
Το δικαίωμα της επικοινωνίας με το ανήλικο παιδί δεν καθιερώνεται βέβαια για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο άρθρο 1520 ΑΚ, αλλά περιλαμβανόταν και πριν από τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στο παλιό άρθρο 1504. Ωστόσο τα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με το δικαίωμα της επικοινωνίας, καθώς άλλωστε και όλα τα προβλήματα των σχέσεων γονέων και παιδιών, αποκτούν μετά το ν. 1329/1983 μια ιδιαίτερη διάσταση εξαιτίας της έντονης παιδοκεντρικής αντίληψης που κυριαρχεί πια στο σύγχρονο δίκαιο της γονικής μέριμνας και εκφράζεται ρητά και κατεξοχήν στη νέα διάταξη – «κλειδί» του άρθρου 1511 για την προάσπιση του συμφέροντος του παιδιού μέσα και από την αναζήτηση και συνεκτίμηση, σε όλα τα σχετικά θέματα, της προσωπικής του γνώμης. Η γενική διάταξη του άρθρου 1511 σφραγίζει λοιπόν με το περιεχόμενό της και την εφαρμογή του άρθρου 1520 για το δικαίωμα της επικοινωνίας.
Ένα πρώτο τέτοιο ζήτημα αποτελεί το πρόβλημα αν το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα -στο πλαίσιο της εξουσίας του να κανονίζει ειδικότερα τα σχετικά με την επικοινωνία, όπως ορίζει η § 3 του άρθρου 1520- να φθάνει και ως το σημείο να αποκλείει εντελώς την επικοινωνία του γονέα με το παιδί του. Με άλλα λόγια, και ενόψει του ότι από το κείμενο του πιο πάνω άρθρου δεν προκύπτει τίποτε σχετικό, προβάλλει το ερώτημα: Το δικαστήριο οφείλει σε κάθε περίπτωση να ορίζει έναν τρόπο επικοινωνίας στο γονέα που τη ζητά ή μπορεί και να αποκλείει τελείως την επικοινωνία, αν κρίνει ότι τούτο υπαγορεύεται από το συμφέρον του παιδιού;
Ως προς το θέμα αυτό πριν από την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου επικρατούσε η άποψη ότι το δικαίωμα του γονέα για προσωπική επικοινωνία ήταν ένα δικαίωμα αναφαίρετο· δηλαδή τα δικαστήρια δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση να στερούν τελείως το γονέα από το δικαίωμα τούτο, και είχαν μόνο τη δυνατότητα να βάζουν κάποιους περιορισμούς (συντομότερη διάρκεια ή αραιότερα διαστήματα επικοινωνίας, παρουσία τρίτου προσώπου κ.λπ.), ώστε να μειώνονται οι τυχόν βλαπτικές ενέργειες που θα μπορούσε να έχει η επικοινωνία με το παιδί σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως λ.χ. αν ο γονέας ήταν ανήθικος ή έπασχε από κολλητική αρρώστια. Οι οπαδοί της άποψης αυτής στηρίζονταν κυρίως σε δύο επιχειρήματα: α) επισήμαιναν τη διατύπωση του σχετικού άρθρου, και συγκεκριμένα τη χρησιμοποίηση του όρου «διατηρεί» («ο γονεύς … διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής … επικοινωνίας»), που κατά τη γνώμη τους σήμαινε ότι ο γονέας δεν χάνει ποτέ τούτο το δικαίωμα (αυτό ήταν όμως ένα καθαρά τυποκρατικό επιχείρημα), και β) επικαλούνταν το «ακατάλυτο» του σχετικού δικαιώματος του γονέα εξαιτίας της ιερότητας των αισθημάτων του προς το παιδί. Είναι φανερό πως επρόκειτο για στάση που έριχνε το βάρος στην πλευρά του γονέα και όχι στην πλευρά του παιδιού, για του οποίου τα αισθήματα και τη γνώμη κανείς δεν έκανε σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα λόγο.
