
Η αξίωση διατροφής κατά τη διακοπή της συμβίωσης ανήκει στις συζυγικές αξιώσεις που ασκούνται πολύ συχνά στα δικαστήριά μας, και έτσι, πέρα από την αξιόλογη δογματική επεξεργασία των διατάξεων που την αφορούν, υπάρχει και μια αντίστοιχη πλούσια νομολογία, που παρουσιάζει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για το λόγο ότι δεν είναι ακόμα σταθερή σε αρκετά θέματα, που εξακολουθούν, άλλωστε, να είναι αμφιλεγόμενα και στη θεωρία.
Όπως είναι φυσικό, σημαντικά προβλήματα ανέκυψαν κατά πρώτο λόγο σε σχέση με τις προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης διατροφής, και μάλιστα και με τις δύο προϋποθέσεις της, που είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1391 ΑΚ, αφενός η εύλογη αιτία της διακοπής της συμβίωσης ως προς το δικαιούχο, και αφετέρου η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου σε σύγκριση με την κατάσταση του υποχρέου.
Ειδικότερα ως προς την προϋπόθεση της εύλογης αιτίας, ομόφωνα βέβαια γίνεται σήμερα δεκτό ότι εύλογη αιτία είναι οποιοδήποτε γεγονός ικανό να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης, χωρίς να ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται αυτή η διάσπαση, αν δηλαδή πραγματοποιείται λ.χ. με εγκατάλειψη ή με αποπομπή. Γενικά επίσης γίνεται δεκτό ότι δεν έχει σημασία αν η εύλογη αιτία είναι υπαίτιο ή αν υπαίτιο γεγονός, αφού τόσο υπαίτιος, όσο και ανυπαίτιος, μπορεί να είναι και ο λόγος του κλονισμού του γάμου, και σχεδόν πάντα η εύλογη αιτία της διακοπής της συμβίωσης συνιστά ταυτόχρονα και λόγο ισχυρού κλονισμού του γάμου, που μπορεί να θεμελιώσει και δικαίωμα διάζευξης.
Πέρα όμως από αυτές τις γενικότητες αρχίζουν τα προβλήματα και οι διαφωνίες. Και μια πρώτη διαφωνία γεννιέται ενόψει του εξής ερωτήματος: Μήπως χάνεται η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας και, επομένως, παύει να υπάρχει και το δικαίωμα της διατροφής, όταν ο δικαιούχος, παρόλο που έχει και δικαίωμα διάζευξης, δεν ζητά διαζύγιο μέσα σε ένα λογικό χρονικό διάστημα; Περισσότεροι απαντούν καταφατικά στο ερώτημα. Ορθότερη είναι όμως, νομίζω, η αρνητική τοποθέτηση, δηλαδή η άποψη ότι η αδράνεια του δικαιούχου ως προς την άσκηση της αγωγής διαζυγίου δεν συνεπάγεται από μόνη της την εξαφάνιση της εύλογης αιτίας της διακοπής, αφού το δικαίωμα διάζευξης είναι μόνο δικαίωμα και όχι και υποχρέωση και, συνεπώς, ο δικαιούχος είναι ελεύθερος να αποφασίσει αυτός αν και πότε θα το ασκήσει (ενόψει και του συμφέροντος των κοινών παιδιών και ακόμη ίσως και της ελπίδας του να διασωθεί τελικά ο γάμος του). Το ότι, μάλιστα, ο υπόχρεος μετά την τετραετία έχει και ο ίδιος τη δυνατότητα να επιδιώξει τη λύση του γάμου (ΑΚ 1439 § 3) και να απαλλαγεί από την υποχρέωση της διατροφής λόγω διάστασης -που είναι, άρα, έτσι κι αλλιώς για το λόγο αυτό περιορισμένης χρονικής διάρκειας- ενισχύει τη γνώμη ότι η μη άσκηση της αγωγής διαζυγίου (ΑΚ 1439 § 1) από μέρους του δικαιούχου δεν συνεπάγεται την παύση της ύπαρξης ως προς αυτόν της εύλογης αιτίας (χωρίς βέβαια να αποκλείεται το ενδεχόμενο, σε ακραίες περιπτώσεις μη άσκησης αγωγής διαζυγίου, να θεωρηθεί η άσκηση της αξίωσης της διατροφής ως καταχρηστική, αν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του γενικού άρθρου 281 ΑΚ).
