
I. Οι προϋποθέσεις της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας κατά το ουσιαστικό δίκαιο
Όπως και στο προϊσχύον δίκαιο, έτσι και κατά τη νέα ΑΚ 1479, οι προϋποθέσεις της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας είναι δύο: 1) Το παιδί που ζητείται να αναγνωριστεί δικαστικά θα πρέπει να έχει την ιδιότητα «παιδιού γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του» και 2) το παιδί θα πρέπει να έχει συλληφθεί από εκείνον για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός πως είναι ο πατέρας του. Ως προς τα επιμέρους όμως σημεία αυτών των προϋποθέσεων υπάρχουν μετά την αναθεώρηση του Αστικού Κώδικα και σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο διαφοροποιήσεις, έτσι ώστε σήμερα οι προϋποθέσεις της δικαστικής αναγνώρισης να είναι αναλυτικά οι ακόλουθες:
α) Παιδί γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του
αα) Μετά την ενοποίηση, κατά το πρότυπο των σύγχρονων αλλοδαπών νομοθεσιών2, των δύο «τεκμηρίων γνησιότητας» των παλιών ΑΚ 1465 § 1 και 1468 § 133 1 εδ. 1 και την καθιέρωση στη νέα ΑΚ 1465 § 1 του ενιαίου «τεκμηρίου της καταγωγής από γάμο», παιδί γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του είναι αυτό που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της ΑΚ 1465 § 1, δηλαδή το παιδί που δεν έχει γεννηθεί ούτε κατά τη διάρκεια του γάμου ούτε μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του. Κατά συνέπεια το παιδί που γεννιέται κατά τη διάρκεια του γάμου ή μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του -και που δεν είναι πραγματικό παιδί του συζύγου της μητέρας- δεν μπορεί να αναγνωριστεί δικαστικά από τον αληθινό του πατέρα, εκτός αν γίνει προηγουμένως προσβολή της πατρότητας του συζύγου της μητέρας (ΑΚ 1467 επ.) και η σχετική δικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη, οπότε το παιδί χάνει αναδρομικά από τη γέννησή του (ΑΚ 1472) την ιδιότητα του παιδιού που γεννήθηκε σε γάμο και θεωρείται ως χωρίς γάμο γεννημένο παιδί. Εξάλλου, αν το παιδί καλύπτεται από το τεκμήριο της νέας ΑΚ 1466, δηλαδή γεννήθηκε μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του που τέλεσε νέο γάμο, τότε θα πρέπει να γίνει επιτυχής προσβολή της πατρότητας -και να υπάρξει σχετική αμετάκλητη δικαστική απόφαση- τόσο ως προς το δεύτερο, όσο και ως προς τον πρώτο σύζυγο της μητέρας, για να μπορέσει το παιδί, ως γεννημένο χωρίς γάμο, να αναγνωριστεί δικαστικά από τον αληθινό του πατέρα, που δεν συμπίπτει με κανέναν από τους δύο συζύγους.
Το παιδί θεωρείται ως γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του και όταν ακόμα υπάρχει τέτοιος γάμος, αλλά είναι ανυπόστατος -δηλαδή δεν έχει τηρηθεί γι’ αυτόν κανένας από τους δύο τύπους που προβλέπονται στην ΑΚ 1367 (ΑΚ 1372 § 2)- αφού για τη λειτουργία του τεκμηρίου της ΑΚ 1465 § 1 ο γάμος της μητέρας απαιτείται να είναι υποστατός, χωρίς όμως να ενδιαφέρει παραπέρα αν είναι και έγκυρος. Επομένως τα παιδιά από απλώς άκυρο ή ακυρώσιμο γάμο που ακυρώνεται είναι παιδιά γεννημένα σε γάμο (ΑΚ 1382) και δεν μπορούν να αναγνωριστούν δικαστικά από τον αληθινό τους πατέρα πριν από την αμετάκλητη απόφαση για την προσβολή της πατρότητας του συζύγου της μητέρας τους. Το ίδιο ισχύει ακόμα και για τα αιμομικτικά παιδιά που γεννιούνται από άκυρο (ΑΚ 1356, 1372 § 1 εδ. 1) γάμο που ακυρώνεται και τα οποία εξομοιώνονται σήμερα απόλυτα με