
Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μη διακόπτεται, εκτός αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα, και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο απο τον διευθύνοντα τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση.
Ο συγκατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει απευθείας ερωτήσεις στον ετερο κατηγορούμενο που τον ενοχοποιεί. Αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση, αυτό αναγράφεται στα πρακτικά. Με την παρούσα διάταξη άρ. 365 του νέου ΚΠΔ, ίδια σχεδόν με την προϊσχύσασα 1 άρ. 366 ΚΠΔ (με απάλειψη μόνο της πρώην παρ. 3 και μεταφορά της στο άρθρο 364), ρυθμίζεται η απολογία του κατηγορουμένου Η ενώπιον του ακροατηρίου αποδεικτική διαδικασία ολοκληρώνεται με την απολογία του κυρίαρχου προσώπου της ποινικής δίκης που είναι ο κατηγορούμενος.
Η απολογία του αποτελεί κυρίως και πρωταρχικά θεμελιώδες μέσο υπεράσπισης και παράλληλα μέσο απόδειξης. Το δικαίωμα αυτό, που καθιερώνεται με το παραπάνω άρθρο, αποτελεί ειδικότερη έκφανση α) του δικαιώματος ακρόασης, που καθιερώνεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ., άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και άρθρο 14 παρ. 1 της ΔΣΑΠΔ και β) του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, συστατικού στοιχείου του κράτους δικαίου και των ανωτέρω υπερνομοθετικών διεθνών διατάξεων. Η παραβίαση του δικαιώματος αυτού του κατηγορουμένου συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 του ΚΠΔ, και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ. Η απολογία είναι ένα υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου που πρέπει να ασκηθεί προσωπικά, αφού και ο ίδιος προσωπικά θα υποστεί τις συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί.
Όταν ο κατηγορούμενος είναι απών και εκπροσωπείται στη δίκη νόμιμα από συνήγορο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 2 και 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, αυτός (ο συνήγορος) δεν καλείται σε απολογία, ούτε απολογείται, γιατί επί του ζητήματος αυτού ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, ούτε απαντά σε ερωτήσεις, ούτε του δίνεται ο λόγος στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 368 (τώρα 366) του ΚΠΔ, για συμπληρώσεις και διευκρινίσεις.
Η ως άνω διά συνηγόρου εκπροσώπηση του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνει και την απολογία του κατηγορουμένου, η οποία πρέπει να είναι προφορική και άμεση και όχι έγγραφη, διδόμενη διά στόματος του ίδιου και όχι του συνηγόρου του, ο οποίος και δεν αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο συνήγορος του απόντος κατηγορουμένου, πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του εισαγγελέα, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει το λόγο και να εκφράσει με λίγα λόγια τις απόψεις του πελάτη του κατηγορουμένου επί της κατηγορίας, χωρίς να εξικνείται αυτό σε αγόρευση με επιχειρηματολογία, ανάλυση των αποδείξεων και δη σε απολογητική τοποθέτηση, ώστε έτσι να πληρούνται απόλυτα οι όροι μίας δίκαιης δίκης.
Το ανωτέρω δικαίωμα της απολογίας διαφοροποιείται από το ανεξάρτητο και αυτόνομο δικαίωμα της τελευταίας αγόρευσης που καθιερώνει το άρθρο 367 ΚΠΔ. Το δικαίωμα της αγόρευσης δεν ταυτίζεται με την ύπαρξη συνήγορου ούτε την προϋποθέτει. Δηλαδή δικαιούται ο κατηγορούμενος να αγορεύσει ο ίδιος και μόνος του, όταν παρίσταται αυτοπροσώπως χωρίς την ύπαρξη συνήγορου. Από την παρ. 1 απορρέει το δικαίωμα του κατηγορουμένου, εκτός της σιωπής, της άρνησης της κατηγορίας.
Ο κατηγορούμενος, επιλέγοντας να αρνηθεί την κατηγορία, δεν έχει νομικό καθήκον αλήθειας, διότι η αναγνώριση ενός τέτοιου καθήκοντος θα ήταν ασύμβατη με το αξίωμα της μη αυτοεπιβάρυνσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατοχυρώνεται και θετικό δικαίωμα στο ψεύδος. Ο κατηγορούμενος, αρνούμενος την κατηγορία που του απευθύνεται, ευθύνεται για τις τυχόν αξιόποινες πράξεις που θα τελέσει διά της απολογίας του, κατασκευάζοντας ένοχους άλλους, όπως λ.χ. για ψευδή καταμήνυση, όταν σε γνώση του αποδίδει ψευδώς την πράξη σε τρίτο· για συκοφαντική δυσφήμηση, όταν διαδίδει γεγονότα προσβλητικά για άλλον, μηνυτή ή μάρτυρα ή τρίτο· ή τέλος για χρήση πλαστού εγγράφου, όταν απολογούμενος ή με το απολογητικό υπόμνημά του χρησιμοποιεί ως αποδεικτικό στοιχείο ένα πλαστό έγγραφο. Η ιδιότητα δε του κατηγορουμένου δεν θεμελιώνει από μόνο της κανένα δικαίωμα αυτού ή κάποιο λόγο άρσης του άδικου, που να δικαιολογεί τις ως άνω προσβολές τρίτων προσώπων.