Ένα δεύτερο ζήτημα σχετικό με την εύλογη αιτία αποτελεί το ερώτημα ποια επίδραση έχει στο δικαίωμα της διατροφής η πρόσκληση του υποχρέου που καλεί το δικαιούχο σε επανάληψη της συμβίωσης. Μήπως εξαφανίζεται η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας μετά από αυτή την πρόσκληση, που συνδυάζεται μάλιστα και με την υπόσχεση του υποχρέου ότι στο εξής θα είναι υποδειγματικός σύζυγος και δεν θα επαναλάβει τη συμπεριφορά που αποτέλεσε την εύλογη αιτία της διακοπής για το δικαιούχο; Και πάλι ορθότερη είναι η αρνητική απάντηση, αφού η τυχόν επανάληψη της συμβίωσης -στην οποία θα προέβαινε ο δικαιούχος της διατροφής από το φόβο μήπως θεωρηθεί στο εξής ως προς αυτόν αδικαιολόγητη η διακοπή της- θα είχε αναγκαστικά και την έννοια της συγγνώμης, με την οποία θα αποσβηνόταν και το δικαίωμά του για διάζευξη, όπως δεν θα ήταν πάντως σωστό να συμβεί.
Δεν θα πρέπει, επομένως, να γίνεται δεκτό ότι η εύλογη αιτία της διακοπής της συμβίωσης παύει οπωσδήποτε να υπάρχει για το δικαιούχο απλώς και μόνο με την πρόσκληση για επανασυμβίωση από την πλευρά του υποχρέου, και μάλιστα και για τον πρόσθετο λόγο ότι, όπως ορθά παρατηρείται σε αρκετές δικαστικές αποφάσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις μια απλή πρόσκληση για επανασυμβίωση δεν μπορεί να πείσει το δικαιούχο για την ειλικρίνεια ή τη σταθερότητα των προθέσεων του υποχρέου. Από την άλλη όμως πλευρά, αν, πέρα από την πρόσκληση για επανασυμβίωση, πραγματικά υπάρχει και μια σταθερή νέα στάση του υποχρέου, που ενδεχομένως συνδυάζεται και με ειδικές περιστάσεις που αφορούν τον τρόπο της ζωής του δικαιούχου, είναι δυνατό να θεωρηθεί πως η άρνηση του δικαιούχου να επαναλάβει τη συμβίωση είναι αδικαιολόγητη, ώστε να μην υπάρχει πια υπέρ αυτού το στοιχείο της εύλογης αιτίας.
Ένα τελευταίο πρόβλημα, που συναρτάται με την εύλογη αιτία, δημιουργείται στην περίπτωση της συναινετικής διακοπής της συμβίωσης. Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν να διακόψουν τη συμβίωση, υπάρχει ή δεν υπάρχει εύλογη αιτία της διακοπής, και, αν ναι, υπέρ ποιου συζύγου υπάρχει αυτή; Ως προς το ερώτημα τούτο θα πρέπει πρώτα-πρώτα να παρατηρηθεί ότι, αν δεχτούμε πως δεν υπάρχει εύλογη αιτία υπέρ κανενός συζύγου, όπως έχει γίνει δεκτό σε μερίδα της νομολογίας, η διατροφή μεταξύ των συζύγων αποκλείεται, και αυτό δεν το επιθυμούν οπωσδήποτε οι σύζυγοι, αφού η συμφωνία τους για τη διακοπή της συμβίωσης δεν εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση και συμφωνία τους για παραίτηση από το δικαίωμα της διατροφής (πέρα από το ότι η τελευταία συμφωνία, και αν υπήρχε, θα ήταν άκυρη λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα του κανόνα του άρθρου 1391 που καθιερώνει τη σχετική υποχρέωση).
Ορθή είναι, άρα, η άποψη ότι, όταν η διακοπή της συμβίωσης συμφωνείται από τους συζύγους, η βούληση του κάθε συζύγου για τη διακοπή δικαιολογεί τη διακοπή από μέρους του άλλου συζύγου και, συνεπώς, υπάρχει εύλογη αιτία και ως προς τους δύο συζύγους, έτσι ώστε το μόνο κριτήριο που απομένει για τον προσδιορισμό του δικαιούχου της διατροφής να είναι το οικονομικό κριτήριο, δηλαδή το αν ο σύζυγος που τη ζητά είναι ο οικονομικά ασθενέστερος. Αυτό ακριβώς έχει υποστηρίξει, άλλωστε, τελευταία και ο Άρειος Πάγος με την εξής διατύπωση: «… όταν η διακοπή της συμβιώσεως έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων …, η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί τη διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογος αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου».