τα υπόλοιπα παιδιά που γεννιούνται από άκυρο γάμο μετά την κατάργηση της προφανέστατα αντισυνταγματικής διάταξης του παλιού δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1382, που όριζε ότι «εάν η ακύρωσις επήλθεν ένεκα της μεταξύ συζύγων εξ αίματος συγγένειας κατ’ ευθείαν γραμμήν ή δευτέρου βαθμού εκ πλαγίου, τα εκ του ακυρωθέντος γάμου τέκνα εξομοιούνται προς εκουσίως αναγνωρισθέντα». Ως «εκουσίως αναγνωρισθέντα» τα αιμομικτικά αυτά παιδιά δεν μπορούσαν βέβαια να αναγνωριστούν δικαστικά ούτε στο προηγούμενο δίκαιο8 για άλλον έστω λόγο9. Αντίθετα μπορούσαν, κατά την ορθότερη άποψη10, και μπορούν και σήμερα να αναγνωριστούν δικαστικά τα παιδιά που γεννήθηκαν από αιμομικτική σχέση χωρίς γάμο των γονέων τους. Ως προς τα παιδιά αυτά πριν από την εφαρμογή του ν. 1329 ίσχυε η παλιά ΑΚ 1565, που όριζε ότι «δεν χωρεί νομιμοποίησις διά δικαστικής αποφάσεως εάν οι γονείς του τέκνου είναι εξ αίματος συγγενείς κατ’ ευθείαν γραμμήν ή δευτέρου βαθμού εκ πλαγίου». Η διάταξη αυτή, στην οποία ακριβώς στηριζόταν η γνώμη πως «εξ αντιδιαστολής» συναγόταν ότι γι’ αυτά τα παιδιά επιτρεπόταν όμως η δικαστική αναγνώριση11, έχει σήμερα καταργηθεί στο μέτρο που καταργήθηκε και ο όλος θεσμός της δικαστικής νομιμοποίησης. Ήδη λοιπόν μετά την ισχύ του ν. 1329 αρκεί να ειπωθεί ότι τα αιμομικτικά παιδιά που γεννιούνται από εξώγαμη σχέση των γονέων τους δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα υπόλοιπα παιδιά που γεννιούνται χωρίς γάμο· υπάρχει συνακόλουθα και γι’ αυτά η δυνατότητα της δικαστικής αναζήτησης της πατρότητάς τους.Τέλος, την ίδια δυνατότητα έχουν φυσικά και τα υιοθετημένα παιδιά, είτε αυτά έχουν υιοθετηθεί από τρίτον είτε έχουν υιοθετηθεί, αν είναι μικρότερα από δεκαοκτώ ετών (ΑΚ 1569 σε συνδ. με αρθρ. 2 § 3 ν. 610/1970), από τον αληθινό τους πατέρα. Στην περίπτωση, βέβαια, που το παιδί που υιοθετήθηκε από τον αληθινό του πατέρα αναγνωρίζεται μεταγενέστερα δικαστικά (ή και εκούσια) από τον ίδιο, η υιοθεσία λύνεται αυτοδικαίως, εφόσον «η συνέχισή της αντίκειται στη φύση των πραγμάτων»· αντίθετα, αν το παιδί που αναγνωρίζεται ήταν υιοθετημένο από τρίτον, το κύρος της υιοθεσίας διατηρείται αμείωτο.
ββ) Δυνατότητα δικαστικής αναγνώρισης δεν υπάρχει για το παιδί που, παρόλο που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του, έχει ήδη αναγνωριστεί εκούσια ή δικαστικά από άλλον άνδρα, διαφορετικό από τον αληθινό του πατέρα. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη νέα ΑΚ 1484, το παιδί έχει ως προς τον άνδρα που το αναγνώρισε θέση «τέκνου γεννημένου σε γάμο»· δεν μπορεί λοιπόν να αναγνωριστεί δικαστικά από τον πραγματικό πατέρα του, παρά μόνο αν προηγουμένως προσβληθεί με επιτυχία -και αφού η σχετική δικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη η τυχόν εκούσια αναγνώριση που έχει προηγηθεί, σύμφωνα με τις ΑΚ 1477 και 1478. Επίσης μπορεί να ζητηθεί η δικαστική αναγνώριση εκούσια αναγνωρισμένου παιδιού μετά από την αμετάκλητη απόφαση για την αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης (ΚΠολΔ 614 § 1δ) είτε για το λόγο ότι η εκούσια αναγνώριση προσκρούει στις ΑΚ 178 και 281 είτε για το λόγο ότι έχει ακυρωθεί προηγουμένως η σχετική δήλωση του πατέρα (ή των γονέων του· ΑΚ 1476 εδ. 1) ή η συναίνεση της μητέρας (ΑΚ 1476 εδ. 2) με βάση τις κοινές διατάξεις για την πλάνη, την απάτη ή την απειλή (ΑΚ 140 επ., 147 επ., 150 επ.).
β) Σύλληψη του παιδιού από αυτόν για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός πως είναι ο πατέρας του
Όσο εύκολος είναι ο προσδιορισμός της μητέρας του παιδιού, η ιδιότητα της οποίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εξαιτίας του γεγονότος της γέννησης, τόσο δύσκολος είναι αντίθετα ο προσδιορισμός του πατέρα. Έτσι η δεύτερη προϋπόθεση της δικαστικής αναγνώρισης, που είναι η σύλληψη του παιδιού από αυτόν για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός πως είναι ο πατέρας του, αποτελεί το κατεξοχήν σημείο όπου επικεντρώνονται και κορυφώνονται οι διαμάχες αλλά και οι προσπάθειες όλων των παραγόντων της δίκης για την ορθή επίλυση της διαφοράς.
Ο φυσικός σύνδεσμος του παιδιού με τον πατέρα του, που προκύπτει από το γεγονός της σύλληψης, είναι και σήμερα ακόμα παρά τις προόδους της επιστήμης δυσαπόδεικτος. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που και μετά την αναθεώρηση του
Αστικού Κώδικα διατηρήθηκε το τεκμήριο της πατρότητας της παλιάς ΑΚ 1541 που καθιερώνεται σήμερα στη νέα ΑΚ 1481 εδ. 1 με την εξής διατύπωση: «Η πατρότητα τεκμαίρεται αν αποδειχθεί ότι αυτός, για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης». Ακολουθεί όμως -πράγμα που δεν συνέβαινε στο παλιό άρθρο 1541 — και δεύτερο εδάφιο: «Το τεκμήριο δεν ισχύει, αν η αγωγή ασκείται από το τέκνο μετά την ενηλικίωσή του και ο πατέρας πέθανε πριν από το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό». Η προσθήκη του εδαφίου αυτού δικαιολογείται στο μέτρο που σύμφωνα με την ΑΚ 1483 § 1 εδ. 2 το δικαίωμα του παιδιού να ζητήσει την αναγνώριση της πατρότητάς του αποσβήνεται μετά δεκαεννέα ολόκληρα έτη από τον τοκετό («το δικαίωμα του τέκνου υποκύπτει σε απόσβεση ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του»), ενώ στο προηγούμενο δίκαιο, κατά την παλιά ΑΚ 1544 § 1, καθιερωνόταν για την αξίωση και της μητέρας και του παιδιού ενιαία πενταετής μόνο παραγραφή (και πάλι από τον τοκετό). Το διάστημα των δεκαεννέα ετών είναι πάρα πολύ μεγάλο, και στην περίπτωση του θανάτου του υποτιθέμενου πατέρα θα ήταν πραγματικά ανεπιεικές για τους κληρονόμους του να επιβαρυνθούν με τη δυσχερέστατη, αν όχι αδύνατη, ήδη μετά από τόσα χρόνια, ανατροπή του τεκμηρίου· κρίθηκε λοιπόν, και πολύ σωστά, από το νομοθέτη ότι στην περίπτωση αυτή το τεκμήριο δεν πρέπει να ισχύει, ώστε η ευθεία πια απόδειξη της πατρότητας να βαρύνει το ίδιο το παιδί.
Η ευθεία απόδειξη της πατρότητας σημαίνει ότι ο ενάγων οφείλει να πείσει πλήρως το δικαστήριο πως το παιδί έχει συλληφθεί από το φερόμενο ως πατέρα και συνδέεται επομένως προς αυτόν με δεσμό αίματος, άσχετα από τον τρόπο με τον
οποίο έγινε η σύλληψη. Η επίκληση αντίθετα του τεκμηρίου της πατρότητας περιορίζει τον ενάγοντα στην πλήρη απόδειξη του ότι ο υποτιθέμενος πατέρας είχε κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης έστω και μία σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχτεί παραπέρα και ότι η μητέρα συνέλαβε το παιδί σ’ αυτή τη συγκεκριμένη σεξουαλική επαφή.
Ως προς τις προϋποθέσεις της ίδρυσης του τεκμηρίου της ΑΚ 1481 εδ. 1 -σε αντίθεση με ό,τι αφορά την ανατροπή του- δεν ισχύει σήμερα τίποτε διαφορετικό από όσα ίσχυαν στο προηγούμενο δίκαιο. Όπως και σε εκείνο έτσι και μετά το ν. 1329 ο ενάγων χρειάζεται πρώτα-πρώτα να αποδείξει τη σαρκική συνάφεια του «πατέρα» και της μητέρας, που δεν απαιτείται να είναι πλήρης, αλλά αρκεί να έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη σύλληψη ενός παιδιού. Δεν χρειάζεται άλλωστε ο ενάγων να αποδείξει πταίσμα του «συνευρεθέντος» ούτε έχει σημασία αν γενικότερα η σαρκική επαφή έγινε με τη θέληση και των δύο «γονέων» ή αν οι «γονείς» επιθυμούσαν ή όχι να συλληφθεί παιδί, ενώ αρκεί, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, η απόδειξη για μία μόνο σεξουαλική πράξη. Από την άλλη πλευρά, ενόψει της ολοένα αυξανόμενης χρησιμοποίησης της
μεθόδου της τεχνητής γονιμοποίησης, και δεδομένου ότι όταν ο νομοθέτης κάνει λόγο για σαρκική συνάφεια αναφέρεται απλώς στο συνηθέστερο δρόμο που οδηγεί στη σύλληψη, το τεκμήριο μπορεί να ισχύσει και όταν ο ενάγων αποδεικνύει ότι μέσα στο κρίσιμο διάστημα της σύλληψης η μητέρα υποβλήθηκε σε μέθοδο τεχνητής γονιμοποίησης με σπέρμα του φερόμενου ως πατέρα. Βέβαια δεν παραγνωρίζει κανείς ότι κατά κανόνα η μέθοδος της τεχνητής γονιμοποίησης χρησιμοποιείται από παντρεμένες γυναίκες, αφού η εξώγαμη μητρότητα οφείλεται ακόμα και σήμερα στην κοινωνία μας τις περισσότερες φορές σε «λάθος» και όχι σε συνειδητή συμπεριφορά μιας γυναίκας που θέλει να έχει παιδί αλλά όχι και σύζυγο. Όσο όμως η αντίληψη αυτή θα αλλάζει, και εφόσον πουθενά πάντως στο νόμο δεν υπάρχει ρύθμιση που να απαγορεύει την τεχνητή γονιμοποίηση στις άγαμες γυναίκες, η πρακτική σημασία της επίκλησης του τεκμηρίου και στις περιπτώσεις της τεχνητής γονιμοποίησης των γυναικών θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη, ενόψει μάλιστα και της δυνατότητας της άσκησης της αγωγής για την αναγνώριση της πατρότητας, μετά τη μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα, και από τον ίδιο τον πατέρα (ή τους γονείς του) (1479 εδ. 3).
Τέλος, για να ισχύσει το τεκμήριο της πατρότητας ο ενάγων οφείλει ακόμα να αποδείξει ότι η σεξουαλική συνεύρεση ανάμεσα στη μητέρα και στον υποτιθέμενο πατέρα έγινε μέσα στο κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, που είναι κατά την ΑΚ 1468 το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό. Η ίδια η ημέρα του τοκετού, δηλαδή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, δεν υπολογίζεται· έτσι η εξεύρεση της εκατοστής ογδοηκοστής ημέρας πριν από τον τοκετό, και δεδομένου ότι πρόκειται για προθεσμία που πηγαίνει προς τα πίσω, αντίθετα με τη φορά του χρόνου, γίνεται με μέτρημα που αρχίζει την προηγούμενη του τοκετού, σύμφωνα με την -προσαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίπτωση- ρύθμιση της ΑΚ 241 § 1. Εξάλλου, και για λόγους εύνοιας προς το παιδί που αναζητά δικαστικά την πατρότητά του, στο χρονικό διάστημα της σύλληψης συνυπολογίζονται και η εκατοστή ογδοηκοστή και η τριακοσιοστή ημέρα· άρα το διάστημα αυτό περιλαμβάνει 121 ημέρες, διευρύνεται δηλαδή κατά μία ημέρα ο χρόνος μέσα στον οποίο πρέπει να αποδεικνύεται ότι έχει γίνει η σεξουαλική επαφή ώστε να μπορεί να ισχύσει το τεκμήριο.
Πηγή : Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 10. Οι προϋποθέσεις της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας μετά το ν. 1329/1983, σε: Μελέτες Οικογενειακού Δικαίου & Δικαίου της Βιοϊατρικής (1980-2010), 2010, σ. 132-149