
Ζήτημα που έχει απασχολήσει θεωρία και νομολογία είναι και το κατά πόσο πρόκειται επιτρεπτή η σύσταση καταπιστεύματος366 όταν από το διαθέτη καταλείπεται σε άλλον η επικαρπία της κληρονομιάς και σε άλλον η ψιλή κυριότητα. Η περίπτωση αυτή εμφανίζεται συχνά στην πράξη, όταν με τη διαθήκη συζύγου ή συντρόφου από σύμφωνο συμβίωσης καταλείπεται η επικαρπία στο σύζυγο ή το σύντροφο που επιζεί και η ψιλή κυριότητα στα τέκνα, με προφανή πρόθεση του διαθέτη μετά το θάνατο του επιζώντος συζύγου ή συντρόφου του να περιέλθει στα τέκνα του πλήρης κυριότητα367. Η βασική παρατήρηση μιας τέτοιας ρύθμισης αφορά την προσβολή της νόμιμης μοίρας των παραπάνω προσώπων, κατά την ΑΚ 1829368, παρά το γεγονός ότι κατά κρατούσα γνώμη η κατάλειψη της επικαρπίας ολόκληρης ή μέρους της κληρονομιαίας περιουσίας αποτελεί εγκατάσταση σε δήλο369
Με την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, δηλαδή ως προς το πέρα από τη νόμιμή του μοίρα καταλειπόμενο στο μεριδούχο ποσοστό κληρονομιάς, το θέμα που ανακύπτει είναι, εάν ο χωρισμός της επικαρπίας από την ψιλή κυριότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως καταπίστευση πρώτου βαθμού, εάν δηλαδή η κτήση της επικαρπίας από τον ψιλό κύριο μετά το θάνατο του επικαρπωτή θα έχει ως συνέπεια την απαγόρευση καταπιστεύματος υπέρ άλλου προσώπου, κατά την αναγκαστικού δικαίου διάταξη της ΑΚ 1923 § 2.
Κατά μία άποψη370 η περιέλευση της επικαρπίας στον κληρονόμο ψιλό κύριο μετά το θάνατο του επικαρπωτή δεν συνιστά καταπίστευμα πρώτου βαθμού και άρα η προβλεπόμενη από το διαθέτη μετακληρονομία, με αντικείμενο την πλήρη πια κυριότητα, είναι έγκυρη. Ειδικότερα, στην παραπάνω περίπτωση, υποστηρίζεται371 ότι δεν πρόκειται για διαδοχική κατάλειψη της επικαρπίας ως δήλου, αφού αυτή ως αντικείμενο της πρώτης κληρονομιάς αποσβέννυται με το θάνατο του επικαρπωτή και υποστρέφει στην κυριότητα του ψιλού κυρίου, ο οποίος και την αποκτά με το θάνατο του επικαρπωτή όχι σαν καταπιστευματοδόχος, αλλά κατά την ΑΚ 1167 εδ. 1. Ο διαθέτης έχει το δικαίωμα, έτσι, να συστήσει παραπέρα καταπίστευμα με αντικείμενο την πλήρη πια κυριότητα του κληρονομιαίου. Προβάλλεται όμως και η γνώμη372 ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι συνέπεια της δυνατότητας η επικαρπία να περιέλθει με διαθήκη του επικαρπωτή στους κληρονόμους του373.
Έχει υποστηριχθεί η άποψη374 ότι η κατάλειψη σε κληρονόμο μόνο της επικαρπίας σε δήλο ή σε όλη την κληρονομιά, χωρίς να προκύπτει σε ποιον περιέρχεται η ψιλή κυριότητα, σημαίνει τη σύσταση καταπιστεύματος, αφού η κατάλειψη της επικαρπίας έχει την έννοια ότι απαγορεύεται ο κληρονόμος να εκποιήσει την κληρονομιά, και ότι παραπέρα «πρόδηλα» αποκτά την ψιλή κυριότητα ο κληρονόμος στον οποίο καταλείφθηκε η επικαρπία. Ως καταπιστευματοδόχος, κατά την άποψη αυτή, νοείται το πρόσωπο χάριν του οποίου ο διαθέτης έταξε την απαγόρευση, κατά την ΑΚ 1928375.
