
«Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο που είναι αρμόδιό να την κρίνει, αποφαινεται μέσα σε τρεις ήμερες, υστέρα απο πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής εφόσον υποβληθεί αίτημα από τον εισαγγελέα ή τον καταδικασμένο.»
Με την παρούσα διάταξη του άρ. 531 του νέου ΚΠΔ, ίδια σχεδόν με την προϊσχύσασα άρ. 529, ρυθμίζεται η διαδικασία εκδίκασης της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Το αίτημα αναστολής απαιτεί να μην έχει εκτιθεί η ποινή, διότι άλλως είναι άνευ αντικειμένου.
Η συζήτηση στο Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας γίνεται χωριστά από την αίτηση αναστολής μέσα σε τρεις ημέρες, πριν τη συζήτηση της κύριας αίτησης επανάληψης, λόγω του επείγοντος της κράτησης του καταδικασμένου αιτούντος, δεν προϋποθέτει αναγκαίως κλήτευση του αιτούντα για να ακουσθεί, ούτε δημιουργείται καμία ακυρότητα αν η αίτηση συζητηθεί χωριστά και μετά τις τρεις ημέρες, ούτε είναι υποχρεωτική η ακρόαση του αιτούντα αν αυτός ζητήσει αυτό με την ίδια την αίτηση ή με υπόμνημά του.
Η υποβολή του αιτούντα σε εκτέλεση δεν αποτελεί όρο του παραδεκτού της αίτησης αναστολής, όρα μπορεί να την υποβάλει και φυγόδικος (βλ. και 497 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπονται όροι αναστολής που μπορούν να τεθούν, για να δοθεί η αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Η αίτηση αναστολής μπορεί να γίνει και με δεύτερη αυτοτελή αίτηση. Η παραδοχή της αίτησης αναστολής προϋποθέτει ασκηθείσα τυπικό παραδεκτή αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Νόμιμα επίσης με την αίτηση αυτή επανάληψης ασκείται και αυτοτελής αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας και εκτιόμενης ποινής και πρέπει, συνεκδικαζόμενη λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, να εξετασθεί.
Το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, όταν συζητείται μαζί με την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου, αν απορριφθεί με την ίδια απόφαση η κύρια αίτηση αυτή, διότι προϋπόθεση παραδοχής του αιτήματος αναστολής, κατά το άρθρο 530 ΚΠΔ, είναι η παραδοχή της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας. Προϋπόθεση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή της αίτησης επανάληψης, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. Το συμβούλιο κρίνει κριαρχικά, εκτιμώντας τους λόγους της αίτησης αναστολής και τα τυχόν συνυποβληθέντα έγγραφα.
Η αναστολή αν δοθεί, διαρκεί μέχρι την έκδοση της επί της αίτησης απόφασης του κατά το άρ. 529 αρμόδιου συμβουλίου, ότε και αυτοδικαίως παύει να ισχύει η αναστολή και ο καταδικασθείς ξαναφυλακίζεται. Είναι δυνατή και η χωριστή εισαγωγή και εκδίκαση της αίτησης αναστολής, όπως και η χωριστή απόφαση επί της αίτησης αναστολής, ιδιαίτερα αν προβλέπεται ότι θα καθυστερήσει η έκδοση απόφασης επί της κύριας αίτησης επανάληψης της διαδικασίας. Η τασσόμενη προθεσμία τριών ημερών για απόφαση επί της αίτησης αναστολής δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας.
Προϋπόθεση για την αναστολή εκτέλεσης της υπό του αιτούντος εκτιόμενης ποινής μετά την υποβολή της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η πιθανολόγηση ευδοκίμησης της σχετικής αίτησης επανάληψης διαδικασίας και αναστέλλεται η εκτιόμενη υπό του αιτούντος ποινή μέχρις έκδοσης απόφασης υπό του Συμβουλίου τούτου επί της εν λόγω αίτησης επανάληψης της διαδικασίας. Υποχρεωτική είναι η αναστολή στην περίπτωση εκτέλεσης απόφασης κατά λάθος προσώπου μη καταδικασθέντος, κατά το άρ. 561 παρ. 2 του ΚΠΔ. Δεν χωρεί αναστολή παρεπόμενων ποινών, όπως της δήμευσης. Κατά της απορρίπτουσας την αίτηση αναστολής απόφασης δεν προβλέπεται ένδικο μέσο.
Το αίτημα αναστολής εκτέλεσης των ποινών μέχρι τη συζήτηση της από τάδε αίτησης αναίρεσης του αιτούντος κατά της ως άνω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, είναι απορριπτέο, καθόσον ο Άρειος Πάγος, που δικάζει αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, στερείται κατά το άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ τέτοιας αρμοδιότητα. Στην αίτηση επανάληψης δεν μπορεί να σωρευτεί η από το άρθρο 471 παρ. 2 ΚΠΔ αίτηση του κατηγορούμενου, για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη ή για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης μετά την απόρριψη της κατ’ αυτής έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης, καθόσον αυτές προϋποθέτουν την παραδεκτή άσκηση ένδικου μέσου, η τυχόν δε υποβολή τους απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Σε περίπτωση που και το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο απορρίψει την υποβληθείσα αίτηση επανάληψης της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντα, η αναβολή ή η διακοπή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής μπορεί να διαταχθεί πλέον από το αρμόδιο προς τούτο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 556, 557, 559, 560, 561,562 και 563 ΚΠΔ.
Απορριπτόμενης της κρινόμενης αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντα για αναστολή εκτέλεσης της ποινής που του επιβλήθηκε, δυνάμει της ως άνω απόφασης, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 531 του ΚΠΔ, προϋπόθεση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. ΑΠ 17/2014.
Πηγή : Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας / Άρθρο 531. Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής.