργημα, όταν υφίσταται σχεδιασμένη και οργανωμένη και επανειλημμένη τέλεση απατών από τον ίδιο δράστη, δεδομένου και ότι η τέλεση της απάτης, σε πολλές περιπτώσεις, ενέχει ένα τεχνικό και πολλές φορές τεχνήεντα χαρακτήρα και ένα στρατηγικό και τεχνολογικό modus operandi. Τρίτον, γιατί ένα απλό ποσοτικό κριτήριο, του οποίου η υπέρβαση καθιστά την απάτη κακουργηματική, και μάλιστα ιδιαίτατα υψηλό, είναι αφορήτως δυσανάλογο και ασύμβατο και προς τους σκοπούς της ποινής, που είναι η γενική και η ειδική πρόληψη του εγκλήματος, και προς την δικαιότητα.
Έτσι τελούνται απάτες, με την κατάχρηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως οι διαδικτυακάς απάτες, μεταξύ των οποίων και οι απάτες που τελούνται με «ηλεκτρονικό ψάρεμα» (“phishing”), με εξ αποστάσεως πωλήσεις και με μαζικό μάρκετινγκ, κυρίως με μαζικά ηλεκτρονικά μηνύματα προώθησης πωλήσεων. Το μαζικό μάρκετινγκ βεβαίως μπορεί να λειτουργεί ως νόμιμη προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών από μια επιχείρηση, μπορεί όμως να χρησιμοποιούνται παραπλανητικές παραστάσεις ώστε να προκαταβάλλονται χρηματικά ποσά για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν θα δοθούν.
Κυβερνοεπιθέσεις που έχουν ως στόχο την αφαίρεση των δεδομένων και των πληροφοριών ταυτοποίησης ενός προσώπου για την τέλεση εγκλημάτων με την χρήση των δεδομένων.
Χρησιμοποίηση κακόβουλου λογισμικού “Ransomware – Cryptoware”, το οποίο μολύνει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εγκαθίσταται στο λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή και κατόπιν κρυπτογραφεί και έτσι «κλειδώνει» ψηφιακά αρχεία, που είναι αποθηκευμένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κατόπιν για να ξεκλειδωθούν τα «κλειδωμένα» αρχεία του ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι δράστες απαιτούν χρηματικό ποσό, το οποίο πρέπει να καταβληθεί ως «λύτρα», αλλιώς καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση στα αρχεία. Δηλαδή τα αρχεία τίθενται σε μια κατάσταση «ομηρίας», για την άρση της οποίας πρέπει να καταβληθούν «λύτρα». Επειδή το συγκεκριμένο κακόβουλο λογισμικό έχει την ιδιότητα και την λειτουργική δυνατότητα να αυτοδιαδίδεται μέσω του τοπικού δικτύου και να κρυπτογραφεί τα αρχεία κάθε συστήματος, στο οποίο αποκτά πρόσβαση, είναι εξόχως επικίνδυνο όταν υπεισέλθει σε εταιρικά δίκτυα όπου η διάδοση μπορεί να είναι ραγδαία και καταστροφική για τα αρχεία της εταιρίας.
Λόγω ακριβώς της εγκληματοεπιτελεστικής εκθετικά αυξητικής δυναμικής, του πραγματολογικού εύρους, της εμβέλειας, της συχνότητας, και της καταλυτικής λειτουργίας των οικονομικών εγκλημάτων, που μπορεί να αποβεί καταστροφική για μια επιχείρηση ή για μια εταιρία, οι επιχειρήσεις και οι εταιρίες πρέπει να έχουν ειδική διαχείριση κινδύνου (Crime Risk Management) σε σχέση (και) με την πιθανότητα προσβολής τους από την τέλεση σε βάρος τους ενός οικονομικού εγκλήματος και την πιθανότητα να είναι τρωτές, ευάλωτες και ευπαθείς και να ενέχουν αδυναμίες, δομικές και λειτουργικές, σε σχέση με τον κίνδυνο τέλεσης σε βάρος τους ενός οικονομικού εγκλήματος ή περισσότερων οικονομικών εγκλημάτων, δεδομένου και ότι τα Οικονομικά Εγκλήματα συνήθως συνδυάζονται με κατάχρηση αδυναμιών και τρωτών στη δομή και στην λειτουργία των επιχειρήσεων, και μάλιστα των εταιριών, και στην ανυπαρξία ή δυσλειτουργία μηχανισμών εσωτερικών ελέγχων (internal controls).
Όπως επισημάνθηκε, στα Οικονομικά Εγκλήματα ενυπάρχει ένα εγγενές και εμμενές στοιχείο αυτοδιακινδύνευσης του παθόντος δεδομένου ότι ο παθών δεν έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα σύνεσης, πρόνοιας και πρόληψης τα οποία θα έπρεπε να έχουν ληφθεί για την πρόληψη και την αποτροπή της θυματοποίησής του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί και να τονισθεί προσηκόντως ότι η Ελληνική Νομοθεσία είναι κατ’ εξοχήν ανεπαρκής, αλυσιτελής και ατελέσφορη για την προσήκουσα, λειτουργική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών εγκλημάτων.