Το περίεργο όμως είναι πως η άποψη για το αναφαίρετο του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα επικρατεί και σήμερα. Έτσι και στα σύγχρονα συγγράμματα και στις καινούργιες δικαστικές αποφάσεις που έχουν δημοσιευτεί στο νομικό τύπο των τελευταίων πέντε χρόνων διαβάζει κανείς ότι το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί από το δικαστήριο, ότι «τίποτε δεν επιτρέπεται να νεκρώσει τελείως το δεσμό ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί», ότι «μόνον η διάρκεια της καθ’ εκάστην φοράν επικοινωνίας δύναται να επηρεασθεί εκ του συμφέροντος του τέκνου» ή ότι δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποκλειστεί «η επικοινωνία αυτή, που επιβάλλεται από το δεσμό του αίματος». Γεννιέται όμως το ερώτημα: Κατά πόσο οι αποφθεγματικές αυτές φράσεις είναι σύμφωνες με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 1511 και με την πορεία που πρέπει να ακολουθείται κατά την προσπάθεια της διατύπωσης των σχετικών αποφάσεων σύμφωνα με αυτό το άρθρο;
Έχω την εντύπωση ότι η απαγόρευση του αποκλεισμού του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα, ειδικά έτσι όπως εκφράζεται ως a priori πρόταση που δεν επιδέχεται συζήτηση, δεν συμβιβάζεται με το καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 1511 στο δικαστή, να εκδώσει την απόφασή του αφού αναζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη του παιδιού και προσδιορίσει, μέσα και από αυτήν, το συμφέρον του, το οποίο και θα πρέπει να εξυπηρετήσει. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο δεσμός ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί είναι κατά κανόνα μια σχέση μοναδική, η καλή λειτουργία της οποίας ευνοεί το συμφέρον και των γονέων και των παιδιών. Όταν όμως έχουν μεσολαβήσει ακραίες (πάντως) καταστάσεις (λ.χ. γονέας ψυχωσικός ή δράστης ειδεχθών εγκλημάτων σε συνδυασμό ενδεχομένως και με ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο παιδί), εξαιτίας των οποίων είναι αδύνατο στο παιδί να επικοινωνεί με το γονέα του χωρίς αυτό να έχει ολέθριες συνέπειες στην υγεία του (συνήθως την ψυχική), και ιδίως όταν εκδηλώνεται σφοδρή αντίθετη προς την επικοινωνία θέληση του ίδιου του παιδιού, που είναι φανερό στο δικαστήριο πως δεν μπορεί να καμφθεί και πως δεν είναι αποκλειστικά προϊόν μονομερούς επηρεασμού του από την πλευρά του άλλου γονέα, ενώ παράλληλα είναι εξίσου φανερό πως για την αποτροπή της βλάβης της υγείας του παιδιού δεν αρκούν απλοί περιορισμοί του δικαιώματος επικοινωνίας, νομίζω ότι το δικαστήριο δεν θα πρέπει να διστάζει να προχωρεί στον αποκλεισμό αυτού του δικαιώματος. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις ο αποκλεισμός του δικαιώματος της επικοινωνίας εμφανίζεται ως η μοναδική επιβαλλόμενη λύση ενόψει των επιταγών του άρθρου 1511. Μάλιστα, καθώς και ανέκαθεν οι σχετικές αποφάσεις θεωρούνταν μεταβλητές αλλά και σήμερα, πολύ περισσότερο, τούτο ορίζεται ρητά στο νέο άρθρο 1536″, ο δικαστής μπορεί να αποκλείει προς το συμφέρον του παιδιού την επικοινωνία χωρίς το φόβο ότι η απόφασή του θα περιέχει ρύθμιση δεσμευτική και για μελλοντικό χρόνο στον οποίο οι συνθήκες ίσως θα αλλάξουν, αφού, αν πραγματικά μεταβληθούν οι συνθήκες που οδήγησαν στον αποκλεισμό, υπάρχει η δυνατότητα της άρσης του, με νέα απόφαση, και της παραχώρησης δικαιώματος επικοινωνίας.
