
Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω κυρίως της ταχύτητας και της ευελιξίας της, συνδέεται αναγκαίως με την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, αφού είναι αυτή που αποτρέπει τον κίνδυνο να καταστεί χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα η διάγνωση και η επιδίκαση του δικαιώματος στη χρονοβόρα τακτική δίκη.
Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να διακρίνονται για την ταχύτητα και την ευελιξία τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένα προβλημάτων. Αντίθετα πολλά και ποικίλα, αλλά και συχνά πολύπλοκα είναι τα προβλήματα που ανακύπτουν ενώπιον του δικαστή που δικάζει αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα προβλήματα αυτά, που η καθημερινή πράξη, αναδεικνύει, εμφανίζουν πολλές φορές ιδιαίτερη πρωτοτυπία.
Η αναζήτηση ορθών και εύστοχων λύσεων δεν γίνεται απλώς για πειστική επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά κυρίως για να δοθεί απάντηση στο αίτημα για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία Θα είναι αποτελεσματική, δεν θα υπερβαίνει όμως το αναγκαίο μέτρο.
Τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν αναμφισβήτητα ένα ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο στο δικονομικό μας σύστημα, όταν γίνεται σωστή και λελογισμένη χρήση τους. Παράλληλα όμως γίνονται επικίνδυνα όταν οδηγούν στη δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων και όχι στην παροχή απλώς και μόνο της επιβαλλόμενης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, ως δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, το οποίο βρίσκει κατοχύρωση στο Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) και στην ΕΣΔΑ προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 682-738 του ΚΠολΔ.
Από τις παραπάνω διατάξεις του ΚΠολΔ, αυτές των άρθρων 682-703 είναι γενικής φύσεως και εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων. Συνιστούν δε το γενικό μέρος των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ εκείνες των άρθρων 704-738 ρυθμίζουν τα κατ’ ιδίαν ασφαλιστικά μέτρα.
Τα ασφαλιστικά μέτρα κατηγοριοποιούνται ως εξής:
Προσωρινή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για να εξασφαλιστεί η μελλοντική αξίωση του δανειστή. Τέτοια ασφαλιστικά μέτρα είναι η εγγυοδοσία (άρθρα 704-705), η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (άρθρο 706),
συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ.), η δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725-727) και η σφράγιση (άρθρο 737).
Προσωρινή ρύθμιση επίδικων εννόμων σχέσεων των διαδίκων, η οποία διακρίνεται:
α) στην προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ.) και
β) στην προσωρινή ρύθμιση όλων των άλλων εννόμων σχέσεων (άρθρα 731,732, 734, 735, 736) .
Πέραν όμως και ανεξάρτητα από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ υφίστανται για τα ασφαλιστικά μέτρα και ειδικές διατάξεις νόμων που περιέχουν ειδικές ρυθμίσεις. Τέτοιες διατάξεις είναι μεταξύ άλλων, οι εξής:
Η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν 2169/1993 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 149/10.9.1993), σύμφωνα με την οποία: «Δεν υπόκεινται σε κατάσχεση ή λήψη ασφαλιστικών μέτρων για χρέη των συνεταίρων προς τρίτους: α) Το αντάλλαγμα για τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν παραχωρηθεί στο Συνεταιρισμό, β) Τα προϊόντα της παραγωγής των μελών που παραδόθηκαν στο Συνεταιρισμό για πώληση ή διάθεση στην αγορά, αυτούσια ή μετά από μεταποίηση ή επεξεργασία, γ) Το τίμημα των προϊόντων της περίπτωσης β’.
Η διάταξη του άρθρου 31 του Καν. 44/2001 του Συμβουλίου της 22as Δεκεμβρίου 2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σύμφωνα με την οποία «τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυ¬τού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης».
Τα ασφαλιστικά μέτρα, που έχουν πάντοτε μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, εμφανίζουν μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα, επειδή η οριστική δικαστική προστασία καθυστερεί πολύ και η μακρόχρονη καθυστέρησή που αποδυναμώνει τη δραστικότητά της .
