
Στο ισχύον Σύνταγμα προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές, που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών, που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. Με την προαναφερόμενη πρόβλεψη του ισχύοντος Συντάγματος παρέχεται μια σημαντική αρμοδιότητα προς τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η άσκηση της οποίας μπορεί να συνεπάγεται την άρση (ολική ή μερική),την μετατροπή ή τον μετριασμό των ποινών που έχουν επιβάλλει αμετάκλητα τα αρμόδια δικαστήρια σε εκείνους που διέπραξαν αδικήματα και εφόσον οι εν λόγω ποινές δεν έχουν εκτιθεί.
Συγκεκριμένα, με την παραπάνω συνταγματική διάταξη, παρέχεται το δικαίωμα προς τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας να χορηγήσει χάρη, ύστερα από πρωτοβουλία του Υπουργού της Δικαιοσύνης και τη γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων, το οποίο συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς. Η άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας του/ της Προέδρου της Δημοκρατίας συνεπάγεται πράξη αυτού/ής, η οποία υπόκειται στον συνταγματικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο καμία πράξη του/της Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει, ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού. Και τούτο διότι η απονομή χάριτος πρέπει να συνδέεται, σε κάθε περίπτωση, με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και, ως εκ τούτου, την τελική ευθύνη πρέπει να αναλαμβάνει η κυβέρνηση, που έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και τυγχάνει υπεύθυνη έναντι του λαού ως προς την απαίτησή του για απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και για εμπέδωση και επικράτηση της ασφάλειας δικαίου. Έτσι, ναι μεν, κατά τη διατύπωση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, ο Υπουργός της Δικαιοσύνης προτείνει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο τελικός αποδέκτης της πρότασης του Υπουργού της Δικαιοσύνης, εν όψει, όμως, του ότι τα κριτήρια της αποδοχής ή της απόρριψης της αίτησης περί αποδοχής χάριτος πρέπει να είναι αποτέλεσμα πολύ προσεκτικής στάθμισης πολλών και ποικίλων παραμέτρων, τόσον κοινωνικών, όσο και πολιτικών, πριν από την πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης σχηματίζεται φάκελος με γνωμοδοτήσεις αρμοδίων οργάνων, κατά τα ειδικότερο στις οικείες νομοθετικές διατάξεις προβλεπόμενα. Η χάρη, συνεπώς, είναι μέτρο εντελώς εξαιρετικό, έχει προσωπικό χαρακτήρα και απονέμεται στον ενδιαφερόμενο πολίτη, αφού έχει προηγηθεί αμετάκλητη καταδίκη αυτού, απαιτείται δηλαδή καταδικαστική απόφαση, η οποία δεν επιδέχεται διόρθωση με την άσκηση ενδίκου μέσου.
Ειδικότερα, από το Συμβούλιο της Επικράτειας γίνεται δεκτό ότι: 1) Η παραπάνω συνταγματική διάταξη έχει άμεση εφαρμογή, υπό την έννοια ότι το Σύνταγμα παρέχει ευθέως, με τη διάταξη αυτή, στον/στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εξουσία να αίρει με διάταγμά του, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη του προβλεπόμενου από αυτή συμβουλίου, τις πόσης φύσεως συνέπειες από καταγνωσθείσα ποινή, χωρίς να εξαρτά την εξουσία αυτή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας να απονέμει χάρη από τη συνδρομή και άλλων προσθέτων προϋποθέσεων. 2) Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να εξαρτήσει την άσκηση της παρεχόμενης ευθέως από το Σύνταγμα στον/στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρμοδιότητας να απονέμει χάρη, με τις προαναφερθείσες νόμιμες συνέπειες, από τη συνδρομή και άλλων, πρόσθετων, προϋποθέσεων, πέραν δηλαδή των ως άνω ρητώς προβλεπόμενων από τη διάταξη αυτή του Συντάγματος, και να καταστήσει με τον τρόπο αυτό ανενεργό την αρμοδιότητα αυτή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας. 3) Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, ο κοινός νομοθέτης να εξαρτήσει την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, και από άλλες, πρόσθετες προϋποθέσεις. 4) Η λόγω της αποκατάστασης αυτής, ανάκτηση από τον καταδικασθέντα των δικαιωμάτων του, κατ’ εφαρμογή της επί μέρους νομοθεσίας, επέρχεται, ασχέτως αν στη νομοθεσία αυτή υπάρχει αντίστοιχη θετική ή αρνητική ρύθμιση. 5) Η κατά τα ανωτέρω απονεμηθείσα χάρη δεν επιφέρει την εξαφάνιση της καταδίκης, αλλά, απλώς, αίρει για το μέλλον τις στερήσεις και ανικανότητες, εν όψει της προαναφερόμενης πρόβλεψης του Συντάγματος. Η χάρη, δηλαδή, δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση, ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Έτσι, με τη χορήγηση χάριτος: α) εάν η καταγνωσθείσα ποινή δεν έχει εκτιθεί εν όλω ή εν μέρει, αίρεται η εκτέλεση του ανεκτέλεστου μέρους της (χάρη ποινής), ή μετριάζεται ή μετατρέπεται σε άλλη ποινή, προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα (μετριασμός και μετατροπή ποινής αντιστοίχως) και β) εάν η ποινή έχει εκτιθεί, αίρονται οι νόμιμες συνέπειες που απορρέουν από την καταδίκη (άρση συνεπειών καταδίκης) και επιφέρουν στερήσεις και ανικανότητες όπως π.χ. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, κώλυμα διορισμού κ.λπ. Επίσης, είναι δυνατή η απονομή χάριτος για ποινή που δεν έχει εκτιθεί με ταυτόχρονη άρση των συνεπειών της καταδίκης, εφόσον τούτο προβλέπεται ρητά στο εκδιδόμενο σχετικό προεδρικό διάταγμα.
Η απονομή χάριτος στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας, της οποίας αφετηρία συνιστά το «ιδεώδες της δικαιοσύνης». Η παραπάνω αρχή συντείνει στην πραγμάτωση της «ουσιαστικής δικαιοσύνης», υπό την προϋπόθεση ότι η εκδήλωση αυτής δεν θα ανατρέπει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις της ασφάλειας του δικαίου και της δημόσιας τάξης. Με την επίκληση της ανωτέρω αρχής δικαιολογείται, πλέον, ο μετριασμός ή η άρση της ποινής, που έχει επιβληθεί αμετάκλητα εάν αυτή, παρότι αποτελεί μια τυπική εφαρμογή του ποινικού νόμου, εντούτοις συνιστά κραυγαλέα παραφωνία προς τις αξίες του ανθρωπισμού, καθώς και τις κρατούσες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές αντιλήψεις. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η εν λόγω αρχή, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, εναρμονίζεται με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, οι οποίες με τις σειρά τους ερμηνεύονται εντός των ιδεών του ανθρωπισμού. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθ. 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος, όπου ορίζεται αντίστοιχα ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» και ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του…», υποχρεώνουν τόσο το κοινό νομοθέτη, όσο και τον εφαρμοστή του δικαίου, εν γένει, να απαλύνουν και να αίρουν τις ανελαστικές μορφές εφαρμογής του νόμου. Εν όψει των προαναφερόμενων, γίνεται εμφανές πως το μέτρο της χορήγησης χάριτος αποσκοπεί στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η εφαρμογή να μην ευρίσκεται σε δυσαρμονία προς την καθολική απαίτηση για σεβασμό της αξίας του ανθρώπου.
