
Διαθήκη που συντάχθηκε από πρόσωπο που δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας είναι άκυρη κι όχι ακυρώσιμη.
Από τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 4, εδ. α’ ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 154 εδ. α’, 180, 1718 και 1787 εδ. α’ ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, συνάγονται τα εξής: Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Η διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιον ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης δεν είναι ακυρώσιμη, όπως θα ήταν ιδίως αν ήταν προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, οπότε η ακύρωση της θα επερχόταν όταν δικαστική απόφαση θα την ακύρωνε, αλλά είναι άκυρη και γι’ αυτό αυτοδικαίως και συνεπώς ακόμη και χωρίς παρεμβολή σχετικής δικαστικής απόφασης θεωρείται εξαρχής ως μη γενόμενη, καθένας δε που έχει αντίστοιχο συμφέρον μπορεί με αγωγή να ζητήσει να αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη…
Κατά μεν το άρθρο 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 αριθ. 4, εδαφ. α’ του ίδιου Κώδικα, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας.
Από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων συνάγονται τα εξής: Είναι άκυρη η διαθήκη, σύμφωνα με το πρώτο μέρος του εδαφίου α’ του αριθ. 4 του ως άνω άρθρου 1719, αν ο διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, εξαιτίας ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται, δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, δηλαδή αδυνατεί να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη, ή μπορεί μεν να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη, αδυνατεί όμως να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης.
Το σε τι συνίσταται η ειδική κατάσταση που αποτελεί των αιτία της έλλειψης συνείδησης των πράξεων εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τίποτε δε δεν αποκλείει να συνίσταται η εν λόγω ειδική κατάσταση σε πνευματική ασθένεια ή σε άλλο αίτιο (μέθη, ύπνωση κλπ), που μάλιστα μπορεί να επιφέρει ανωμαλία των αναστολών ή αυξημένη ετοιμότητα υποβολής. Επίσης είναι άκυρη η διαθήκη, σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του ως άνω εδαφίου, αν ο διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, εξαιτίας πνευματικής ασθένειας δεν έχει τη χρήση του λογικού, δηλαδή αδυνατεί να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς.
Αν συντρέχει τούτο (ήτοι η έλλειψη χρήσεως του λογικού κλπ), σε περίπτωση μεν που ο διαθέτης επιπλέον δεν έχει συνείδηση των πράξεων του εξαιτίας της πνευματικής ασθένειας, η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται κατ’ εφαρμογή του πρώτου μέρους, ή του δεύτερου μέρους, ή και των δύο αυτών μερών του ως άνω εδαφίου, σε περίπτωση δε που ο διαθέτης, παρά την πνευματική του νόσο, έχει συνείδηση των πράξεών του, η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται κατ’ εφαρμογή αποκλειστικά του δεύτερου μέρους του ως άνω εδαφίου.
ΑΠ 1304/1999 Γ Τμ.