Μπορούν να διαταχθούν είτε στην πρώτη διαγνωστική δίκη σχετικά με το ασφαλιστέο ιδιωτικό δικαίωμα κατά τη διάρκεια της όχι όμως και μετά τον τερματισμό της , ενώ τα ασφαλιζόμενα δικαίωμα πρέπει να έχουν ήδη γεννηθεί. Ασφαλιστικά μέτρα δεν δϊατάσσονται για μελλοντικό δικαίωμα . Δίδονται παρόλα αυτά ασφαλιστικά μέτρα, όταν πριν από τη γέννηση της αξίωσή, υφίσταται δικαίωμα προσδοκίας. Αν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ότι δεν έχει προσβληθεί το ασφαλιστέο δικαίωμα, απορρίπτεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
Το αρμόδιο δικαστήριο που τα διέταξε έχει την εξουσία να τα μεταρρυθμίζει ή να τα ανακαλεί.
Επίσης, ασφαλιστικά μέτρα (δεν)διατάσσονται και στις εξής περιπτώσεις: Ι
— προς προστασία δημόσιων δικαιωμάτων.
— Όταν ζητείται η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, διότι στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητη η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Το αίτημα καταδίκης σε δήλωση (δικαιοπρακτικής) βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, εκδικάζεται κατόπιν τακτικής αγωγής, σύμφωνα με την οικεία προς τη φύση του δικαιώματος διαδικασία. Προσωρινή καταδίκη σε δήλωση βούλησης με ασφαλιστικά μέτρα είναι ανεπίτρεπτη, γιατί θα συνιστούσε, σε κάθε περίπτωση, πλήρη ικανοποίηση του αιτούμενου, δηλαδή της ασφαλιστέας αξίωσης, κατ’ αντίθεση προς τον κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ και προσθετά» θα ήταν αντίθετη στη ρύθμιση του άρθρου 949 ΚΠολΔ που απαιτεί τελεσιδικία της σχετικής απόφασης .
Κατά μία άποψη, την οποία ακολουθεί παγίως η νομολογία δεν διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα όταν επιδιώκεται η διασφάλιση διαπλαστικών δικαιωμάτων, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ «τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση».Τούτο δε, διότι δεν είναι επιτρεπτή η δημιουργία, με τα ασφαλιστικά μέτρα αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων έτσι ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός οριστικής δικαστικής προστασίας . Η ικανοποίηση επομένως του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης η οποία ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων .
Κατ’ άλλην όμως άποψη, μπορούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα μέχρι την αυθεντική διάγνωση και διαπλαστικού ακόμα δικαιώματος .
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία αυτή άποψη, αν οι διαπλαστικές αποφάσεις πέραν από τη διάπλαση, περιέχουν, ως λογικά πρότερον και την αυθεντική διάγνωση ιδιωτικού (εν ευρεία εννοία διαπλαστικού) δικαιώματος του ενάγοντος, θα πρέπει να μπορούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, υπό την έννοια της «προσωρινής ρυθμίσεως» αυτού του δικαιώματος και μέχρι την αυθεντική διάγνωσή του. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε ρυθμίζεται προσωρινά και η νομή μέχρι την αυθεντική διάγνωση του αληθινού δικαιούχου, μολονότι και στην περίπτωση αυτή, αν αρθεί το ασφαλιστικό μέτρο, δεν επανέρχεται κατ’ ανάγκην αυτοδικαίως η προγενέστερη έννομη κατάσταση .
Τα ασφαλιστικά μέτρα απαριθμούνται περιοριστικά στον ΚΠολΔ, το δε Δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τέτοια, μη προβλεπόμενα από τα άρθρα 704-738 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ είναι: η εγγυοδοσία (704-705), η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης (706), η συντηρητική κατάσχεση (707-724), η δικαστική μεσεγγύηση (725-727), η προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων (728-730), η προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως (731-736), η σφράγιση, η αποσφράγιση, η απογραφή και η δημοσία κατάθεση (737-738).