Ένας δεύτερος δικαιολογητικός λόγος της απονομής χάριτος μπορεί να θεωρηθεί και η ικανοποίηση του «κοινού» περί δικαίου αισθήματος. Αν και αμφισβητείται έντονα η ύπαρξη αυτού του τελευταίου, εντούτοις ακόμη και σε εποχές μάχιμης αμφισβήτησης του θετού δικαίου, φαίνεται να επικρατεί σε αρκετά ζητήματα μια, κατά κάποιον τρόπο, κοινή συνισταμένη αντίληψης ως προς το «δέον» και την κοινωνική και πολιτική ηθική. Έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα δημοκρατικά καθεστώτα λαμβάνεται υπόψη αυτό το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ως τρόπος διάχυσης της πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης των φορέων της κρατικής εξουσίας προς το λαό, τον οποίο, με τον τρόπο αυτό, δείχνουν ν’ αφουγκράζονται και να υπολογίζουν. Μετουσιώνεται, ειδικότερα, σε πράξη, με την επικοινωνία αυτή, η θεμελιώδης συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιο του πολιτεύματος, η οποία πρέπει και να συνιστά τη σταθερή παράμετρο της διακριτικής εξουσίας του/της Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την απονομής χάριτος. Αποτελεί δε η διαδικασία της ενεργοποίησης του θεσμού της απονομής χάριτος και ένας τρόπος εξακρίβωσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων των φορέων της κρατικής εξουσίας, στο κατά πόσον, δηλαδή, οι ενέργειες τους και οι επιλογές τους κινούνται εντός δημοκρατικού πλαισίου, αποκτώντας κύρος και ισχύ από αυτήν την νομιμοποιητική δυναμική. Συνεπώς, η πραγμάτωση του θεσμού της απονομής χάριτος δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μια άτυπης, αλλά, ωστόσο, θεσμικά απαραίτητης επικοινωνίας, των φορέων της κρατικής εξουσίας και του λαού, αλλά και μια μέθοδος εξακρίβωσης της λειτουργίας των πολιτειακών παραγόντων εντός του πλαισίου της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της λαϊκής κυριαρχίας. Περαιτέρω, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της ενεργοποίησης του θεσμού της απονομής χάριτος είτε: α) για να καλυφθούν τυχόν πλημμέλειες της ποινικής νομοθεσίας είτε β) για να διορθωθούν σφάλματα μιας αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση, η απονομή χάριτος αποσκοπεί στο μετριασμό όλων εκείνων των υπερβολών, που μπορούν να συνοδεύουν την εφαρμογή ενός λιγότερου ή περισσότερου αυστηρού ποινικού νόμου, ο οποίος, είτε λόγω της κακής νομοτεχνικής διατύπωσής του, είτε λόγω άλλων παραγόντων, συνέβαλε στο να εμφανιστεί η καταδικαστική απόφαση ως αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης ανεπιεικούς και όχι σύμφωνης με τις αρχές του ανθρωπισμού και του σεβασμού της προσωπικότητας. Με το μέτρο της απονομής χάριτος σε αυτήν την περίπτωση η γενική ποινική νομοθεσία εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με κριτήρια, τα οποία διαμορφώνονται, αφού ληφθούν παράμετροι, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν κατά τη θέσπιση του ποινικού νόμου, όπως η τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, οι νέες αντιλήψεις για την ιδιαίτερη περίπτωση που αντιμετωπίζεται, οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες κ.λπ. Τέλος, ως δικαιολογητικοί λόγοι του μέτρου της χορήγησης χάριτος, με την ειδικότερη πολιτική, ιδεολογική και παιδαγωγική τους σημασία, μπορούν να καταγραφούν: 1) η επίτευξη πρόληψης κατά της εγκληματικότητας, 2) η ενίσχυση και η ευρύτερη αποδοχή της σωφρονιστικής πολιτικής, 3) η θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος με την διατήρηση της ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των πολιτών, ύστερα από διαμόρφωση συναινετικών σχέσεων μεταξύ των φορέων της διαχείρισης του σωφρονιστικού συστήματος και των πολιτών και 4) η συμμόρφωση προς τις διεθνείς υποχρεώσεις του κράτους, ιδίως όταν αυτές απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις ή από τις γενικότερες δεσμεύσεις της Πολιτείας έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Κατά τη διαδικασία της απονομής χάριτος εμπλέκονται όργανα, που είναι ενταγμένα σε διαφορετικές λειτουργίες του κράτους (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική). Πέραν τούτου, όμως, η πρόνοια του συντακτικού νομοθέτη να διαμορφώσει ένα πλαίσιο απονομής χάριτος, στο οποίο να είναι δεδομένος ο αμοιβαίος έλεγχος των εμπλεκόμενων οργάνων του κράτους προς επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατόν αποτελεσματικότητας του θεσμού, δημιουργεί δυσχέρειες ως προς την εξακρίβωση της νομικής φύσης του. Κατά μία, αλλά όχι, ωστόσο, κρατούσα, άποψη, ο θεσμός της απονομής χάριτος μπορεί να καταχωρηθεί μεταξύ των νομοθετικών αρμοδιοτήτων του/της Προέδρου της Δημοκρατίας. Και τούτο διότι, κατά την άποψη αυτή, η χάρη αποτελεί, όπως και ο τυπικός νόμος, θέσπιση πρωτεύοντος, καταργητικού, κανόνα δικαίου για ορισμένο άτομο και για συγκεκριμένες πράξεις αυτού, με αποτέλεσμα να ισοδυναμεί λειτουργικά με ατομικό νόμο. Η νομοθετική λειτουργία του μέτρου της απονομής χάριτος, κατά την παραπάνω άποψη, προκύπτει από την πραγματική λειτουργία του μέτρου, εφόσον αυτό αναστέλλει κατ’ ουσίαν την εφαρμογή διατάξεων του ποινικού νόμου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Η παραπάνω άποψη δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη αποδοχή, καθώς μάλιστα ταυτίζει την απονομή χάριτος με την αμνηστία, χαρακτηρίζοντας και τις δύο πράξεις νομοθετικές. Συναφής με την παραπάνω άποψη είναι και η επιχειρηματολογία ότι το μέτρο της χορήγησης χάριτος είναι απότοκος της πρόνοιας του συντακτικού νομοθέτη και όχι του κοινού νομοθέτη. Η παραπάνω εκδοχή δεν έχει επίσης ευρεία αποδοχή στη σύγχρονη συνταγματική θεωρία, τμήμα της οποίας απορρίπτει την άποψη ότι ο θεσμός αυτό εντάσσεται στη νομοθετική λειτουργία, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι συνιστά πολιτειακή πράξη, αποσκοπούσα στην άμβλυνση της αυστηρότητας κατά την εφαρμογή του νόμου και στον εξανθρωπισμό της σωφρονιστικής πολιτικής.
Κατά την δεύτερη άποψη, την οποία (μέχρι τώρα) είχε υιοθετήσει το Συμβούλιο της Επικράτειας, η πράξη της απονομής χάριτος είναι «κυβερνητική πράξη» (acte de gouvernement) και, ως εκ τούτου, δεν είναι δεκτική προσβολής ενώπιον του με αίτηση ακύρωσης. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι η πράξη απονομής χάριτος είναι διοικητική πράξη, δεκτική προσβολής με αίτηση ακύρωσης. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, κατά την εκδοχή αυτή, η απονομή χάριτος εντάσσεται στην εκτελεστή λειτουργία. 0/Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως αρχηγός του κράτους και επικεφαλής-έστω τυπικά- της εκτελεστικής εξουσίας, με το μέτρο της απονομής χάριτος, κατά την άποψη αυτή, υποχρεώνει τα αρμόδια για την εκτέλεση της ποινής κρατικά όργανα: α) να μην συμμορφωθούν με το διατακτικό της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου και β) να θεωρήσουν αυτήν μη εκτελεστή σύμφωνα με την απόφαση περί απονομής χάριτος. Με την απόφαση περί απονομής χάριτος ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας (κατά την εν λόγω άποψη) ως ανώτατος παράγοντας της εκτελεστικής εξουσίας, αποφεύγει μεν να κρίνει, εκ νέου, τα πραγματικά περιστατικά και να αποφανθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για την ουσία της ποινικής υπόθεσης, ωστόσο προβαίνει σε αξιολογικές αποτιμήσεις και σε κρίσεις πολιτικής και κοινωνικής υφής, ώστε να εξαντληθούν τα όρια της επιείκειας σε συγκεκριμένη περίπτωση. Εξ άλλου, κατά τους υποστηρικτές της άποψης περί ένταξης του μέτρου της απονομής χάριτος στην εκτελεστική λειτουργία: 1) Το μέτρο της απονομής χάριτος εντάσσεται εντός ενός πλαισίου χάραξης σωφρονιστικής πολιτικής και στρατηγικής και για το λόγο αυτό η όλη διαδικασία ενεργοποιείται μέσω της Διοίκησης (Υπουργείου Δικαιοσύνης), η οποία έχει τη συνολική ευθύνη στον τομέα αυτό. 2) Η τελική υπογραφή της πράξης περί απονομής χάριτος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης επιβεβαιώνει την τελική έγκριση του αρμόδιου οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας περί συμφωνίας της χάριτος με το δημόσιο συμφέρον και την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. 