Βέβαια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η γνώμη για τη δυνατότητα του αποκλεισμού του δικαιώματος επικοινωνίας δεν συμβιβάζεται με την επίσης κρατούσα άποψη, ότι το δικαίωμα τούτο ουδέποτε ασκείται καταχρηστικά (κάτι που υποστηριζόταν και παλιότερα, αλλά υποστηρίζεται και σήμερα). Η αντίληψη όμως αυτή, που κατά βάθος είναι η άλλη όψη της γνώμης για το αναφαίρετο του δικαιώματος επικοινωνίας, είναι εξίσου λαθεμένη με την τελευταία για τους ίδιους λόγους. Σήμερα, στην εποχή του παιδοκεντρικού οικογενειακού δικαίου, δεν είναι επιτρεπτός ο ισχυρισμός, ότι ο γονέας μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του για επικοινωνία με το παιδί του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αντίθετα, όταν συντρέχουν περιπτώσεις εφαρμογής της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ (και είναι τέτοιες οι περιπτώσεις που περιγράφηκαν πιο πάνω και στις οποίες επιβάλλεται ο αποκλεισμός του δικαιώματος), η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας θα πρέπει να απαγορεύεται και ως καταχρηστική· σε άλλες άλλωστε περιπτώσεις, που ως καταχρηστικοί εμφανίζονται ορισμένοι μόνο τρόποι άσκησης του ίδιου δικαιώματος, η εφαρμογή του άρθρου 281 μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποβολή απλώς του δικαιώματος επικοινωνίας σε περιορισμούς.
Ακόμα κατά της άποψης για τη δυνατότητα του αποκλεισμού του δικαιώματος επικοινωνίας θα μπορούσε να υποστηριχτεί και ότι η δυνατότητα αυτή θα δημιουργούσε ενδεχομένως τον κίνδυνο της δυσαρέσκειας του συγκεκριμένου αποκλειόμενου γονέα σε βαθμό τέτοιο, ώστε ο γονέας αυτός να αρνείται να καταβάλλει τις δόσεις της διατροφής του παιδιού του, που τυχόν τον βαρύνουν. Και αυτό όμως το επιχείρημα δεν είναι πειστικό, αφού στις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου τίθεται θέμα αποκλεισμού, στο παιδί συμφέρει προφανώς περισσότερο να εκτεθεί στον κίνδυνο των δυσκολιών ως προς την είσπραξη της διατροφής από το γονέα του, παρά να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της διασάλευσης της υγείας του που θα δημιουργούνταν από τη βλαπτική γι’ αυτό επικοινωνία.
Γενικότερα εξάλλου η σύνδεση του δικαιώματος επικοινωνίας με την υποχρέωση της διατροφής δεν είναι σκόπιμη. Έτσι δεν είναι, πιστεύω, ορθή ούτε η άποψη ότι η ασυνέπεια του γονέα ως προς την καταβολή των δόσεων της διατροφής, που χρωστά, μπορεί να αποτελέσει για το δικαστήριο λόγο περιορισμού του δικαιώματος του γονέα αυτού για επικοινωνία ή ότι το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει ως προϋπόθεση του δικαιώματος επικοινωνίας την προηγούμενη καταβολή των δόσεων της διατροφής. Εδώ είναι φανερό ότι δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού στο ένα κακό, που είναι η καθυστέρηση της καταβολής της διατροφής του, να προστεθεί και ένα δεύτερο κακό, που θα είναι ο περιορισμός της επικοινωνίας με το γονέα του. Ούτε και είναι σίγουρο, άλλωστε, ότι η απειλή του περιορισμού της επικοινωνίας θα καταστήσει το γονέα προσεκτικό και συνεπή στην καταβολή της οφειλόμενης διατροφής, για τον εξαναγκασμό στην οποία «καταβολή» υπάρχουν άλλοι τρόποι.