Όσον αφορά όμως την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης το δικαστήριο έχει εξουσία κατά την ΚΠολΔ 732, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης. Όμως η διακριτική αυτή ευχέρεια περιορίζεται μόνο στην προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και δεν εκτείνεται σε κάθε άλλο είδους ασφαλιστικού μέτρου .
Προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων
Το άρθρο 682 ΚΠολΔ ορίζει σχετικά με τις προϋποθέσει που απαιτούνται, προκειμένου να διαταχθούν από το Δικαστήριο ασφαλιστικά μέτρα.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου τούτου, ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος . Διατάσσονται δε, με σκοπό να εξασφαλισθεί ή να διατηρηθεί ένα δικαίωμα ή να ρυθμισθεί μια κατάσταση. Οι προϋποθέσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (επείγον και κίνδυνος) αποτελούν στην ουσία το έννομο συμφέρον του αιτούντος, για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου και συνεπώς χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης .
Αν η διατήρηση του προσβαλλόμενου δικαιώματος είναι από αλλού επαρκώς εξασφαλισμένη η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων είναι απορριπτέα, εκτός, αν για τη λήψη του ζητουμένου ασφαλιστικού μέτρου υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικό έννομο συμφέρον του αιτούντος, το οποίο δεν μπορεί να προστατευθεί διαφορετικά .
Αν δεν πιθανολογηθεί η συνδρομή τους η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων θα απορριφθεί όχι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη αλλά ως απαράδεκτη .
(πηγή) Ι. Χαμηλοθώρης, Πρόεδρος Εφετών, Ασφαλιστικά Μέτρα Ερμηνεία – Νομολογία- Υποδείγματα, εκδ. Αθήνα Νομική Βιβλιοθήκη 2010
Είναι γνωστό ότι τα ασφαλιστικά μέτρα, ως δικαιοδοτικός θεσμός, έχουν αποκτήσει τέτοια πρακτική σπουδαιότητα, ώστε δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, αν δεν υπήρχαν η συστηματική ενότητα στο δικονομικό μας δίκαιο θα έπρεπε να τα δημιουργήσει ερμηνευτικά ο δικαστής.
Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω κυρίως της ταχύτητας και της ευελιξίας της, συνδέεται αναγκαίως με την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, αφού είναι αυτή που αποτρέπει τον κίνδυνο να καταστεί χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα η διάγνωση και η επιδίκαση του δικαιώματος στη χρονοβόρα τακτική δίκη.
Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να διακρίνονται για την ταχύτητα και την ευελιξία τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένα προβλημάτων. Αντίθετα πολλά και ποικίλα, αλλά και συχνά πολύπλοκα είναι τα προβλήματα που ανακύπτουν ενώπιον του δικαστή που δικάζει αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα προβλήματα αυτά, που η καθημερινή πράξη, αναδεικνύει, εμφανίζουν πολλές φορές ιδιαίτερη πρωτοτυπία.
Η αναζήτηση ορθών και εύστοχων λύσεων δεν γίνεται απλώς για πειστική επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά κυρίως για να δοθεί απάντηση στο αίτημα για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία Θα είναι αποτελεσματική, δεν θα υπερβαίνει όμως το αναγκαίο μέτρο.
Τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν αναμφισβήτητα ένα ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο στο δικονομικό μας σύστημα, όταν γίνεται σωστή και λελογισμένη χρήση τους. Παράλληλα όμως γίνονται επικίνδυνα όταν οδηγούν στη δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων και όχι στην παροχή απλώς και μόνο της επιβαλλόμενης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, ως δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, το οποίο βρίσκει κατοχύρωση στο Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) και στην ΕΣΔΑ προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 682-738 του ΚΠολΔ.
Από τις παραπάνω διατάξεις του ΚΠολΔ, αυτές των άρθρων 682-703 είναι γενικής φύσεως και εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων. Συνιστούν δε το γενικό μέρος των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ εκείνες των άρθρων 704-738 ρυθμίζουν τα κατ’ ιδίαν ασφαλιστικά μέτρα.