3) Η εμπλοκή του Συμβουλίου Χαρίτων (στο οποίο συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί) δεν αναιρεί τα προηγούμενα, καθόσον η απονομή χάριτος γίνεται μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας, η οποία δεν παύει να είναι υπό την εποπτεία της Διοίκησης και να έχει την αποδοχή των αρμοδίων φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας.
Κατά την τρίτη εκδοχή, που θεωρείται και κρατούσα στη συνταγματική θεωρία, το μέτρο της απονομής χάριτος πρέπει να ενταχθεί στη δικαστική λειτουργία, εφόσον αυτό, παρά το ότι δεν προϋποθέτει νέα εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, αποτελεί κατ’ ουσία μια ιδιόρρυθμη παρέμβαση στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, ενεργώντας παράλληλα προς αυτήν, εφόσον με την χορήγηση χάριτος εξαφανίζεται ή τροποποιείται δικαστική απόφαση περί επιβολής ποινής. Τέλος, κατά την τέταρτη άποψη, η απονομή χάριτος είναι μια ιδιόρρυθμη (sui generis) πράξη, η οποία δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί σε καμία από τις γνωστές (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) λειτουργίες, αλλά εντάσσεται «στο ευρύτερο νοηματικό δυναμικό των λειτουργιών της Πολιτείας».
Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο τρόπος απονομής χάριτος ρυθμίζονται στο ν.δ. 68 της 18/18.12.1968, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, κυρίως, με τον πρόσφατο ν. 4640/2019. Η κίνηση της διαδικασίας της απονομής χάριτος προϋποθέτει την αίτηση του ενδιαφερομένου, εφόσον αυτός έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και επιθυμεί να χαριστεί η ποινή του ή να μετριασθεί ή να μετατραπεί σε άλλο είδος ποινής ή να αρθούν οι δυσμενείς, νόμιμες συνέπειες που απορρέουν από την καταδίκη. Η αίτηση υποβάλλεται προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης διά της διεύθυνσης της φυλακής ή του σωφρονιστικού καταστήματος ή του διοικητή της στρατιωτικής φυλακής, στην οποία κρατείται ο αϊτών ή αν αυτός δεν κρατείται, διά του εισαγγελέα ή του αιτούντος αυτοπροσώπως ή νομίμως εκπροσωπούμενου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί και χωρίς την υποβολή αίτησης να ενεργοποιήσει τη διαδικασία απονομής χάριτος.
Με την αίτηση ο αμετακλήτως καταδικασθεί μπορεί να ζητήσει: α) τη χάρη ποινής (άφεση ποινής), β) το μετριασμό ποινής ή τη μετατροπή ποινής και γ) την άρση των νομίμων συνεπειών καταδίκης. Το αίτημα για χάρη (άφεση), μετριασμό ή μετατροπή ποινής, υποβάλλεται αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Το αίτημα για άρση των νομίμων συνεπειών της καταδίκης μπορεί να υποβληθεί ακόμη και εάν η καταγνωσθείσα ποινή έχει μεν εκτιθεί ολοσχερώς, αλλά από την καταδικαστική απόφαση απορρέουν δυσμενείς συνέπειες (κωλύματα διορισμού, ανικανότητες και στερήσεις δικαιωμάτων), που προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα ή από οποιονδήποτε ειδικό ποινικό νόμο, είτε από οποιονδήποτε άλλο νόμο και εμποδίζουν τον ενδιαφερόμενο να διορισθεί στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή να ασκήσει μια συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα. Η υποβαλλόμενη αίτηση πρέπει να περιέχει συγκεκριμένο και σαφές αίτημα, δηλαδή τον λόγο για τον οποίο ζητείται η άρση των συνεπειών της καταδίκης.