Όμως ο κατηγορούμενος, όταν αναφέρει στην απολογία του, αρνούμενος την κατηγορία, ψευδή γεγονότα προς απόκρουση της κατηγορίας, κατά την ορθότερη άποψη, δεν έχει ποινική ευθύνη για ψευδή ανώμοτη κατάθεση του άρ. 225 παρ. 2 ΠΚ. Επί πλειόνων κατηγορουμένων, ο διευθύνων τη συζήτηση καθορίζει τη σειρά απολογίας αυτών, που μπορεί να είναι και διαφορετική από αυτή που είχαν πάρει στην αρχή της διαδικασίας. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μη διακόπτεται, εκτός αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα, και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές.
Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο κατά την απολογία του υποβάλλουν απευθείας μόνο οι δικαστές της έδρας, τακτικοί και τυχόν αναπληρωματικοί και ο εισαγγελέας, κατά τη σειρά που καθορίζονται ρητά στο παραπάνω άρθρο. Ερωτήσεις δεν δικαιούται, ούτε εμμέσως διά του διευθύνοντος, να υποβάλει ο συνήγορος του ίδιου του εξεταζόμενου κατηγορουμένου. Οι λοιποί διάδικοι, ήτοι παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας, λοιποί συγκατηγορούμενοι και οι συνήγοροι αυτών, δεν υποβάλλουν απευθείας ερωτήσεις στον απολογούμενο κατηγορούμενο, αλλά με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος, που σημαίνει ότι ο τελευταίος θα ακούσει τη συγκεκριμένη ερώτηση και αν κρίνει αυτήν ότι είναι εντός του θέματος και μη εισέτι ερωτηθείσα, τότε θα την υποβάλει ο ίδιος ο διευθύνων στον κατηγορούμενο.
Τέτοια υποχρέωση για το δικαστήριο, να υποβάλει ο συνήγορος του ίδιου του εξεταζόμενου κατηγορουμένου ερωτήσεις, δεν δημιουργείται ούτε από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 6 και 14 των διεθνών συμβάσεων ΕΣΔΑ και ΔΣ/ΑΠΔ, ούτε από άλλες παρεμφερείς διατάξεις, σε σχέση με το δικαίωμα του συνήγορου κατηγορούμενου να υποβάλλει ερωτήσεις στον ίδιο τον κατηγορούμενο που υπερασπίζεται, αφού η θέση τους στη δίκη ταυτίζεται. Για να γεννηθεί δε η από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 εδ. δ’ του ΚΠΔ προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα, θα πρέπει να υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστηρίου να προκαλέσει αυτό την άσκηση εκ μέρους του κατηγορούμενου ορισμένου δικαιώματος που του παρέχεται από το νόμο, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παραπάνω περίπτωση.
Ο διευθύνων δεν υποχρεούται να καταχωρεί στα πρακτικά τις υποβαλλόμενες ερωτήσεις, παρά μόνο τις διδόμενες απαντήσεις,. Δεν είναι επίσης υποχρεωτική η καταχώρηση στα πρακτικά και πλήρων των απαντήσεων που δίνει ο κατηγορούμενος στις ερωτήσεις αυτές, εκτός αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να καταχωριστεί ορισμένη απάντησή του, οπότε και πρέπει να καταχωρείται. Επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αν ζητηθεί η υποβολή ερωτήσεων στον απολογηθέντα συγκατηγορούμενο και το δικαστήριο αρνηθεί τούτο, αρκεί να προκύπτει το αίτημα από τα πρακτικά. Ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του δεν επιτρέπεται να πιεστεί, να εκβιασθεί ή να παραπλανηθεί με παραπειστικές ερωτήσεις, ούτε υποχρεούται να καταθέσει ό,τι γνωρίζει, δικαιούμενος να αρνηθεί να απαντήσει σε κάποια ή και σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβάλλονται από όλους ή και από κάποιον συγκεκριμένο παράγοντα της δίκης, στο πλαίσιο του καθιερούμενου, με το άρθρο 273 παρ. 2β’ του ΚΠΔ, δικαιώματος σιωπής στην προδικασία, ισχύοντος αναλογικά και στο ακροατήριο.