Η δεύτερη προϋπόθεση της γέννησης της αξίωσης διατροφής κατά το άρθρο 1391 είναι η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου, και ως προς αυτήν όμως την προϋπόθεση φαίνεται να μην υπάρχει ομοφωνία, αφού στη νομολογία, ακόμα και σ’ αυτήν του Άρειου Πάγου, τονίζεται κατ’ επανάληψη ότι η αξίωση της διατροφής λόγω διάστασης «προϋποθέτει αδυναμία του ζητούντος να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής του με τα ίδια αυτού μέσα», δηλαδή υποστηρίζεται ότι προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής αποτελεί η απορία του δικαιούχου. Η άποψη αυτή της νομολογίας δεν είναι ορθή. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τη διατροφή μετά το διαζύγιο ή με τη διατροφή μεταξύ συγγενών, όπου ο νόμος ρητά αναφέρεται στην απορία, δηλαδή στην αδυναμία αυτοδιατροφής του δικαιούχου (ΑΚ 1442, 1486), στο άρθρο 1391 γίνεται απλώς λόγος για διατροφή «που οφείλεται» στο δικαιούχο, δηλαδή που του οφείλεται ήδη και πριν από τη διάσταση κατά το άρθρο 1389, το οποίο αφορά την υποχρέωση συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.
Αφού, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της συμβίωσης οι σύζυγοι συμβάλλουν για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διατροφή τους, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δηλαδή ο ευπορότερος σύζυγος καταβάλλει περισσότερα και ο φτωχότερος σύζυγος λιγότερα, έτσι ώστε ο φτωχότερος σύζυγος να καλύπτει προφανώς ένα μέρος της διατροφής του με ποσό που καταβάλλεται από τον ευπορότερο σύζυγο, και μετά τη διακοπή της συμβίωσης οφείλεται ακριβώς ως διατροφή το ίδιο αυτό ποσό, που θα απολάμβανε από τον πλουσιότερο ο οικονομικά ασθενέστερος σύζυγος, και αν η συμβίωση συνεχιζόταν. Ο δικαιούχος χρειάζεται, άρα, να είναι απλώς οικονομικά ασθενέστερος και όχι άπορος, και ο υπόχρεος χρειάζεται να είναι απλώς οικονομικά ισχυρότερος και όχι εύπορος. Έτσι ο υπόχρεος σύζυγος, που ενάγεται με βάση το άρθρο 1391, δεν μπορεί να προτείνει κατά του άλλου συζύγου την ένσταση της διακινδύνευσης της δικής του διατροφής κατά το άρθρο 1487 με στόχο την απαλλαγή του σε κάθε περίπτωση από την καταβολή διατροφής στον ενάγοντα, μπορεί όμως να προτείνει την ένσταση διακινδύνευσης ως ένσταση παραπομπής σε άλλον υπόχρεο κατά το άρθρο 1491. Εξάλλου, αν οι σύζυγοι έχουν απολύτως ίσες δυνάμεις, σε διατροφή λόγω διακοπής της συμβίωσης δεν θα δικαιούται κανένας τους, ενώ, αν συμβεί ο δικαιούχος να είναι ολοκληρωτικά άπορος, τη διατροφή του θα κληθεί να καταβάλλει ο υπόχρεος ως προς το σύνολό της, για το λόγο ότι σ’ αυτή τη λύση θα οδηγεί η σύγκριση των οικονομικών δυνάμεων των συζύγων.
