Το κεφάλαιο περί ποινής αναμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό με τη θέσπιση του νέου ποινικού κώδικα νόμος 4619/2019, στην κατεύθυνση τερματισμού της άτοπης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων, με τη διασάλευση της συνοχής μεταξύ προβλεπόμενων, επιβαλλόμενων και εκτιμώμενων ποινών, που είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή βαρύτατων ποινών, την αντιστρόφως όμως ανάλογη έκτισή τους. Στο πλαίσιο αυτό επήλθαν σαρωτικές αλλαγές και στις διατάξεις που ρυθμίζουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, καθώς και τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Οι τροποποιήσεις αυτές δημιούργησαν πλήθος πρακτικών ζητημάτων κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Ένα πρώτο ζήτημα που τίθεται, έχει να κάνει με την πορεία που οφείλει να ακολουθεί το δικαστήριο κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 99, 100 και 104 α του ποινικού κώδικα και δημιουργείται από την αντίφαση που προκύπτει μεταξύ της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου του νόμου 4619/2019 και της διατύπωσης των διατάξεων.
Ειδικότερα σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νόμου 4619/2019, η μεθοδολογία που ακολουθείται σε γενικές γραμμές είναι η εξής. Το δικαστήριο που επιβάλλει ποινή φυλάκισης έως 3 έτη κατ΄ αρχήν υποχρεούται να διατάξει αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής άρθρο 99. Αν κρίνει ότι δεν πρέπει να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής θα πρέπει στη συνέχεια να τη μετατρέψει σε παροχή κοινωφελούς εργασίας άρθρο 104 α. Αν κρίνει ότι ούτε αυτό θα είναι επαρκές για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων εγκλημάτων, έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει για τη μερική έκτιση της ποινής στη φυλακή άρθρο 100 και μόνο σε τελευταία ανάλυση μπορεί να αποφασίσει για την έκτιση όλης της ποινής σε σωφρονιστικό ίδρυμα, αν καμία από τις εναλλακτικές λύσεις δεν θεωρεί ικανοποιητική. Όμως, στη διάταξη της παραγράφου ένα του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα, όπως ίσχυε με το νόμο 4619 /2019 ο οριζόταν ότι όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 99 και 100, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς άρθρο 81, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα και ειδικότερα από την αναφορά στη διάταξη του άρθρου 100 του ποινικού κώδικα, δηλαδή στο χωρίο το οποίο αναφέρει και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 99 και 100, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι για να εφαρμόσει τη συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποκλείσει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 99 και 104 α ποινικού κώδικα. Διαπιστώνει, με άλλα λόγια ακόμα, ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα ανάγεται στο τελευταίο επίπεδο της κρίσης του δικαστηρίου. Πρόκειται εδώ, για προφανή παραδρομή, δεδομένου ότι η βούληση του νομοθέτη σχετικά με την ακολουθούμενη μεθοδολογία αναφέρεται γνήσια στην αιτιολογική έκθεση.
Διαφορετική προσέγγιση άλλωστε, αντίκειται στη φιλοσοφία των διατάξεων, διότι για τη μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 104 α ποινικού κώδικα πρέπει το δικαστήριο να μην έχει καταλήξει στην κρίση ότι η μετατροπή της ποινής δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Με τις πρόσφατες τροποποιήσεις που επήλθαν με τον νόμο 4485/2021, επιλύεται το συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς αναδεικνύεται ρητά ο επικουρικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 100 απέναντι στη διάταξη του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα. Ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 99 ποινικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του νόμου 4485/2021, αναφέρεται ρητά ότι αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει το διάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, εφαρμόζεται το άρθρο 104 α του ποινικού κώδικα, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής.
Με βάση τη διάταξη του άρθρου 100 του ποινικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του νόμου 4485/2021 ,αναφέρεται ρητά, ότι αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104 α του ποινικού κώδικα δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για το σκοπό αυτό είναι απολύτως αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 10 ημερών ούτε ανώτερη των 3 μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου, στη διάταξη του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 4485/2021. Αναφέρεται ρητά ότι όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 3 έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας άρθρο 81, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων.
Διαπιστώνουμε αμέσως ότι στη διάταξη του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα απαλείφεται η αναφορά στη διάταξη του άρθρου 100 του ποινικού κώδικα και καθίσταται εναργές σε όλες τις διατάξεις, ότι η λογική σειρά που ακολουθεί το δικαστήριο είναι: α) ο έλεγχος των προϋποθέσεων του άρθρου 99 ποινικού κώδικα για την αναστολή, β) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί αναστολή, ελέγχει τις προϋποθέσεις για μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα και γ) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να μετατρέψει την ποινή, τότε μόνο εφαρμόζει τη διάρθρωση τάξη του άρθρου 100 του ποινικού κώδικα. Μάλιστα ακόμα διευκρινίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νόμου 4485/2021, ότι από την παράγραφο ένα του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα διαγράφεται η αναφορά στο άρθρο 100 του ποινικού κώδικα, γιατί η κρίση για το αναγκαίο της έκτισης μέρους της ποινής και την αναστολή του υπολοίπου, δεν μπορεί να προηγείται της μετατροπής αυτής σε κοινωφελή εργασία, ενόψει των βλαβών που προκαλεί η έκθεση βραχυχρόνιων ποινών.