Ο κατηγορούμενος απολογείται προφορικά και αυτοπροσώπως και δεν δικαιούται να καταθέσει έγγραφο απολογητικό υπόμνημα, παρά μόνο τυχόν υποβαλλόμενους εγγράφως αυτοτελείς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς. Μπορεί όμως, για διευκόλυνση της μνήμης του, να συμβουλεύεται έγγραφα σημειώματα ή σχέδια, ακόμα και να αναγνώσει αυτά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να αναγνώσει πλήρες απολογητικό υπόμνημα ή έγγραφο σημείωμα, που έχει προετοιμάσει από πριν. Αν όμως έχει πρόβλημα φωνής, γιατί έχει π.χ. εγχειρισθεί πρόσφατα στο λαιμό ή είναι μουγκός, μπορεί να καταθέσει έγγραφη απολογία, η οποία και αναγιγνώσκεται από τον διευθύνοντα. Ο κατηγορούμενος δεν δεσμεύεται από το καθήκον αλήθειας, δικαιούμενος, τόσο να αρνηθεί να απολογηθεί γενικό ή να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, όσο και να απαντήσει ψευδώς, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η από τον διευθύνοντα ή τον εισαγγελέα σύσταση προς αυτόν να καταθέσει την αλήθεια. Και επί τυχόν αντιφάσεων της απολογίας στο ακροατήριο και εκείνης στην προδικασία, που τυχόν επισημανθούν με ανάγνωση περικοπών, ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος οπωσδήποτε να απαντήσει ή να δώσει εξηγήσεις, όταν του ζητηθούν.
Η αξιολόγηση των αντίθετων περικοπών της απολογίας του κατηγορούμενου κατά την προδικασία, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, ακόμα και η περιεχόμενη στις περικοπές αυτές ομολογία, ως συνιστώντων αποδεικτικό μέσο, είναι επιτρεπτή και ανήκει, κατά το άρθρο 177 του ΚΠΔ, στην κυριαρχική, ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ανάγνωση των περικοπών είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που απαντά ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς ο κατηγορούμενος αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, χάριν της πληρέστερης προστασίας του καθιερούμενου δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορούμενου δεν προβλέπεται από την ως άνω διάταξη.
Η μη κλήση του παρόντος κατηγορούμενου σε απολογία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και δεν καλύπτεται η παράβαση αυτή από το γεγονός ότι του δόθηκε ο λόγος προς παρατήρηση ή σχολιασμό αποδείξεων. Η μη αποδοχή από τον προεδρεύοντα, ρητά ή σιγή, αιτήματος του κατηγορουμένου να κληθεί και διαταχθεί η εμφάνιση του απολιπόμενου συγκατηγορουμένου του, για να υποβάλει σε αυτόν ερωτήσεις, ενόψει των άρθρων 365 παρ. 1 δ, 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, 6 παρ. 1δ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 ΔΣ/ΑΠΔ, επάγεται σχετική ακυρότητα της διαδικασίας (173, 174 παρ. 1), που καλύπτεται αν δεν γίνει προσφυγή στο δικαστήριο. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, παρά μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση.
Ο συγκατηγορούμενος του απολογούμενου, είτε ο ίδιος, είτε ο συνήγορος του, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό, πρέπει να υποβληθεί από αυτούς σχετικό αίτημα. Αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογούμενου ή στον συνήγορό του να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα Οι διάδικοι δικαιούνται να προσφύγουν στο δικαστήριο, κατά το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, κατά του τρόπου της υπό του διευθύνοντος υποβολής ερωτήσεων και εξέτασης του απολογούμενου κατηγορούμενου, κατά της απόρριψης ορισμένης ερώτησης, ως και του σκόπιμου ή νόμιμου κάποιων υποβαλλόμενων, ακόμα και υπό του διευθύνοντος, ερωτήσεων. Ο διευθύνων δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο μετά από εξέταση κάθε μάρτυρα, εκτός αν αυτός το ζητήσει κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι σε πλημμελήματα, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως, μπορεί να εκπροσωπηθεί διά συνηγόρου, ο οποίος ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτόν.
Η εκπροσώπηση όμως αυτή δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 (τώρα 365) του ΚΠΔ απολογία του κατηγορουμένου, η οποία είναι πάντοτε προφορική και άμεση, πρέπει δε να δίνεται από τον ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντο αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητά του αυτή και την ιδιότητα του κατηγορούμενου και δεν μπορεί να απολογηθεί γι’ αυτόν και να απαντά στις ερωτήσεις αντί γι’ αυτόν. Κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ’ της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του 18 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκαν αντιστοίχως με το ΝΔ 53/1974 και το νόμο 2462/1997 και αποτελούν εσωτερικό δίκαιο, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει όπως εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης υπό τους αυτούς όρους όπως των μαρτύρων κατηγορίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 2 εδ. δ’ του ΚΠΔ, για να γεννηθεί η από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα, θα πρέπει να υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστηρίου να προκαλέσει αυτό την άσκηση εκ μέρους του κατηγορούμενου ορισμένου δικαιώματος που του παρέχεται από το νόμο.
Τέτοια δε υποχρέωση για το δικαστήριο δεν δημιουργείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 6 και 14 των εν λόγω διεθνών συμβάσεων, ούτε από άλλες παρεμφερείς διατάξεις, σε σχέση με το δικαίωμα του κατηγορούμενου να ζητήσει την κλήτευση μαρτύρων της εκλογής του ή να υποβάλει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες ή τον συγκατηγορούμενό του με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, της απόλυτης ακυρότητας, γιατί προέβη στην ανάγνωση των ληφθεισών κατά την προδικασία απολογιών τους, κατά παράβαση της αρχής της αμεσότητας που εξασφαλίζει την προφορική απολογία των κατηγορουμένων και κατά παράβαση του δικαιώματος σιωπής αυτών, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται ούτε και από τα πρακτικά της σχετικής δίκης προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από μέρους τους τέτοιο αίτημα για μη ανάγνωση· αντίθετα, από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο προεδρεύων ανέγνωσε τις εκθέσεις εξέτασης στην προδικασία των δύο παρόντων συγκατηγορουμένων, χωρίς καμία αντίρρηση αυτών ή των συνηγόρων τους· στο αιτιολογικό μάλιστα σημειώνεται ότι «αναγνώσθηκαν κατά τη διάρκεια των απολογιών των κατηγορουμένων, διότι όσα εξέθεταν ήταν διαφορετικά από όσα οι ίδιοι κατέθεσαν στην προδικασία και οι οποίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους, η μία αναιρεί την άλλη»· και σημειώνονται οι αντιφάσεις στις ως άνω προανακριτικές απολογίες, οι ίδιοι δε οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν και προφορικά και μπορούσαν να δώσουν διευκρινίσεις για τις παραδεκτά από τον προεδρεύοντα υποδειχθείσες σε αυτούς αντιφάσεις ή και να σιωπήσουν, αρνούμενοι οποιαδήποτε απάντηση.
Από τις διατάξεις του άρθρου 333 και εκείνης του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. υ’ (τώρα 365) του ΚΠΔ δεν προκύπτει ότι υφίσταται ειδική υποχρέωση του δικαστή, όπως επί πλειόνων κατηγορουμένων, μετά την απολογία ενός εξ αυτών, να δώσει, χωρίς αίτηση των λοιπών κατηγορουμένων ή του συνηγόρου τους, το λόγο σε αυτούς για να υποβάλουν ερωτήσεις στον απολογηθέντα. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. Ιστοιχ. ε’ του πρόσθετου αυτής πρωτοκόλλου (Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), αφού ο κατηγορούμενος δεν αποστερείται του δικαιώματος να υποβάλει ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενό του και, συνεπώς, δεν παραβιάζονται τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από τη μη δόση από τη διευθύνουσα τη συζήτηση, αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντα ή των συνηγόρων του, του λόγου σε αυτόν ή στους συνηγόρους του μετά την απολογία του συγκατηγορουμένου του …, προκειμένου να υποβάλουν ερωτήσεις σ’ αυτόν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 366 παρ. 1 (τώρα 365) ΚΠΔ προκύπτει ότι στα πρακτικά συνεδρίασης του ποινικού δικαστηρίου καταχωρίζεται σε συντομία, εκτός άλλων, και η απολογία του κατηγορούμενου, χωρίς να απαιτείται η καταχώρηση ιδιαίτερα των ερωτήσεων, που υποβάλλονται στον κατηγορούμενο, μετά το πέρας της απολογίας του, αρχικά από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές και, στη συνέχεια, από τους υπόλοιπους διάδικους και τους συνηγόρους τους, οι οποίοι υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση, καθώς επίσης και ολοκληρωμένων των απαντήσεων που δίνει ο κατηγορούμενος στις ερωτήσεις αυτές, εκτός αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να καταχωριστεί ορισμένη απάντησή του. Όταν ο απολογούμενος κατηγορούμενος δεν απομακρύνεται από το θέμα ή δεν επαναλαμβάνει τα ίδια, η παραβίαση του δικαιώματος απολογίας του κατηγορούμενου, με διακοπή αυτής, συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 του ΚΠΔ, και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ.
