
Αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας διαθήκης λόγω αντίθεσης αυτής στα χρηστά ήθη, με επικουρικές βάσεις την ακυρότητα της διαθήκης λόγω προσβολής της νόμιμης μοίρας και μέμψη άστοργης δωρεάς.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 178 ΑΚ, η διάταξη τελευταίας βούλησης είναι άκυρη, αν το περιεχόμενο της αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Ως κριτήριο, για τον προσδιορισμό των χρηστών ηθών, χρησιμεύει το συναίσθημα, που έχει για την ηθική, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ο, κατά γενική αντίληψη, χρηστός, σώφρων και υγιώς σκεπτόμενος κοινωνικός άνθρωπος (ΑΠ 361/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 102/2020, ΤΝΠ Νόμος). Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο της, ενόψει, όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Τα αίτια που προκάλεσαν τη δικαιοπρακτική βούληση, μόνο κατ’ εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, όταν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 140-153 ΑΚ (πλάνη, απάτη, απειλή), οπότε παρέχεται το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης αυτής, κατά τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ (ΑΠ 538/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, για να κριθεί, αν η διάταξη τελευταίας βούλησης είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της διαθήκης, τα αίτια που ώθησαν το διαθέτη, ο σκοπός που επεδίωκε και γενικά το σύνολο των περιστάσεων και συνθηκών που συνοδεύουν τη διάταξη αυτή.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 § 2 και 1712 ΑΚ προκύπτει, ότι το δίκαιο αναγνωρίζει και στο χώρο του κληρονομικού δικαίου την αρχή της ελευθερίας της βούλησης, έκφραση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του προσώπου να ρυθμίζει, κατά τη θέλησή του, την τύχη της περιουσίας του, για το χρόνο μετά το θάνατο του, με τους περιορισμούς, όμως, των διατάξεων της νόμιμης μοίρας και του άρθρου 178 ΑΚ (ΑΠ 361/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 850/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 370/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 102/2020, ΤΝΠ Νόμος).
Συνεπώς, σύμφωνα με τις αρχές που θεσπίζουν οι παραπάνω διατάξεις, προσκρούει στα χρηστά ήθη η διάταξη τελευταίας βούλησης, όχι απλώς επειδή το πρόσωπο που τιμάται με αυτή είναι ανήθικο ή αισχρό, αλλά όταν ο τρόπος της κατάληψης ή τα περιστατικά που τη συνοδεύουν, μαρτυρούν ηθική διαστροφή ή κατάπτωση ή πώρωση του διαθέτη, καθώς, επίσης και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τελευταία αυτή διάταξη, με τον τρόπο που έγινε, συνιστά εκδήλωση αδικαιολόγητης περιφρόνησης του διαθέτη έναντι εγγυτάτων προσώπων της νόμιμης οικογένειάς του (ΑΠ 361/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 538/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 850/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 370/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 102/2020, ΤΝΠ Νόμος). Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι και εκείνη με την οποία δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου, για ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ελεύθερη βούλησή του, με βάση τις κρατούσες περί ηθικής αντιλήψεις της κοινωνίας.
Η με διάταξη τελευταίας βουλήσεως κατάλειψη περιουσίας σε πρόσωπο, με το οποίο ο διαθέτης συζούσε με σχέση παλλακείας, ή είχε σαρκικές σχέσεις, ή το οποίο πρόσωπο ή άλλο συγγενικό αυτού (πρόσωπο) εκείνος, όντας ομοφυλόφιλος, είχε ως ερωτικό του σύντροφο, δεν έχει από μόνη της περιεχόμενο αντικείμενο στα χρηστά ήθη, εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τελευταία διάταξη, από τον τρόπο που έγινε συνιστά εκδήλωση αδικαιολόγητης περιφρόνησης προς εγγύτατα πρόσωπα της νόμιμης οικογένειας του διαθέτη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι αδελφοί εκείνου, καθώς και αν η ίδια διάταξη αποτελεί με τον τρόπο εκδήλωσής της πλήρη ευτελισμό της αξίας του ανθρώπου ή είδος εμπορίας του ανθρώπινου σώματος (ΑΠ 538/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Επίσης, προσκρούει στα χρηστά ήθη, η διάταξη τελευταίας βούλησης, εάν με τον τρόπο που έγινε, συνιστά προϊόν απόλυτης ψυχικής και συναισθηματικής εξάρτησης, παρά το γεγονός, βέβαια, ότι η βούληση του διαθέτη, πρέπει να είναι ανεπηρέαστη από οποιοδήποτε, έστω και έμμεσο, εξαναγκασμό, προκειμένου αυτός να ρυθμίσει, με τη διαθήκη του, κυρίως τις περιουσιακές του σχέσεις, όπως εκείνος επιθυμεί για το χρόνο μετά το θάνατο του (ΑΠ 850/2021, ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές, δεν αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και, συνεπώς, δεν είναι άκυρη, η διαθήκη, όταν έγινε για λόγους, που δεν είναι ηθικά επιλήψιμοι (ΑΠ 361/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 370/2017 ΤΝΠ Νόμος). Η ακυρότητα της διαθήκης ή διάταξης αυτής είναι απόλυτη και επέρχεται, αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί αυτή με δικαστική απόφαση. Επιτρέπεται, όμως, η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής για αναγνώριση της ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βούλησης για την ανωτέρω αιτία (ΑΠ 538/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 825/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 981/2006, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της διάταξης τελευταίας βούλησης ως αντίθετης προς τα χρηστά ήθη, είναι ζήτημα νομικό, διότι ο νόμος παραπέμπει στα χρηστά ήθη ως σε νομική έννοια και, συνεπώς, η σχετική κρίση υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που, ανέλεγκτα, έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 361/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 850/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 754/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 403/2017 ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα.
Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είτε εξολοκλήρου, είτε του ελλείποντος, κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, κατά το άρθρο 1871 του ΑΚ, αντικείμενα της κληρονομιάς, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομιάς, που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα. Για τον υπολογισμό δε της νόμιμης μοίρας λαμβάνεται, κατά τα άρθρα 1831 και 1838 του ΑΚ, η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, αφαιρουμένων των χρεών κ.λπ. ή προστιθεμένων των αναφερόμενων στα άρθρα αυτά στοιχείων. Επομένως, ο μεριδούχος, με την περί κλήρου αγωγή πρέπει να επικαλεστεί το θάνατο του κληρονομουμένου, το κληρονομικό του δικαίωμα, αναφέροντας τη συγγενική σχέση που τον συνδέει με τον κληρονομούμενο και στην οποία στηρίζει την κλήση του στην κληρονομιά ως μεριδούχου, την ιδιότητα των επιδίκων ως κληρονομιαίων αντικειμένων, την κατοχή και την κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως κληρονόμο του διαθέτη την κατά τους νομίμους τύπους σύσταση διαθήκης, με την οποία προσεβλήθη η νόμιμη μοίρα καθώς και να προσδιορίσει το επί της κληρονομιάς ποσοστό, στο οποίο ανέρχεται η νόμιμη μοίρα του και, για τον υπολογισμό αυτού, τα περιουσιακά στοιχεία – ως και την αποτίμησή τους σε χρήμα – τα οποία αποτελούν την κληρονομιά, και δη το είδος, την έκταση και την αξία καθενός, καθώς και την ιδιότητά τους ως κληρονομιαίων (ΑΠ 74/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1440/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 316/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Όταν, όμως, ο διαθέτης δεν κατέλιπε τίποτε στον ενάγοντα, δεν παρίσταται ανάγκη αποτίμησης της κληρονομιάς, αλλά ούτε και να αναφέρεται η αξία των καταλειφθέντων στον εναγόμενο συγκληρονόμο περιουσιακών στοιχείων, διότι με την αγωγή περί νόμιμης μοίρας, η οποία όπως προαναφέρθηκε, είναι η περί κλήρου αγωγή, ζητείται ορισμένο ποσοστό, κλάσμα της κληρονομιάς και δη επί όλων των υπαρκτών κληρονομιαίων αντικειμένων είτε μερικών εξ αυτών (ΟλΑΠ 769/1970, ΝοΒ 19.334, ΑΠ 721/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 948/2008, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 980/2002, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 316/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2016, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1831 § 2 ΑΚ για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας προστίθενται στην κληρονομιά, με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από τον θάνατο του, εκτός εάν την επέβαλαν λόγοι ευπρεπείας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στο δε άρθρο 1833 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι στην νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές προς μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή (ΑΠ 8/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 950/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 614/2022, ΤΝΠ Νόμος). Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στην νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται κάθε παροχή από ελευθεριότητα, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά.