Τέλος πρέπει σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 98 του νόμου 4623/2019 έχει ανασταλεί η ισχύς της διάταξης του άρθρου 104 α του ποινικού κώδικα που προβλέπει τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Συνεπώς, μέχρι νεωτέρας, εφόσον αποκλειστεί η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 99 του ποινικού κώδικα, τότε το δικαστήριο οφείλει απευθείας να ελέγξει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 100 του ποινικού κώδικα.
Είναι γεγονός ότι ανέκυψαν αρκετά θέματα διαχρονικού δικαίου μεταξύ των διατάξεων του προ ισχύσαντος και του νέου ποινικού κώδικα στο πεδίο της αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Ακόμα περισσότερα θέματα διαχρονικού δικαίου αναφύονται από τις διατάξεις του νόμου 4855/2021 καθώς το θέμα που τίθεται έχει να κάνει με το εάν, επί εκκρεμών υποθέσεων για πράξεις που έχουν τελεστεί πριν την 01/07/2019 μπορούμε να εφαρμόσουμε τις διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα ή εκείνων του προ ισχύσαντος ποινικού κώδικα στο βαθμό που αυτές είναι ευμενέστερες. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη διατύπωση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 465 του ποινικού κώδικα με την οποία ορίζεται, ότι οι διατάξεις του παλαιού ποινικού κώδικα για τη μετατροπή, την αναστολή και την απόλυση υπό όρο, εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος, δηλαδή πριν από την 01/07/2019.
Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου αυτού οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι εκκρεμών υποθέσεων για παλιές πράξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι νέες διατάξεις στο βαθμό που είναι μεν ευνεέστερες εκείνων του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα, αφού ρητά αναφέρεται ότι για παλιές πράξεις θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα. Όμως κάτι τέτοιο είναι ανακριβέ,ς δεδομένης της διατύπωσης του άρθρου 2 του νέου ποινικού κώδικα, που κάνει λόγο για εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης και όχι τον ευμενέστερο νόμο ως ενιαίο όλον, όπως ρητά αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νόμου 4619/2019. Συγκεκριμένα στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται για τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 του ποινικού κώδικα, ότι αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νέου νόμου ποινικού κώδικα 4619/2019 στη διάταξη του άρθρου 2 του ποινικού κώδικα, η οποία στηρίζεται στη διάταξη του άρθρο 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος, διευκρινίζεται ότι, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ο νόμος είναι στο σύνολό του επιεικέστερος για την κατηγορούμενο, αλλά να περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες για αυτόν. Έτσι, είναι πιθανόν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεις από διαφορετικό νομό. Μπορεί λόγου χάρη να εφαρμόζεται νεότερη διάταξη που προβλέπει μικρότερη απειλούμενη ποινή μαζί με διάταξη παλαιότερου νόμου, η οποία προβλέπει μετατροπή της μεγαλύτερης ποινής.
Με άλλα λόγια όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί ο προηγούμενος ποινικός κώδικας δεν επέτρεπε τη σύμμειξη των νόμων, με αποτέλεσμα ο εφαρμοστής του δικαίου να πρέπει να επιλεγεί προς εφαρμογή έναν μόνο νόμο, εκείνον τον οποίο έκρινε ως ευμενέστερος στο σύνολό του. Αυτό δεν ισχύει πλέον αφού στο άρθρο 2 του νέου ποινικού κώδικα όριζε ρητά, ότι το ευμενέστερο πλαίσιο κρίνεται από τις επιμέρους διατάξεις των νόμων, επιτρέποντας με τη διατύπωση αυτή τον συνδυασμό διατάξεων διαφορετικών νόμων, ώστε να βρεθεί κάθε φορά εκείνη η διάταξη που εξασφαλίζει την ευμενέστερη για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο μεταχείριση.
Επομένως το συμπέρασμα που καταλήγει κανείς και από τα όσα έχουν ευστόχως διατυπωθεί στη θεωρία, ενόψει της διάταξης του νέου ποινικού κώδικα στο άρθρο 2, η οποία δεν κάνει πλέον λόγο για νόμο ως ενιαίο σύνολο, αλλά για διατάξεις νόμων, είναι ότι αυτή ακριβώς η διαφορετική προσέγγιση του ποινικού νομοθέτη, σε ότι αφορά το διαχρονικό δίκαιο, αποτυπώνεται στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 του ποινικού κώδικα ακόμα, ώστε να είναι σαφές στον εφαρμοστή του δικαίου, ότι ενώ θα προσδιορίζει το ύψος της ποινής με βάση τους επιεικέστερος κοινοτικούς κανόνες του νέου ποινικού κώδικα – θα μπορεί ταυτόχρονα να εφαρμόζει τις επιεικέστερες διατάξεις για την επιμέτρηση και την έκτιση της ποινής με βάση τον προηγούμενο ποινικό κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η νομολογία των δικαστηρίων, η οποία δέχεται ότι επί εκκρεμών υποθέσεων για πράξη με χρόνο τέλεσης από την 01/07/2019 στο πεδίο της αναστολής εκτέλεσης ποινής εφαρμόζεται πάντα η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη.
Βιβλιογραφία
Ποινική Δικαιοσύνη, σελ. 22-42, Πανταζής Βρυνιώτης, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Ιαν 2022.