Σχετικά θα πρέπει, άλλωστε, να τονιστεί ότι γενικά η σύγκριση των οικονομικών δυνάμεων των συζύγων θα πρέπει να γίνεται στο χρόνο της άσκησης της αγωγής της διατροφής, στον οποίο δηλαδή φανταζόμαστε με ποια αναλογία θα έπρεπε να συμβάλλουν οι σύζυγοι στις οικογενειακές ανάγκες, και συνακόλουθα ο ένας στη διατροφή του άλλου, αν η συμβίωση δεν είχε διακοπεί. Η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου ως προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής λόγω διάστασης, δηλαδή η ανάγκη να υπάρχει ένας συσχετισμός δυνάμεων των δύο συζύγων, που να αναδεικνύει τον έναν από αυτούς ως φτωχότερο από τον άλλον, επηρεάζει και τον τρόπο υπολογισμού της διατροφής. Έτσι από τις μεθόδους του υπολογισμού της διατροφής λόγω διάστασης, που έχουν προταθεί και ακολουθούνται και στη νομολογία, ορθότερος και συνάμα απλούστερος είναι αυτός κατά τον οποίο το ποσό που οφείλεται τελικά ως διατροφή λόγω διάστασης είναι η διαφορά που προκύπτει, αν από το ποσό, με το οποίο ο ευπορότερος σύζυγος πρέπει να μετέχει -ενόψει της συγκεκριμένης αναλογίας των συζυγικών δυνάμεων- στην κάλυψη των αναγκών της διατροφής του δικαιούχου, αφαιρείται το ποσό με το οποίο ο δικαιούχος πρέπει να μετέχει στην κάλυψη των αναγκών της διατροφής του υποχρέου. Είναι φανερό πως ο τρόπος αυτός του υπολογισμού προϋποθέτει τον προηγούμενο προσδιορισμό των εξής στοιχείων: Πρώτο, των αναγκών της διατροφής του κάθε συζύγου και, δεύτερο, της αναλογίας των δυνάμεών τους.
Γεννιέται όμως παραπέρα και το ερώτημα: Ο δικαιούχος σύζυγος θα πρέπει να επικαλείται στην αγωγή του όλα αυτά τα στοιχεία, δηλαδή και τις δικές του ανάγκες διατροφής, και τις ανάγκες διατροφής του υποχρέου, και τις δικές του δυνάμεις, και τις οικονομικές δυνάμεις του υποχρέου; Το ερώτημα τούτο συνιστά το ζήτημα του περιεχομένου που πρέπει να έχει για να είναι ορισμένη η αγωγή της διατροφής (ΚΠολΔ 216), και ως προς το ζήτημα αυτό υποστηρίζονται δυο απόψεις: Στη νομολογία σήμερα, και μάλλον και στη θεωρία, επικρατεί η άποψη ότι ο ενάγων αρκεί να επικαλείται στην αγωγή του -εκτός από την τέλεση του γάμου και τη διακοπή της συμβίωσης από εύλογη αιτία- τις δικές του αποκλειστικά ανάγκες διατροφής και το ποσό που αντιστοιχεί σ’ αυτές, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται ούτε στην αναλογία των συζυγικών δυνάμεων ούτε στις ανάγκες διατροφής του υποχρέου.
Η άποψη αυτή έχει διπλό στήριγμα: Αφενός εναρμονίζεται με τη λαθεμένη θέση ότι προϋπόθεση της διατροφής είναι η απορία του δικαιούχου, αφού, αν ακριβώς δεχτούμε ότι ο δικαιούχος απαιτείται να είναι άπορος, τότε μπορούμε και να δεχτούμε ότι αυτός δικαιούται να ζητά απλώς μια ανάλογη διατροφή, για τον προσδιορισμό της οποίας δεν απαιτείται ο συσχετισμός των δυνάμεων των συζύγων, οπότε και δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην αγωγή η αναλογία αυτών των δυνάμεων. Και αφετέρου η ίδια άποψη στηρίζεται στο επιχείρημα ότι κατά τη διακοπή της συμβίωσης το μέτρο της διατροφής δεν προσδιορίζεται, κατά το άρθρο 1389 εδ. 2, με βάση τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, που δεν υπάρχει πια, αλλά με βάση τις ανάγκες αποκλειστικά του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της δικής του ζωής, κατά το άρθρο 1493 εδ. 1, που εφαρμόζεται αναλογικά, ώστε να μη χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή ούτε οι ανάγκες διατροφής του υποχρέου. Και ως προς τις ανάγκες, βέβαια, της διατροφής του υποχρέου θα πρέπει να επικροτηθεί η θέση ότι αυτές δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή.