Ο διευθύνων δεν υποχρεούται από κάποια διάταξη νόμου να καταχωρεί στα πρακτικά τις υποβαλλόμενες ερωτήσεις, παρά μόνο τις διδόμενες απαντήσεις και δικαιούται να διακόπτει την απολογία του κατηγορούμενου αν απομακρύνεται από το θέμα και ομιλεί για άσχετα ζητήματα. Όμως, οι διάδικοι δικαιούνται να προσφύγουν σε ολόκληρο το δικαστήριο, κατά το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, κατά των διατάξεων του διευθύνοντος, κατά του τρόπου της υπό του διευθύνοντος υποβολής ερωτήσεων και εξέτασης του απολογούμενου κατηγορούμενου, κατά της απόρριψης ορισμένης ερώτησης, ως και του σκόπιμου ή νόμιμου κάποιων υποβαλλόμενων, ακόμα και υπό του διευθύνοντος, ερωτήσεων ή σε περίπτωση μη νόμιμης διακοπής της απολογίας. Απόλυτη ακυρότητα συνιστά και η μετά την απολογία του κατηγορούμενου συμπληρωματική εξέταση του ήδη καταθέσαντος στο ακροατήριο μάρτυρα, χωρίς μετά ταύτα να δοθεί πάλι ο λόγος στον κατηγορούμενο να συμπληρώσει την απολογία του και να κάνει, αν θέλει, τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη συμπληρωματική κατάθεση, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ Κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠΔ, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, απόλυτη ακυρότητα επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 (τώρα 365) του ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγνωση των περικοπών και μόνο της έγγραφης απολογίας του κατηγορούμενου στην προδικασία είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που στο ακροατήριο απαντά ο κατηγορούμενος κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, χάριν της πληρέστερης προστασίας του ως παραπάνω καθιερωμένου δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας, προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορούμενου, δεν προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση και ειδικότερα, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα, της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορούμενου και μάλιστα ολόκληρης, ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της εκ μέρους του κατηγορούμενου, διότι παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία. Ήτοι, η ανάγνωση, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου της απολογίας του κατηγορούμενου, η οποία δόθηκε στην προδικασία, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα.
Η θεμελιώδης αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται ήδη και από το άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα, μεταξύ των άλλων, και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Η ανάγνωση των περικοπών και μόνο της έγγραφης απολογίας του κατηγορούμενου στην προδικασία είναι επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που στο ακροατήριο απαντά ο κατηγορούμενος κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση χάριν της πληρέστερης προστασίας του ως παραπάνω καθιερωμένου δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορούμενου δεν προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση και ειδικότερα, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορούμενου και μάλιστα ολόκληρης ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της, εκ μέρους του κατηγορούμενου, διότι παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αίτημα για υποβολή ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενό του μετά την απολογία του και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τον λόγο ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντα-κατηγορούμενου για να υποβάλλει ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντα, με τη μεσολάβηση του διευθύνοντα τη συζήτηση. Συνεπώς ο λόγος αναίρεσης της αίτησης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος.
Από τη διάταξη του άρθρου 366 (τώρα 365) του ΚΠΔ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας, επίσης, ιδρύεται λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ. Αυτό όμως προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία.
Επομένως, τα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, της κρινόμενης αίτησης των αναιρεσειόντων, με τον οποίο προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορό τους, που νομίμως τους εκπροσωπούσε για να απολογηθεί, είναι αβάσιμα. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος ήταν παρών στη δίκη, απολογήθηκε. Η απολογία του όμως, ούτε από την ανωτέρω μνεία περί των ληφθέντων υπόψη κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται στο προοίμιο του σκεπτικού, ούτε από άλλη αναφορά του όλου περιεχομένου της απόφασης, προκύπτει, είτε ευθέως είτε διηγηματικώς, ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη από το δικαστήριο. Έτσι, η αιτιολογίατης προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Πηγή : Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας / Άρθρο 365. Απολογία του κατηγορουμένου.