Η εξαίρεση δηλαδή του μη καταλογισμού προβλέπεται για τις καταλογιστέες στην νόμιμη μοίρα (άρθρο 1833 § 1 ΑΚ) και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομιά προς σχηματισμό της ιδανικής κληρονομικής ομάδας, με βάση την οποία θα υπολογισθεί η νόμιμη μοίρα (άρθρο 1831 § 2 ΑΚ), που περιέχει διάταξη αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο κληρονομούμενος δεν μπορεί να ορίσει διαφορετικά. Ενόψει αυτών στις προστιθέμενες κατά το άρθρο 1831 § 2 ΑΚ παροχές του κληρονομουμένου προς τον μεριδούχο, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτόν παροχές, έστω και εάν έγιναν από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και ανεξαρτήτως του χρόνου που έγιναν, μη υφισταμένου για τις παροχές αυτές του χρονικού περιορισμού της δεκαετίας προ του θανάτου του κληρονομουμένου, όπως οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια πριν τον θάνατο του κληρονομουμένου, εάν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Η έννοια της φράσης του άρθρου 1831 εδ. 2 ΑΚ «στην κληρονομιά προσθέτονται» οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό παροχές, δεν έχει την έννοια ότι αυτές ανήκουν πραγματικά στην κληρονομιά, αλλά ότι η αξία τους υπολογιζόμενη κατά το χρόνο της παροχής θεωρείται λογιστικώς υπάρχουσα στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας.
Όταν η πραγματική ομάδα της κληρονομιάς που υπάρχει κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου που υπολογίζεται κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ στην κληρονομιά, υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη) κατά τους όρους του άρθρου 1835 ΑΚ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομιά, τότε η αξία της κληρονομιάς θα προσδιορισθεί από την αξία που είχε η άστοργη δωρεά κατά τον χρόνο που έγινε και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας θα υπολογισθεί στην παραπάνω αξία, δηλαδή στην αξία που είχε η δωρεά κατά τον χρόνο που έγινε.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδιούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομιά, κατά τον χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται ως υπάρχουσες στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποιήσεις τους, οι παροχές των άρθρων 1831 § 2 και 1833 του ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί της δε προσδιοριζόμενης κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδιούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της ευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του (βλ. ΑΠ 135/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 23/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 474/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1996/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 614/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1689/2006, ΤΝΠ Νόμος). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ. α’ ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει την νόμιμη μοίρα, αφού, κατά την διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές (ΑΠ 518/2006, ΧρΙΔ 2006.606, ΕφΠειρ 61/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 402/2012, ΕλλΔνη 2012.494 και 522, ΕφΠειρ 285/2014, ΤΝΠ Νόμος).
Με τα δεδομένα αυτά, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται η γονική παροχή που έγινε, προς μεριδούχο για την δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας του, κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθεται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολο της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κ.λπ. (ΑΠ 1658/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 491/2009, ΧρΙΔ 2010.125, ΑΠ 518/2006, ΧρΙΔ 2006.606, ΕφΑθ 402/2012, ΕλλΔνη 2012.494 και 522, ΕφΠειρ 277/2014, ΤΝΠ Νόμος). Η περιεχόμενη στο συμβόλαιο δωρεάς δήλωση ότι η δωρεά γίνεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που προτάθηκαν και αποδείχθηκαν, αν πράγματι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, άσχετα με τον χαρακτήρα που έδωσαν σε αυτή οι συμβαλλόμενοι και άσχετα από τα ελατήρια της ενέργειας του δωρητή (ΕφΠειρ 61/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 277/2014, ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1832 § 1 ΑΚ, η αξία της κληρονομιάς, εφόσον είναι αναγκαία, βρίσκεται με εκτίμηση. Εξεύρεση της αξίας της κληρονομιάς «με εκτίμηση» σημαίνει ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομιάς δεν νοείται η αγοραία αξία αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία σε ομαλές οικονομικές συνθήκες συμπίπτει κατά κανόνα με την αγοραία αξία. Σε περίπτωση που επήλθε μετά την παροχή και μέχρι τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, ουσιώδης υποτίμηση του νομίσματος, τότε πρέπει κατ’ εφαρμογή και της κατά το άρθρο 288 ΑΚ αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η αξία της παροχής, την οποία αυτή είχε κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκε, στο ισάξιο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, οπότε και αποτιμάται η κληρονομιά με βάση τη μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σχέση της αξίας του ευρώ (ΑΠ 1081/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 614/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 355/2020, ΤΝΠ Νόμος).