
Αγωγή ακύρωσης δημοσιευθείσας ιδιόγραφης διαθήκης, διότι δεν έχει γραφεί και δεν φέρει την υπογραφή του διαθέτη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ είναι αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη και όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί η εν λόγω ακυρότητα, τέτοιο δε έννομο συμφέρον έχει ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του διαθέτη, στον οποίο λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομιά του (ΑΠ 105/2011 ΤΝΠ Νόμος), ενώ εναγόμενος στην σχετική δίκη είναι ο τιμώμενος με τη διαθήκη (Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος Α’, 1994, § 137, στοιχ. 3β’, σ. 235). Άλλωστε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1718 και 1721 §§ 1, 3 και § 4 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη απαιτείται να γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και να υπογράφεται από αυτόν.
Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, αλλά ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, ενώ απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από τον διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το Δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης. Εάν η διαθήκη δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, αλλά ολικά ή μερικά με το χέρι άλλου προσώπου ή έχει δακτυλογραφηθεί ή έχει γραφεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και τυπωθεί και κατόπιν έχει τεθεί η γνήσια υπογραφή του διαθέτη, η διαθήκη είναι άκυρη.
Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, τέτοιο δε έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται ολόκληρη η κληρονομιά του. Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σε αυτήν, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφηκε ιδιοχείρως από τον διαθέτη, ενώ το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντας κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου.
Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από τον διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 105/2011, ΑΠ 93/2011 ΤΝΠ Νόμος). Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο, καθ’ υπαγόρευση του διαθέτη, εφόσον όμως προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για την πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν, οφείλει να τα αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕφΔωδ 1/2016, ΕφΑΘ 399/2010, ΕφΑΘ 2781/2008, ΠΠρΑΘ 324/2011 ΤΝΠ Νόμος, ad hoc ΠΠρΘεσ 9784/2020, ΠΠρΘεσ 6343/2020, ΠΠρΘεσ 2289/2020 αδημ.).