Ως προς την αναλογία όμως των συζυγικών δυνάμεων, εφόσον προϋπόθεση της διατροφής δεν είναι η απορία του δικαιούχου, αλλά απλώς η ασθενέστερη οικονομική του κατάσταση, που απορρέει από τη σύγκριση των συζυγικών δυνάμεων, οι οποίες και τελικά προσδιορίζουν το ποσό της διατροφής που μπορεί να ζητά ο δικαιούχος, ορθότερη είναι η αντίθετη άποψη, που επίσης συναντούμε και στη θεωρία και σε ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, κατά την οποία στην ιστορική βάση της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και η αναφορά στις δυνάμεις και των δυο συζύγων. Στο μέτρο, λοιπόν, που η ιστορική βάση της αγωγής συνδέεται πάντοτε άρρηκτα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή γενικά στην αγωγή πρέπει να αποτυπώνονται όλα τα «γεγονότα» που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τις διατάξεις που επικαλείται (ρητά ή σιωπηρά) ο ενάγων24, στην αγωγή της διατροφής λόγω διάστασης πρέπει να περιλαμβάνονται και οι δυνάμεις των συζύγων, αφού η 78 διατροφή λόγω διάστασης είναι η διατροφή «που οφείλεται» στο δικαιούχο με βάση την αναλογία των συζυγικών δυνάμεων, σύμφωνα με το συνδυασμό των άρθρων 1391 § 1 και 1389 εδ. 1, που αποτελεί το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο.
Η αγωγή της διατροφής ασκείται σε πολλές περιπτώσεις αρκετά αργότερα από τότε που διακόπτεται η συμβίωση των συζύγων, και το γεγονός αυτό αντιμετωπίζεται κατά πρώτο λόγο, όπως ανέφερα και προηγουμένως, με τη σύγκριση των συζυγικών δυνάμεων στο χρόνο της άσκησης της αγωγής. Το ίδιο γεγονός αντιμετωπίζεται όμως και με τη διάταξη του άρθρου 1391 § 2, που ορίζει ότι «η υποχρέωση διατροφής … παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις».
Και ομόφωνα, βέβαια, γίνεται δεκτό ότι η διάταξη αυτή, που μπορεί να την επικαλεστεί είτε ο ενάγων είτε, με ένσταση, ο εναγόμενος, εφαρμόζεται τόσο όταν η διατροφή υπολογίζεται για πρώτη φορά μετά τη διακοπή της συμβίωσης, οπότε οι λέξεις «παύει», «αυξάνεται» και «μειώνεται» αναφέρονται ακριβώς στη σύγκριση με τον υπολογισμό που θα γινόταν με βάση τα δεδομένα του χρόνου που οι σύζυγοι συμβίωναν, όσο και προκειμένου για ένα νέο υπολογισμό μιας ήδη καταβαλλόμενης διατροφής λόγω διάστασης. Ζήτημα όμως γεννιέται ως προς την ερμηνεία του όρου «περιστάσεις». Ποιες είναι αυτές οι περιστάσεις, που μπορούν να εμφανιστούν μετά τη διακοπή της συμβίωσης και που πρέπει και αυτές να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό της διατροφής με συνέπεια την επιβαλλόμενη αύξηση, μείωση ή ακόμα και την παύση της;
Πρώτα-πρώτα δεν είναι αναγκαίο, τουλάχιστον όταν η διατροφή υπολογίζεται για πρώτη φορά μετά τη διακοπή της συμβίωσης, να θεωρηθεί ότι στις περιστάσεις αυτές περιλαμβάνονται οι δυνάμεις των συζύγων, αφού οι συζυγικές δυνάμεις έτσι κι αλλιώς λαβαίνονται υπόψη όπως είναι διαμορφωμένες στο μεταγενέστερο χρόνο της άσκησης της αγωγής, και όχι στον προγενέστερο χρόνο που διαρκούσε η συμβίωση. Παραπέρα, δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηριστεί ως «περίσταση» το γεγονός ότι μεταγενέστερα εκλείπει τυχόν ως προς το δικαιούχο σύζυγο η εύλογη αιτία της διακοπής, αφού στην περίπτωση αυτή η διατροφή παύει να οφείλεται ήδη για το λόγο ότι εξαφανίζεται η μία από τις δύο προϋποθέσεις της.
Ακόμα ούτε το τυχόν μεταγενέστερο παράπτωμα του δικαιούχου συζύγου χρειάζεται να χαρακτηριστεί ως περίσταση κατά το άρθρο 1391 § 2, αφού υπάρχει η ειδική ρύθμιση του άρθρου 1495, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1392 εδ. 2, έτσι ώστε, αν υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου, που ανάγεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου, το δικαστήριο μπορεί, μετά από την προβολή της σχετικής ένστασης από μέρους του εναγομένου, να επιδικάσει στον ενάγοντα στοιχειώδη μόνο διατροφή30. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 1391 § 2 είναι ουσιαστικά χρήσιμη στο μέτρο που ως «περιστάσεις» μπορούν να θεωρηθούν είτε οι γενικές οικονομικές συνθήκες είτε κάποια έκτακτα περιστατικά (όπως λ.χ. μια ξαφνική ιδιαίτερα σοβαρή αρρώστια του δικαιούχου ή του υποχρέου), που ανακύπτουν μετά τη διακοπή της συμβίωσης και επιβάλλουν ένα διαφορετικό υπολογισμό της διατροφής. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα το γεγονός, ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1391 αναφέρεται ακριβώς στη δυνατότητα μιας διορθωτικής παρέμβασης στον υπολογισμό της διατροφής, σημαίνει και το εξής: Ότι η δεύτερη αυτή παράγραφος δεν είναι απαραίτητα, δηλαδή σε κάθε περίπτωση, προσκολλημένη στη λογική της αναλογίας των συζυγικών δυνάμεων, αλλά μπορεί να εφαρμόζεται και έξω από αυτή τη λογική.
Έτσι πιστεύω ότι μπορεί να υποστηριχτεί ότι, αν μεν συντρέχει μια νέα περίσταση, που αφορά το δικαιούχο και θα εμφανιζόταν αργότερα και αν ακόμα η έγγαμη συμβίωση συνεχιζόταν (όπως, για παράδειγμα, μια σπάνια και πολυδάπανη αρρώστια που ο δικαιούχος θα πάθαινε οπωσδήποτε), ο υπόχρεος θα πρέπει, βέβαια, να επιβαρυνθεί με τα επιπλέον έξοδα της αντιμετώπισής της κατά την αναλογία των συζυγικών δυνάμεων, αν όμως η νέα περίσταση, που αφορά το δικαιούχο, δημιουργείται εξαετίας της διακοπής της συμβίωσης (όπως λ.χ. μια σοβαρή ψυχασθένεια του δικαιούχου που προ κλήθηκε από τη διάσταση), δεν αποκλείεται ο υπόχρεος να επιβαρυνθεί με το σύνολο των εξόδων της θεραπείας της, δηλαδή να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη περίσταση επιβάλλει την αύξηση της διατροφής με την προσθήκη του συνολικού κονδυλίου των νοσηλίων, και όχι μόνο του ποσοστού του που θα αναλογούσε στις δυνάμεις του υποχρέου. Την ερμηνεία, μάλιστα, αυτή την υποστηρίζω τόσο για την περίπτωση που το άρθρο 1391 § 2 εφαρμόζεται όταν επιδικάζεται για πρώτη φορά διατροφή μετά τη διακοπή της συμβίωσης, όσο και όταν το ίδιο άρθρο εφαρμόζεται προκειμένου για ένα νέο υπολογισμό μιας διατροφής λόγω διάστασης που έχει ήδη επιδικαστεί. Στην τελευταία άλλωστε περίπτωση η διάκριση, που προτείνω, νομίζω ότι πρέπει να γίνεται και όταν εφαρμόζεται (κατά παραπομπή του άρθρου 1392 εδ. 1) το γενικό άρθρο 1494 για τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων της διατροφής, το οποίο δηλαδή επίσης δεν πρέπει να θεωρηθεί ως οπωσδήποτε προσκολλημένο στη λογική της αναλογίας των συζυγικών δυνάμεων, όταν εφαρμόζεται σε αποφάσεις διατροφής λόγω διάστασης.
Πηγή : Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 6. Η αξίωση διατροφής κατά τη διακοπή της συμβίωσης, σε: Μελέτες Οικογενειακού Δικαίου & Δικαίου της Βιοϊατρικής (1980-2010), 2010, σ. 71-84