Ο διευθυντής της φυλακής ή ο διοικητής στρατιωτικής φυλακής στον οποίο υποβλήθηκε αίτηση χάριτος, συντάσσει ειδικό δελτίο, που περιλαμβάνει τα στοιχεία της προσωπικής, οικογενειακής, ποινικής και πειθαρχικής κατάστασης του αιτούντος, ως και κάθε σχετική πληροφορία περί της εν γένει διαγωγής και προσωπικότητας του αιτούντος και διατυπώνει σαφώς και αιτιολογημένα τη γνώμη του επί της αίτησης χάριτος. Την αίτηση συνοδεύει ειδικό δελτίο, στο οποίο επισυνάπτονται: α) απόσπασμα των καταδικαστικών αποφάσεων, β) αντίγραφο έκθεσης του αρμοδίου εισαγγελέα περί των πραγματικών περιστατικών του τελεσθέντος εγκλήματος, γ) αντίγραφο του ποινικού μητρώου, δ) ιατρική γνωμάτευση και ε) απόσπασμα εκ του βιβλίου απονομής αμοιβών και επιβολής πειθαρχικών ποινών. Το Τμήμα Ποινικού Μητρώου και Απονομής Χάριτος διαβιβάζει τον φάκελο που σχηματίσθηκε με συνημμένα πλήρες αντίγραφο των πρακτικών της δίκης και της απόφασης ή των αποφάσεων με τις οποίες καταδικάσθηκε ο αϊτών και προκαλεί γνωμοδότηση του εισαγγελέα που παρέστη στο ακροατήριο, τούτου δε μη διατελούντος στην υπηρεσία ή κωλυομένου, του εισαγγελέα εφετών της περιφέρειας του δικάσαντος δικαστηρίου ή προκειμένου περί απόφασης στρατιωτικού δικαστηρίου του εισαγγελέα του δικάσαντος στρατιωτικού δικαστηρίου. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας ο αρμόδιος εισαγγελέας μαζί με τη γνωμοδότησή του οφείλει να υποβάλλει το φάκελο απονομής χάριτος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η δε κρίση ως προς το παραδεκτό ή μη της αίτησης απονομής χάριτος ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Χαρίτων. Η αίτηση για απονομή χάρης μαζί με το σχηματισμένο φάκελο της υπόθεσης, εισάγεται στο Συμβούλιο Χαρίτων. Το εν λόγω Συμβούλιο λειτουργεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και έχει αποκλειστική αρμοδιότητα προς γνωμοδότηση για την απονομής χάριτος σε καταδίκους και για τη μετατροπή ή το μετριασμό των ποινών.
Το Συμβούλιο Χαρίτων συγκροτείται, ειδικότερα, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και με θητεία δύο (2) ετών ως εξής: α) από τον Γενικό Γραμματέα Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Πρόεδρο, β) από έναν (1) Πρόεδρο εφετών με τον αναπληρωτή του, γ) από τρεις (3) εφέτες με τους αναπληρωτές τους, δ) από δύο (2) υπαλλήλους με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι προΐστανται Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ως μέλη του Συμβουλίου Χαρίτων μπορεί να ορίζονται και δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι υπηρετούν στο Γραφείο Νομοθετικής Πρωτοβουλίας. Το Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία παρόντων πέντε τουλάχιστον μελών, εκ των οποίων τα τρία πρέπει να είναι οπωσδήποτε δικαστικοί λειτουργοί. Το Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως, εφ’ όσον τα παρόντα εκ δικαστών μέλη είναι περισσότερα από τους διοικητικούς υπαλλήλους.