Το δικαίωμα επικοινωνίας καθιερώνεται, συνεπώς, ως ένα ξεχωριστό από τη γονική μέριμνα δικαίωμα στο άρθρο 1520, από το οποίο ευθέως πηγάζει. Και η θέση τούτη, πέρα από το ότι δεν μπορεί να ενισχύσει την άποψη για την αυτοδίκαιη στέρηση του έκπτωτου γονέα από το δικαίωμα της επικοινωνίας, έχει και άλλη μία πρακτική σημασία: Ότι αφού το δικαίωμα της επικοινωνίας δεν απορρέει από τη γονική μέριμνα, το δικαστήριο, που αποφασίζει για την ανάθεση της άσκησης της τελευταίας, στις περιπτώσεις λ.χ. του διαζυγίου, της ακύρωσης του γάμου ή της διάστασης των γονέων (ΑΚ 1513, 1514), δικαιούται να ρυθμίζει και την επικοινωνία με το παιδί μόνο αν υπάρχει σχετικό αίτημα του ή των γονέων, και δεν είναι υποχρεωμένο να προχωρεί στη ρύθμιση της επικοινωνίας και χωρίς τέτοιο αίτημα.
Ο παιδοκεντρισμός του νέου δικαίου της γονικής μέριμνας θέτει παραπέρα και ένα άλλο ερώτημα: Μήπως σήμερα το δικαίωμα της επικοινωνίας είναι διαμορφωμένο ως λειτουργικό δικαίωμα, δηλαδή είναι παράλληλα και υποχρέωση για το δικαιούχο; Κάτω από το καθεστώς του προηγούμενου δικαίου τούτο δεν γινόταν δεκτό, με το επιχείρημα ότι το τότε άρθρο 1504 αναφερόταν μόνο σε δικαίωμα και όχι και σε καθήκον επικοινωνίας, ενώ ως προς την πατρική εξουσία ήδη και στο παλιό άρθρο 1501 τονιζόταν ότι ο πατέρας είχε δικαίωμα και καθήκον επιμέλειας και διοίκησης της περιουσίας του ανηλίκου. Παρόλο όμως που και το νέο άρθρο 1520 κάνει λόγο μόνο για δικαίωμα επικοινωνίας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει ως προς τη γονική μέριμνα, για την οποία στο άρθρο 1510 § 1 εδ. 1 ρητά ορίζεται πως αποτελεί παράλληλα και καθήκον των γονέων, υποστηρίζεται σήμερα η άποψη ότι το δικαίωμα της επικοινωνίας συνιστά ταυτόχρονα για το δικαιούχο και υποχρέωση.
Με την άποψη όμως αυτή δύσκολα μπορεί κανείς να συμφωνήσει. Πρώτα-πρώτα, και αν υποτεθεί πως καθιερωνόταν νομική υποχρέωση του γονέα να επικοινωνεί με το παιδί του, τούτο δεν θα είχε πρακτική σημασία, αφού ασφαλώς δεν θα έπρεπε να γίνεται πάντως δεκτή η δυνατότητα να εξαναγκάζεται σε επικοινωνία ο γονέας με τη βοήθεια της δικαστικής αρχής μετά από αγωγή, και ακόμα περισσότερο η δυνατότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης μιας τυχόν καταψηφιστικής απόφασης που θα καταδίκαζε το γονέα στην επικοινωνία (δηλαδή σε πράξη που θα μπορούσε να επιχειρηθεί μόνο από τον ίδιο: ΚΠολΔ 946 § 1). Η δυνατότητα αυτή θα ήταν αντίθετη τόσο με τη φύση της σχέσης γονέα και παιδιού, όσο και με το συμφέρον, σε τελευταία ανάλυση, του τελευταίου: Και πραγματικά, αν ο γονέας οδηγούνταν στο δικαστήριο, το παιδί θα προσβαλλόταν ακόμα περισσότερο με τη δημοσιοποίηση της αδιαφορίας του γονέα, ενώ ως προς τον τελευταίο η αδιαφορία του θα μετατρεπόταν το λιγότερο σε ενόχληση ή απέχθεια· η αγάπη και το ενδιαφέρον δεν εκβιάζονται δικαστικά.
Πηγή: Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 16. Το δικαίωμα επικοινωνίας στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμένου οικογενειακού δικαίου, σε: Μελέτες Οικογενειακού Δικαίου & Δικαίου της Βιοϊατρικής (1980-2010), 2010, σ. 228-240