Τα ασφαλιστικά μέτρα κατηγοριοποιούνται ως εξής:
Προσωρινή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη για να εξασφαλιστεί η μελλοντική αξίωση του δανειστή. Τέτοια ασφαλιστικά μέτρα είναι η εγγυοδοσία (άρθρα 704-705), η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (άρθρο 706),
συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ.), η δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725-727) και η σφράγιση (άρθρο 737).
Προσωρινή ρύθμιση επίδικων εννόμων σχέσεων των διαδίκων, η οποία διακρίνεται:
α) στην προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ.) και
β) στην προσωρινή ρύθμιση όλων των άλλων εννόμων σχέσεων (άρθρα 731,732, 734, 735, 736) .
Πέραν όμως και ανεξάρτητα από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ υφίστανται για τα ασφαλιστικά μέτρα και ειδικές διατάξεις νόμων που περιέχουν ειδικές ρυθμίσεις. Τέτοιες διατάξεις είναι μεταξύ άλλων, οι εξής:
Η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν 2169/1993 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 149/10.9.1993), σύμφωνα με την οποία: «Δεν υπόκεινται σε κατάσχεση ή λήψη ασφαλιστικών μέτρων για χρέη των συνεταίρων προς τρίτους: α) Το αντάλλαγμα για τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν παραχωρηθεί στο Συνεταιρισμό, β) Τα προϊόντα της παραγωγής των μελών που παραδόθηκαν στο Συνεταιρισμό για πώληση ή διάθεση στην αγορά, αυτούσια ή μετά από μεταποίηση ή επεξεργασία, γ) Το τίμημα των προϊόντων της περίπτωσης β’.
Η διάταξη του άρθρου 31 του Καν. 44/2001 του Συμβουλίου της 22as Δεκεμβρίου 2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σύμφωνα με την οποία «τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυ¬τού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης».
Τα ασφαλιστικά μέτρα, που έχουν πάντοτε μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, εμφανίζουν μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα, επειδή η οριστική δικαστική προστασία καθυστερεί πολύ και η μακρόχρονη καθυστέρησή που αποδυναμώνει τη δραστικότητά της .
Μπορούν να διαταχθούν είτε στην πρώτη διαγνωστική δίκη σχετικά με το ασφαλιστέο ιδιωτικό δικαίωμα κατά τη διάρκεια της όχι όμως και μετά τον τερματισμό της , ενώ τα ασφαλιζόμενα δικαίωμα πρέπει να έχουν ήδη γεννηθεί. Ασφαλιστικά μέτρα δεν δϊατάσσονται για μελλοντικό δικαίωμα . Δίδονται παρόλα αυτά ασφαλιστικά μέτρα, όταν πριν από τη γέννηση της αξίωσή, υφίσταται δικαίωμα προσδοκίας. Αν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ότι δεν έχει προσβληθεί το ασφαλιστέο δικαίωμα, απορρίπτεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
Το αρμόδιο δικαστήριο που τα διέταξε έχει την εξουσία να τα μεταρρυθμίζει ή να τα ανακαλεί.
Επίσης, ασφαλιστικά μέτρα (δεν)διατάσσονται και στις εξής περιπτώσεις: Ι
— προς προστασία δημόσιων δικαιωμάτων.
— Όταν ζητείται η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως, διότι στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητη η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Το αίτημα καταδίκης σε δήλωση (δικαιοπρακτικής) βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, εκδικάζεται κατόπιν τακτικής αγωγής, σύμφωνα με την οικεία προς τη φύση του δικαιώματος διαδικασία. Προσωρινή καταδίκη σε δήλωση βούλησης με ασφαλιστικά μέτρα είναι ανεπίτρεπτη, γιατί θα συνιστούσε, σε κάθε περίπτωση, πλήρη ικανοποίηση του αιτούμενου, δηλαδή της ασφαλιστέας αξίωσης, κατ’ αντίθεση προς τον κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ και προσθετά» θα ήταν αντίθετη στη ρύθμιση του άρθρου 949 ΚΠολΔ που απαιτεί τελεσιδικία της σχετικής απόφασης .
Κατά μία άποψη, την οποία ακολουθεί παγίως η νομολογία δεν διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα όταν επιδιώκεται η διασφάλιση διαπλαστικών δικαιωμάτων, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ «τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση».Τούτο δε, διότι δεν είναι επιτρεπτή η δημιουργία, με τα ασφαλιστικά μέτρα αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων έτσι ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός οριστικής δικαστικής προστασίας . Η ικανοποίηση επομένως του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή η δημιουργία ουσιαστικής κατάστασης η οποία ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων .
Κατ’ άλλην όμως άποψη, μπορούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα μέχρι την αυθεντική διάγνωση και διαπλαστικού ακόμα δικαιώματος .
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία αυτή άποψη, αν οι διαπλαστικές αποφάσεις πέραν από τη διάπλαση, περιέχουν, ως λογικά πρότερον και την αυθεντική διάγνωση ιδιωτικού (εν ευρεία εννοία διαπλαστικού) δικαιώματος του ενάγοντος, θα πρέπει να μπορούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, υπό την έννοια της «προσωρινής ρυθμίσεως» αυτού του δικαιώματος και μέχρι την αυθεντική διάγνωσή του. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε ρυθμίζεται προσωρινά και η νομή μέχρι την αυθεντική διάγνωση του αληθινού δικαιούχου, μολονότι και στην περίπτωση αυτή, αν αρθεί το ασφαλιστικό μέτρο, δεν επανέρχεται κατ’ ανάγκην αυτοδικαίως η προγενέστερη έννομη κατάσταση .
Τα ασφαλιστικά μέτρα απαριθμούνται περιοριστικά στον ΚΠολΔ, το δε Δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τέτοια, μη προβλεπόμενα από τα άρθρα 704-738 ΚΠολΔ. Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ είναι: η εγγυοδοσία (704-705), η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης (706), η συντηρητική κατάσχεση (707-724), η δικαστική μεσεγγύηση (725-727), η προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων (728-730), η προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως (731-736), η σφράγιση, η αποσφράγιση, η απογραφή και η δημοσία κατάθεση (737-738).
Όσον αφορά όμως την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης το δικαστήριο έχει εξουσία κατά την ΚΠολΔ 732, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης. Όμως η διακριτική αυτή ευχέρεια περιορίζεται μόνο στην προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και δεν εκτείνεται σε κάθε άλλο είδους ασφαλιστικού μέτρου .
Προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων
Το άρθρο 682 ΚΠολΔ ορίζει σχετικά με τις προϋποθέσει που απαιτούνται, προκειμένου να διαταχθούν από το Δικαστήριο ασφαλιστικά μέτρα.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου τούτου, ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος . Διατάσσονται δε, με σκοπό να εξασφαλισθεί ή να διατηρηθεί ένα δικαίωμα ή να ρυθμισθεί μια κατάσταση. Οι προϋποθέσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (επείγον και κίνδυνος) αποτελούν στην ουσία το έννομο συμφέρον του αιτούντος, για τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου και συνεπώς χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης .
Αν η διατήρηση του προσβαλλόμενου δικαιώματος είναι από αλλού επαρκώς εξασφαλισμένη η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων είναι απορριπτέα, εκτός, αν για τη λήψη του ζητουμένου ασφαλιστικού μέτρου υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικό έννομο συμφέρον του αιτούντος, το οποίο δεν μπορεί να προστατευθεί διαφορετικά .
Αν δεν πιθανολογηθεί η συνδρομή τους η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων θα απορριφθεί όχι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη αλλά ως απαράδεκτη .
(πηγή) Ι. Χαμηλοθώρης, Πρόεδρος Εφετών, Ασφαλιστικά Μέτρα Ερμηνεία – Νομολογία- Υποδείγματα, εκδ. Αθήνα Νομική Βιβλιοθήκη 2010