Οι γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας επικρατεί η γνώμη υπέρ της οποίας ψήφισε ο Πρόεδρος. Η διαδικασία στο ως άνω Συμβούλιο Χαρίτων ξεκινά με την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτό από τον υπηρεσιακό εισηγητή, που έχει και το πρόσθετο καθήκον να συμπληρώσει δελτίο για την προσωπικότητα του αιτούντος μαζί με τα λοιπά απαιτούμενα στοιχεία και, ακολούθως, συντάσσει έκθεση για την υπό κρίση υπόθεση και διατυπώνει γνώμη περί της αποδοχής ή μη της αίτησης. Κατά την ενώπιον του Συμβουλίου συζήτηση ο υπηρεσιακός εισηγητής αναπτύσσει και προφορικώς την γνώμη του. 0 Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει ένα από τα μέλη του ειδικό εισηγητή, ο οποίος, μετά από μελέτη της υπόθεσης, υποβάλλει έγγραφη και αιτιολογημένη γνώμη, που αναπτύσσει και προφορικά προς το Συμβούλιο, το οποίο και γνωμοδοτεί τελικώς επί της υπό κρίση αίτησης χάριτος. Οι γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου Χαρίτων διατυπώνονται εγγράφως, τηρούνται δε πρακτικά, στα οποία καταχωρίζεται και η γνώμη των τυχόν μειοψηφούντων μελών και υπογράφονται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του Συμβουλίου.Οι γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου Χαρίτων μαζί με το σχετικό φάκελο διαβιβάζονται προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος πλέον, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία, έχει την ευθύνη της υποβολής της πρότασης προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έτσι περατώνεται το προπαρασκευαστικό στάδιο και αρχίζει, κατόπιν τούτου, το ουσιαστικό στάδιο της εξέτασης της αίτησης απονομής χάριτος.
Το ουσιαστικό στάδιο της απονομής χάριτος αρχίζει με την υποβολή της πρότασης του Υπουργού της Δικαιοσύνης προς τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, ειδικότερα, αφού λάβει υπόψη του τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Χαρίτων, τις προηγούμενες αυτής γνώμες των αρμόδιων οργάνων και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, όπως αυτά καταρτίσθηκαν κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, έχει τη διακριτική εξουσία να προτείνει προς τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε την ολική ή μερική αποδοχή της αίτησης απονομής χάριτος, είτε την απόρριψη της αίτησης αυτής. Στο ουσιαστικό αυτό στάδιο της εξέτασης της αίτησης απονομής χάριτος λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την αρχή της νομιμότητας, πολιτικές αξιολογήσεις και κοινωνικοί προβληματισμοί, έτσι ώστε η πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης να εναρμονίζεται με ένα ουσιαστικότερο αίσθημα περί δικαίου του λαού. Η πρόταση, δηλαδή, του Υπουργού της Δικαιοσύνης, πρέπει αφενός μεν να απεγκλωβίζεται από μια αγκίστρωση στα «δικαστικά» δεδομένα του φακέλου της υπόθεσης, αφετέρου δε να αποφεύγει μια «μεταφυσική μεγαλοθυμία», η οποία μπορεί να καταστήσει την όλη διαδικασία απρόβλεπτη και ξένη προς την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Πέραν τούτου, με την πρότασή του, ο Υπουργός της Δικαιοσύνης λαμβάνει και την πολιτική ευθύνη ως μέλος μιας κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη λάβει άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση και, ως εκ τούτου, οφείλει να σέβεται αυτό που μπορεί να εκληφθεί ως «περί δικαίου συνείδηση του λαού». Εξ άλλου, η πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης, που αποτελεί ένα τμήμα μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας, ιστάμενης μεταξύ της γνωμοδότησης του Συμβουλίου Χαρίτων και της σχετικής πράξης του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, αποτυπώνει, κατά συνταγματική πρόβλεψη, τον περιορισμό της αρμοδιότητας («δικαιώματος» στο συνταγματικό κείμενο) του/της Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά μία μάλιστα εκδοχή24, η πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης δεν είναι απλή (θετική ή αρνητική) εισήγηση, αλλά εμπεριέχει το στοιχείο της σύμφωνης γνώμης του ανωτέρω Υπουργού προς τον/της Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πριν αυτός/ή ασκήσει την αρμοδιότητά του/της.