Χωρίς να αποκλείεται η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση να αποδίδει τη βούληση του διαθέτη, δεν θα πρέπει, ωστόσο, ο περιορισμός και μόνο του κληρονόμου στην επικαρπία να αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο για τη σύσταση καθολικού καταπιστεύματος376.
Πράγματι, η κατάλειψη και μόνο της επικαρπίας χωρίς προσδιορισμό του ψιλού κυρίου επιδέχεται και την ερμηνεία ότι η ψιλή κυριότητα περιέρχεται στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του διαθέτη, οι οποίοι και με το θάνατο του επικαρπωτή θα 745 αποκτήσουν πλήρη κυριότητα. Εφόσον από τη διαθήκη προκόψει μια τέτοια ερμηνεία, δεν έχει εφαρμογή η ερμηνευτική διάταξη της ΑΚ 1927, που θα ευνοούσε τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του κληρονόμου, ως καταπιστευματοδόχους. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται, έτσι, η δυνατότητα ο διαθέτης να προβλέψει καταπίστευμα με αντικείμενο πια την πλήρη κυριότητα υπέρ άλλου προσώπου.
Πηγή : Ν. Ψούνη, Ε. Εγκατάσταση κληρονόμου στην επικαρπία, σε: Κληρονομικό Δίκαιο, 6η έκδ., 2023, σ. 743-745
366. Το ίδιο θέμα προκύπτει και στην περίπτωση της καταπιστευτικής υποκατάστασης· βλ. αντί άλλων Παπανικολάου, ό.π. 2009 αρ. 8· πρβλ. Παπαντωνίου, ΚληρΔ § 26ζ II.
367 Βλ. και Γεωργιάδη, ΚληρΔ, σ. 11239 αρ. 32.
363 Βλ. παραπ. ΚληρΔ I § 9 VIII Γ.
369 ΑΠ 16/2003 ΕλλΔνη 44/2003, 1327, ΕφΛαρ 352/2006 ΑρχΝ 57/2006, 633.
37°. Βλ. Ρούσσο, ό.π. ΑΚ 1927-1928 αρ. 4, τον ίδιο, ό.π. ΑΚ 1167 αρ. 8-9, Παπανικολάου, ό.π. ΑΚ 2009 αρ. 8, Γεωργιάδη, ΚληρΔ, σ. 1129 αρ. 33, Πουρνάρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ άρθρο 1923 αρ. 31.
- Πρβλ. Κατσάνη, Η καταπιστευτική κληροδοσία, σ. 135 επ. την άποψη απαγόρευσης της διαδοχικής επικαρπίας, για το λόγο ότι με τη διάσπαση επικαρπίας και ψιλής κυριότητας σκοπείται ουσιαστικά ο εκτοπισμός της ΑΚ 1923 § 2.
- Παπαντωνίου, γνμδ., ΕΕΝ 39/1972, 438, 440, ο ίδιος, ΚληρΔ § 27 α III
- Σχετικά με τις επιφυλάξεις δυνατότητας μεταβίβασης της επικαρπίας από κληρονόμο σε κληρονόμο στο διηνεκές, με συνέπεια τον εκφυλισμό της κυριότητας βλ. Ρούσσο, ό.π. ΑΚ 1167 αρ. 7 επ., όπου και καταγραφή απόψεων για δυνατότητα στενής ερμηνείας της ΑΚ 1167 εδ. 1 βλ. αναλυτ. αρ. 13 επ.
- Παπαντωνίου, ΚληρΔ § 27 α III, ο ίδιος, γνμδ., ΕΕΝ 41/1974, 448.
376 Βλ. ΑΠ 16/2003 ΕλλΔνη 44/2003, 1327.
376. Βλ. Ρούσσο, ό.π. 1927-1928 αρ. 5, Γεωργιάδη, ΚληρΔ, σ. 1129 αρ. 31.