Μετά την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα υποβολή της πρότασης του Υπουργού της Δικαιοσύνης προς τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτός/αυτή πλέον «έχει το δικαίωμα» (κατά την αυτολεξεί διατύπωση του συνταγματικού κειμένου) να χαρίζει, να μετατρέπει ή να μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια. Παρά την παραπάνω όμως διατύπωση, ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπληρώνει την αποστολή του/της και στη συγκεκριμένη περίπτωση με άσκηση της αρμοδιότητάς του/της και όχι με «δικαιώματα» ή «προνόμια». Επομένως, ο όρος «δικαίωμα» του/της Προέδρου της Δημοκρατίας στο παραπάνω συνταγματικό κείμενο απλώς επιβεβαιώνει την καταγωγή του θεσμού της απονομής της χάριτος, ως μια ένδειξη προσωπικής εύνοιας ή μεγαλοθυμίας (συνοδευμένης με απόλυτα μεταφυσικά στοιχεία) του απόλυτου ηγεμόνα προς τους «υπηκόους» του. Στη σύγχρονη όμως νομική και πολιτική πραγματικότητα ο/ η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στερείται τέτοιων προνομίων και απλώς ασκεί την αρμοδιότητά του, συνήθως, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου πολίτη, συμπράττοντας με άλλα κρατικά όργανα στην έκδοση μιας πράξης, πλήρως αιτιολογημένης και σύμφωνης με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αν και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, αναλαμβάνει την πλήρη πολιτική ευθύνη της πρότασής του, εντούτοις μετά την υποβολή της πρότασης ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, (ως συμπράττον κρατικό όργανο) στη συγκεκριμένη περίπτωση, ασκεί μια αρμοδιότητα, η οποία πρέπει όχι μόνο να ικανοποιήσει το δημόσιο συμφέρον και να συμβάλει στην επιτυχή πραγμάτωση της σωφρονιστικής πολιτικής της κυβέρνησης, αλλά και να αποτελέσει έμπρακτο δείγμα της συνοχής και της αλληλεπίδρασης των λειτουργών της Πολιτείας με την κοινωνία. Άλλωστε, παρά το ότι η πράξη περί απονομής Χάριτος υπογράφεται τελικώς από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η υπογραφή αυτή δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση από την υποχρέωση να λογοδοτήσει και γι’ αυτήν την πράξη προς το Κοινοβούλιο στα πλαίσια της άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αναλαμβάνοντας και τη σχετική πολιτική ευθύνη. Έτσι, αν και η αυστηρή γραμματική ερμηνεία του σχετικού συνταγματικού κειμένου μπορεί να οδηγήσει στην εκδοχή ότι ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει απόλυτη «διακριτική ευχέρεια» ως προς την αποδοχή ή μη της πρότασης του Υπουργού της Δικαιοσύνης, εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να χορηγήσει χάρη στον αιτούντα πολίτη, μόνον εφόσον έχει προηγηθεί θετική πρόταση («εισήγηση») του αρμόδιου Υπουργού της Δικαιοσύνης. Η πράξη του/της Προέδρου της Δημοκρατίας (προεδρικού διατάγματος) περί απονομής χάριτος υπόκειται, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στον συνταγματικό κανόνα της προσυπογραφής της από τον αρμόδιο Υπουργό της Δικαιοσύνης, ο οποίος με την υπογραφή αυτή συμπράττει μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την απονομή της χάριτος.
Πηγή: Οδυσσέας Σπαχής Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων, κάτοχος ΜΔΕ στην κατεύθυνση Δημοσίου Δικαίου, διδάσκων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών